Δευτέρα 31 Αυγούστου 2009

39] Στην ενορία του ο πατήρ Γεράσιμος ήταν ένα αστέρι λαμπερό, με όλη τη σημασία της λέξεως, και όχι με την κακοποίηση της όπως την εννοούμε σήμερα για τους κάθε είδους, τηλεοπτικούς και μη «στάρ».
Οι ενορίτες του, αλλά και όλοι οι κάτοικοι της πόλης και του Νομού, τον αγαπούσαν και τον σεβόντουσαν.
Η φήμη του είχε περάσει τα σύνορα της Κρήτης, και οι διευθυντές των Αθηναικών μέσων έστελναν απεσταλμένους για συνεντεύξεις.
Ο πατήρ Γεράσιμος τους έλεγε με σεμνότητα και ταπεινότητα, ότι¨ «Τα πάντα οφείλονται στους άξιους εθελοντές συνεργάτες του, και όχι σε αυτόν.» «Διότι τίποτα δεν θα γινόταν χωρίς, την πολύτιμη, συμπαράσταση τους».
Όταν διέθετε ελεύθερο χρόνο εργαζόταν εθελοντικά, και η Κατερίνα και στήριζε το όραμα του ιερωμένου και εραστή της.
Παρακολουθούσε το τεράστιο κοινωνικό έργο που είχε δημιουργήσει, και τον θαύμαζε απεριόριστα. Για την αφοσίωση του στον πλησίον, και το απεριόριστο δόσιμο του, στην μεγάλη ιδέα.
Στα επόμενα σχέδια του πνευματικού αυτού ανθρώπου, ήταν η συγκέντρωση δυνάμεων, για την ανάπτυξη της υπαίθρου.
Κάλεσε νέο επιτελείο επιστημόνων ειδικούς, ο καθένας, στον κλάδο του
να συμβάλλουν στην σχεδίαση, και την ανάπτυξη των χωριών.
Για να μην αναγκάζονται οι ταλαιπωρημένοι από την φτώχεια, και τις κακουχίες κάτοικοι, να γεμίζουν τις στρατιές των ανέργων, στις μεγάλες πόλεις του εσωτερικού, και του εξωτερικού.
Κάτοικοι της περιοχής και επιστήμονες συνεργάστηκαν, και σχεδίασαν αγροτικές κοινότητες, όπου οι καλλιέργειες θα ήταν κοινές.
Δεν θα υπήρχε ατομική ιδιοκτησία στην γη.
Δημιούργησαν συνεταιρισμούς αγροτών με καθετοποιημένη παραγωγή.
Εκβιομηχάνισαν την παραγωγή η οποία λειτουργούσε σε μεσαιωνικές συνθήκες.
Πίεσαν το δημόσιο και τους έφτιαξε οδικό δίχτυο και εγγειοβελτιωτικά έργα όπως Λιμνοδεξαμενές.
Υπήρχε μεγάλος εν ενθουσιασμός, και ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
Στην οργάνωση αυτή υπήρχε πλήρη αξιοκρατία.
Υπήρχε μια σύμπνοια πρωτοφανέρωτη για τα Ελληνικά δεδομένα, όπου οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει να εργάζονται ατομικά.
Ποτέ δεν άφησαν πολιτικούς να εισχωρήσουν ανάμεσα τους, και να τους διχάσουν. Τα κόμματα ήταν απόντα από την κοινή προσπάθεια, του πατέρα Γεράσιμου και των κατοίκων της υπαίθρου .
Για στήριγμα τους είχαν στα κεντρικά τους γραφεία, τις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας.
38]Το σημαντικότερο έργο της ζωής του, θεωρούσε ότι ήταν να
μετουσιώσει, σε πράξη το¨ «αγαπάτε τον πλησίον σας ως εαυτόν.»
Η πραχτική πλευρά της προσπάθειας, ήταν επίπονη εξαντλητική και χρειαζόταν να ξοδέψει, όλες τις δυνάμεις του χωρίς να καμφθεί, από τις πρόσκαιρες απογοητεύσεις
Η μεγάλη φροντίδα για το κοινωνικό του έργο δεν του άφηνε παρά ελάχιστο χρόνο να ασχοληθεί με την οικογένεια του, σύζυγο και δύο μικρά αγοράκια.
Με την σύζυγο του δεν ήταν ερωτευμένος, αλλά την σεβόταν και την φρόντιζε γιατί ήταν η μάνα των παιδιών του, τα οποία λάτρευε και ήταν ένας υπέροχος χαζομπαμπάς.
Για να βάλει μπροστά το τεράστιο έργο που είχε στο μυαλό του, χρειαζόταν ένα μεγάλο επιτελείο επιστημόνων.
Ζήτησε από αυτούς εθελοντική εργασία στο ελεύθερο χρόνο τους, και προ πάντων ανθρώπους οι οποίοι να πιστέψουν, στο όραμα και τούς στόχους του. Η μαγιά βρέθηκε γιατί εκτός από αυτούς, που κοιτάζουν τον εαυτούλη τους, πάντα υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι, ικανοποιούνται όταν προσφέρουν, στον συνάνθρωπο. Ανεξάρτητα των βαθύτερων κινήτρων.
Υπό την εποπτεία και προστασία του δημιουργήθηκε, ένα μικρό ιατρείο,
για τους απόρους ασθενείς. Κοντά στο ιατρείο βρέθηκε χώρος, για ένα ξενώνα για χρήστες εξαρτησιογόνων ουσιών , με στήριξη από ομάδα εθελοντών ψυχιάτρων, ψυχολόγων κοινωνικών λειτουργών, και δικηγόρων, που τους συμπαραστέκονταν στις παραβατικές, συμπεριφορές στα δικαστήρια.
«Η Φάτνη» ήταν μια στέγη την οποία δημιούργησε, για εγκαταλειμμένα από τους γονείς, ή ορφανά παιδιά.
Έφτιαξε χώρους για συσσίτια απόρων, όπου εσσυτίζοντο περί τα διακόσια άτομα.
Έφτιαξε χώρους για δωρεάν διανομή ρούχων, και τροφίμων σε απόρους.
Επισκεπτόταν τακτικά τις δικαστικές και τις αγροτικές φυλακές Χανίων ,
Για να πει ένα καλό λόγω στους φυλακισμένους να τους παρηγορήσει, να τους μοιράσει τσιγάρα, και λίγα χρήματα σε αυτούς που τα είχαν περισσότερη ανάγκη, να τους δώσει ποιοτικά βιβλία λογοτεχνίας, όπως «οι άθλιοι» του Βίκτωρος Ουγκό και το «έγκλημα και τιμωρία» του Τοντόρ Ντοστογιέβσκι.
37]Τα λόγια ωριμότητας αγάπης και σοφίας, της Κατερίνας τον συγκρατούσαν για να μην παραιτηθεί από την ιερωσύνη, και του έδιναν κουράγιο .
Τα καθήκοντα του ιερέα για αυτόν ήταν πράξη προσφοράς και αυτοθυσίας.
Πίστευε ότι η εκτέλεση των τυπικών θρησκευτικών καθηκόντων, εντάσσεται σε μια ανιαρή επανάληψη της τυπολατρίας.
Σκεπτόταν ότι αν παρέμενε μόνο σε αυτά τα τυπικά ως εκπρόσωπος της εκκλησίας θα έχανε την ουσία.
Το σημαντικό για αυτόν ήταν το κοινωνικό έργο.
Η ματιά του έπεφτε σε όλο το νομό Χανίων κι όχι μόνο στην ενορία του.
Η ύπαιθρος ζούσε σε πολύ σκληρές συνθήκες ζωής.
Πως θα έβγαινε από αυτές τις δυσκολίες και την υπανάπτυξη;
Ούτε ο εξηλεκτρισμός είχε ολοκληρωθεί, ούτε το οδικό δίκτυο που ήταν άθλιοι καρόδρομοι οι περισσότεροι.
Τα μέσα γεωργικών καλλιεργειών βρισκόταν ακόμη, στην εποχή του
αλόγου με το αλέτρι να οργώνει την γή, και τον βολόσυρο να σπάει τους χωμάτινους σβώλους.
Ήταν αναγκαίο επίσης να γίνουν αρδευτικά έργα για να εξασφαλίσουν την άρδευση τις εποχές που την είχαν ανάγκη.
Αισθανόταν ότι όλα αυτά τα προβλήματα τον αφορούσαν.
Αν δεν βελτιωνόταν η κατάσταση των αγροτών ,θα εξακολουθούσαν να φεύγουν μετανάστες στο εξωτερικό.
Λυπόταν να τους βλέπει να ζούν μέσα στην αμάθεια, να γεννούν οι γυναίκες πολλά παιδιά, και να τα αφήνουν χωρίς προστασία, στο έλεος του Θεού.
Ήταν αποφασισμένος να τους βοηθήσει με όλες του τις δυνάμεις να βγούν από αυτό το τέλμα της φτώχειας και της στέρησης.
Γιατί όπως είπε και ο Αναγεννησιακός συγγραφέας Τζον Νταν¨
«Κάθε ανθρώπου θάνατος λιγοστεύει εμένα τον ίδιο , γιατί είμαι δεμένος αξεδιάλυτα με όλη την ανθρωπότητα. Κι έτσι ποτέ σου μην στέλνεις, να ρωτήσεις για ποιον χτυπάει η καμπάνα. Χτυπάει για σένα.»

Κυριακή 30 Αυγούστου 2009

36] Από εκείνη την ημέρα ο έντιμος ιερωμένος ,έπαψε να εξομολογεί.
Αισθανόταν σε αδυναμία να τιθασεύσει, το ερωτικό του πάθος για την Κατερίνα, και ανίκανος να διακονίσει το πνεύμα του Χριστιανισμού.
Εκδήλωσε την διάθεση να παραιτηθεί, μα η Κατερίνα πιο προσγειωμένη τον συγκρατούσε.»
-«Δεν είναι ακόμη ώρα να αφήσεις την ιεροσύνη καλέ μου.»
-«Άλλωστε ερωτεύτηκες. Δεν πείραξες κανένα, δεν έκλεψες, δεν βίασες,»
« Δεν επικαλέστηκες το όνομα του Κυρίου επί ματαίω.»
-«Αυτό που διαπράττουμε είναι ένα ηθικό παράπτωμα».
-«Είναι καταδικαστέο και από την εντολή που έδωσε ο Θεός στον Μωυσή, «ου μοιχεύσεις» και από την κοινωνική ηθική, αλλά και από τους νόμους του κράτους.
-«Ασχέτως του ότι, τους κανόνες αυτούς ένα μεγάλο ποσοστό, των ανθρώπων τους παραβιάζει.
-«Ναι μα εγώ είμαι ιερέας ταγμένος να φυλλάτω, και να διδάσκω τους ιερούς κανόνες του Θεού.»
-«Πρέπει να δίνω το καλό παράδειγμα και όχι να είμαι ο πρώτος παραβάτης.»
-«Κάνε υπομονή επέμεινε η Κατερίνα και μην λησμονείς» ότ騨
-«Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλλέτω.
-«Άραγε ο αγνός και άδολος έρωτας μεταξύ άνδρα και γυναίκας είναι αμαρτία;»
-« Ιερέας κι αν δεν ήμουν είναι προδοσία, και ηθικό παράπτωμα.
-«Πως θα είμαι ήσυχος με την συνείδηση μου;»
-«Κι όμως αγάπη μου. Είμαστε άνθρωποι, ζωντανοί με σάρκα και οστά,
-«Ζούμε μέσα στον κόσμο. Έχουμε αδυναμίες, φυσικό είναι να ερωτευτούν δυο νέοι άνθρωποι . Δεν είμαστε ρομπότ χωρίς ψυχή και αισθήματα.» «Εσύ δεν είσαι ο Θεός μα ο αμαρτωλός άνθρωπος, ο οποίος εξώσθηκε από τον παράδεισο γιατί παράκουσε, την εντολή του Κυρίου.»
-«Ερωτεύτηκες πατέρα Γεράσιμε, γιατί «τίποτα το ανθρώπινο δεν σου είναι ξένο» όπως είχε πει και ο μεγάλος σοφός επαναστάτης Κ. Μαρξ..»
-«Μην κάνεις βιαστικές κινήσεις αγάπη μου.»
-«Άλλωστε είναι νωρίς ακόμη και η σχέση μας δεν δοκιμάστκηκε.»
Σελ.8]Ο πατέρας της Κατερίνας ο κυρ Βαγγέλης, είχε μεγάλη φαμελιά με εφτά παιδιά τον γέρο πατέρα του, τον εαυτόν του και την γυναίκα του.
Δεν είχε δυνατότητα να της αγοράσει, παρά μόνο ολίγα απαραίτητα πράγματα, για να στήσουν ένα στοιχειώδες νοικοκυριό.
Το υπόγειο δυάρι της το αγόρασε, μερικά χρόνια αργότερα κάνοντας μεγάλη προσπάθεια, γιατί την λυπόταν να γυρίζει στα ενοίκια, από το ένα σπίτι στο άλλο.
Σπίτι μου αγαπημένο
σιγουριά μου δίνεις και
ασφάλεια στην πόρτα σου
σαν διαβαίνω.
Ο έρωτας τους ήταν ικανός να γεμίσει τους χώρους του φτωχικού τους, και τους φαινόταν τα φτηνά σερβίτσια, σαν ακριβές πορσελάνες και κρύσταλλα Βοημίας.
Δεν άργησε να έρθει και το πρώτο τέκνο, κορίτσι αληθινού έρωτα.
Οι νέοι γονείς έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας.
Το χρήμα είναι ένας τρόπος διαβίωσης,για να έχεις την οικονομική σου άνεση να αγοράζεις περισσότερα υλικά αγαθά.
Δεν σου γεμίζουν όμως την ψυχή όσα κι αν αποκτήσεις.
Η ευτυχία όταν την αισθάνεσαι, έρχεται με την αγάπη.
Βεβαίως η χαρά και η ευτυχία, δεν είναι ένα μόνιμο συναίσθημα στις
ψυχές των ανθρώπων.
Υπάρχουν μονάχα στιγμές ευτυχίας.
Πρέπει να είμαστε ικανοί σαν έτοιμοι από καιρό, και σαν γενναίοι,
να ζήσουμε τις στιγμές αυτές.
Στα πρώτα γενέθλια της κορούλας τους, της Ματούλας κάλεσαν μερικούς φίλους και συγγενείς να σβήσουν μαζί, το πρώτο κεράκι των γενεθλίων του αγαπημένου τους τέκνου.
Ήταν απερίγραπτη η χαρά των γονέων, όταν όλοι μαζί τραγουδούσαν.
«Να ζήσεις Ματούλα και χρόνια πολλά. »
Η Κατερίνα είχε σταματήσει να εργάζεται στο εργοστάσιο υποδημάτων του Μιχάλη Μαρίνου στον τέταρτο μήνα της κυήσεως.
Έπαιρνε όμως πότε, πότε τηλέφωνο τους συναδέλφους στην δουλειά για να μαθαίνει νέα τους.
Τα τελευταία νέα τα οποία άκουσε από το ραδιόφωνο, καθώς έδινε την κρέμα στο μωρό την συντάραξαν.
Το αεροπλάνο της γραμμής Χανιά -Αθήνα κατέπεσε στην θάλασσα δέκα λεπτά πριν φτάσει στον προορισμό του.
Όλοι οι επιβαίνοντες ήταν νεκροί. Ανάμεσα στους επιβαίνοντες ήταν και ο εργοδότης της ο Μιχάλης Μαρίνος .
-«Κρίμα στον άνθρωπο είπε η Κατερίνα και δάκρυα έτρεξαν μέσα από τα υγρά μάτια της. Του χρωστούσα πολλά».» «Ας τον αναπαύσει ο Θεός.»
Σελ.6]Κάποια ημέρα η Κατερίνα συναντήθηκε με τον έρωτα.
Δεν ήταν το πριγκιπόπουλο του παραμυθιού που όλες οι κοπέλες ονειρεύονται. Ήταν ένας άνδρας μετρίας εμφανίσεως.
Θα μπορούσε να τον πει κανείς και άσχημο.
Όμως / περί ορέξεως ουδείς λόγος» ή «περί ορέξεως κολοκυθόπιτα»
Όπως λέει περιπαικτικά ο λαός.
Συναντήθηκαν στον φούρνο της γειτονιάς. Τον κοίταξε και χαμήλωσε τα μάτια ντροπαλά. Την κοίταξε κι αυτός και της χαμογέλασε.
Αμέσως αισθάνθηκαν μία αμοιβαία έλξη και συμπάθεια ο ένας για τον άλλο. Θα μου πείτε; Γιατί συμπάθησε αυτόν κι όχι κάποιον άλλον αυτή που είχε τέλειες αναλογίες. Είπαμε..
Βγήκαν έξω από τον φούρνο κουβεντιάζοντας περί ανέμων και υδάτων. Της πρότεινε να βγούν για καφέ.
Αυτή θέλησε να κάνει την δύσκολη να μη φανεί ότι με την πρώτη
γνωριμία βγαίνει ραντεβού. Και ήταν ήξεις αφίξεις.
Τελικά κάμφθηκαν οι αντιρρήσεις της, και έδωσαν ραντεβού για την επομένη το βράδυ σε μια καφετέρια του παλιού λιμανιού.
Ονειρεμένη μούσα
Γιατί σεργιανάς μπροστά μου;
Ουρανοκατέβατη η ζωή σου
Κελαηδά σαν άπληστο πουλί
Και θαμπώνει μας τα φρένα
Και γλιστρά και σκορπίζει
Άπειρα τα γιασεμιά της μέθης
Σε μια άσπιλη αρυτίδωτη λαλιά.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ Η θυελλώδη σχέση της Κατερίνας με τον Σωτήρη μόλις άρχισε ναι παίρνει σάρκα και οστά.
Ο Σωτήρης ήταν γιος μικροαστικής οικογένειας. Ο πατέρας του είχε
κτηματική περιουσία στο χωριό καθώς και μια επιχείρηση στην πόλη των Χανίων. Η οικογένεια του αποτελείτο από τέσσερα τέκνα.
Στην πόλη διατηρούσε κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων και υποδημάτων.
Σελ.2]Αν είχαν την δυνατότητα σπούδαζαν τα παιδιά τους.
Την ευκολία όμως αυτή, την διέθεταν ελάχιστοι αγρότες με κάποια οικονομική ευχέρεια. Η μεγάλη μάζα των αγροτών, αγράμματοι και οι ίδιοι ούτε μπορούσαν, ούτε κατανοούσαν την αξία της εκπαίδευσης.
Πες μου Κατερίνα που θέλεις να σε στείλουμε;
Στην μοδίστρα να μάθεις να ράβεις φορέματα, σαν την θεία σου την
Γεωργία που καλοπερνά στην πόλη;
Στον ράπτη να μάθεις πατελονού, [ράπτρια] ή σε σχολή κομμωτικής να μάθεις κομμώτρια;
Αυτές ήταν μερικές από τις τέχνες που μάθαιναν, τα κορίτσια του λαού εκείνο τον καιρό ,όσα δεν έφευγαν καραβιές ως νύφες για την Αμερική.
Δεν ήταν του ριζικού της να μάθει καμιά απ,αυτές τις τέχνες το Κατερινιώ, όπως τη φώναζε ο πατέρας της.
Πρώτα πήγε και νοίκιασε μαζί με την μάνα της ένα δωμάτιο κοντά στην άτεκνη αδελφή του πατέρα της την Κάλι. [Καλιρόη]
Όταν τακτοποιήθηκε κάπως και προσπάθησε να προσαρμοσθεί στην νέα της ζωή, της βρήκε κιόλας δουλειά η θεία Κάλι σε μια μεγάλη βιοτεχνία, πολυτελών γυναικείων υποδημάτων, στην οποία εργαζόταν η ίδια ως κορδελιάστρα.
Έπιασε εργασία ως βοηθός αλλά δεν πέρασε πολύ καιρός, κι έγινε ξεφτέρι στην δουλειά.
Και στην πρέσα κοπής δερμάτων, τα κατάφερνε άριστα σαν έμπειρος κόφτης , και στον σχεδιασμό νέων μοντέλων, ακόμη και στο τμήμα πωλήσεων, έδινε δημιουργικές ιδέες για την κατάκτηση νέων αγορών. Σιγά σιγά έγινε το δεξί χέρι του ιδιοκτήτη, του οποίου απέκτησε την εμπιστοσύνη, και την καμάρωνε για την αφοσίωση της.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΠΟ ΑΧΥΡΟ
Σελ.1]-«Τι θα γίνει με το κοπέλι τώρα που τελειώνει το λύκειο;»
-«Τι θα γίνει με το κοπέλι;» Συνέχεια αυτό μουρμούριζε μέσα από τα δόντια της η κυρά Κατερίνα. Το κοπέλι περί ου ο λόγος δεν ήταν αγόρι αλλά κορίτσι μα στην λεβεντογέννα Κρήτη τα παιδιά δεν έχουν φύλο. Στην τοπική λαλιά και τα δύο φύλα ονομαζόντουσαν κοπέλια.
Δικαίως αγωνιούσε η κυρά Κατερίνα γιατί η οικογένεια της δεν
διέθετε πόρους για φροντιστήρια και περιττά έξοδα να σπουδάσει
τα παιδιά της. Ζούσαν σένα υπόγειο διαμέρισμα πεντακόσια μέτρα
από το Δικαστικό μέγαρο Χανίων.
Όταν έγινε ο γάμος της ήταν πολύ τυχερή γιατί εκείνη την χρονιά
είχε βεντέμα με τα λιόδεντρα φορτωμένα πλούσιο καρπό.
Έδωσε ο πατέρας της όλη την σοδειά και λίγες οικονομίες, τις οποίες είχε καταχωνιασμένες στην αγροτική τράπεζα, στον εργολάβο και της αγόρασε την υπόγα. Απόμεινε ένα χρέος στον επιχειρηματία, ο οποίος ήταν και συγγενείς του, και δεν του ζήτησε γραμμάτια και εγγυήσεις. Τελείωσε την αγορά του σπιτιού με ένα λόγω τιμής, όπως έκαναν τα παλιά τα χρόνια οι γέροντες Κρητικοί.
Το εθιμικό δίκαιο είχε ισχύ νομικού κανόνα ισχυρότερου, από τους γραπτούς νόμους της πολιτείας, που παραβιάζονται ασυστόλως από τους πονηρούς επιγόνους.
Η Κατερίνα παντρεύτηκε τον καλό της από έρωτα. Πως τα κατάφερε σε καιρούς ακόμη δύσκολους, στην αρχή προς τα μέσα της δεκαετίας του 1960;
Η κοπελιά καταγόταν από χωριό μα, οι γονείς της την έστειλαν από το χωριό στην πόλη, να μάθει κάποια τέχνη. Παρά τους ηθικούς περιορισμούς και απαγορεύσεις, που είχε επιβάλει στον εαυτόν της όσο ήταν μακριά, από τους γονείς της ένοιωθε, ένα αέρα ελευθερίας. Οι φτωχοί και αγράμματοι αγρότες της εποχής εκείνης καταρχήν, θέλησαν να διώξουν από τις δύσκολες και σκληρές συνθήκες του χωριού τα παιδιά τους . Με δάκρυα ποτάμι και με πόνο ψυχής. Έκαναν το παν όμως να μη βιώσουν τα παιδιά τις σκληρές συνθήκες της δικής τους ζωής.
Σελ.4] Για να μου φύγεις μακριά; Δεν είσαι ευχαριστημένος που θα με αντικαταστήσεις στο μαγαζί; Το εργοστάσιο πατέρα ας το αναλάβει η
Αδελφή μου η Αναστασία με τον γαμπρό που θα επιλέξει για άνδρα της. –‘Εγώ έχω άλλα όνειρα. Μην με υπολογίζεις εμένα για το εργοστάσιο.’’ Ο Μιχάλης Μαρίνος ήταν ένας αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας επιτυχημένος στο χώρο του. Διακαής του πόθος ήταν ν'αφήσει τον γιο του, που του είχε αδυναμία στο μαγαζί όπως αποκαλούσε το εργοστάσιο με τα πολυτελή γυναικεία μοκασίνια.
Μαζί με το εργοστάσιο είχε δημιουργήσει και πέντε κεντρικά καταστήματα λιανικής, στις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδος.
Η ποιότητα των προϊόντων του ,η σωστή προώθηση και η κατάλληλη διαφήμιση, είχαν επιβάλει το εμπορικό προϊόν του, ως ασυναγώνιστο σήμα. Οι δουλειές πήγαιναν τόσο καλά ,που νόμιζε πως θα τις παραλάμβανε ο Δημήτρης στην ποιο κατάλληλη στιγμή.
Καμάρωνε τον γιό του ο οποίος ήταν αριστούχος στα οικονομικά και περίμενε…Όταν άκουσε για τα όνειρα του και τα δικά του σχέδια
τον περίελουσε κρύος ιδρώτας και ένα δάκρυ κύλησε άθελα του από τα υγρά μάτια του. Μόνο τότε κατάλαβε ότι είχε χάσει την επαφή με τον γιό του λόγω της υπεραπασχολήσεως του στο εργοστάσιο.
Θεωρούσε αυτονόητο ότι ο γιος του θα έμενε στην θέση του και αισθανόταν ήρεμος ότι οι κόποι μιας ζωής δεν θα πάνε χαμένοι.
Τα διαφορετικά σχέδια του γιου του τα ένοιωσε σαν κεραμίδα στο κεφάλι. Δεν ήταν όμως, γιατί κάθε νέος άνθρωπος δικαιούται να κάνει τα δικά του όνειρα και να έχει τα δικά του σχέδια. Δεν είναι ένα άψυχο αντικείμενο για να το κάνει ότι θέλει ο γονιός.
Όπως είπε ο ποιητής Χαλίλ Γκιμπράν.
Δεν είναι δικά σας τα παιδιά
Είναι οι γιοί και οι κόρες της λαχτάρας της ζωής
Για την ζωή. Έρχονται μέσα από εσάς αλλά όχι από εσάς.
Και παρόλο που είναι μαζί σας δεν σας ανήκουν….
Ο Δημήτρης είδε τον πατέρα του να λυπάται και να κλονίζεται.
Στενοχωριόταν που τον έβλεπε σ'αυτήν την κατάσταση.
Ήθελε όμως να κόψει τον ομφάλιο λώρο μια και έξω.
Όχι ότι δεν πονούσε κι αυτός το ίδιο με τον γεννήτορα του.
Χωρίς πόνο όμως δεν θα γινόταν ποτέ η απογαλάκτιση.
Σελ.3]Της έβγαλε χωρίς να του το απαιτήσει ένα μισθό κατά 30% υψηλότερο από το υπόλοιπο προσωπικό και της ανέθεσε την διεύθυνση της παραγωγής. Μάλιστα την καλόβλεπε και σαν υποψήφια γυναίκα του γιού του Δημήτρη, γιατί ήταν ομορφούλα εργασιομανής και αρκετά έξυπνη και αφοσιωμένη στην δουλειά της.
Προσόντα που δεν βρίσκονται εύκολα σε πολλούς εργαζόμενους.
Ο Δημήτρης δεν ήθελε να ακούσει ότι μπορούσε να παντρευτεί γυναίκα χωρίς να την ερωτευτεί. Κάνοντας λίγο χιούμορ λέει στον πατέρα του ότι αν πάρει γυναίκα χωρίς έρωτα είναι σαν να φάει ένα φαγητό χωρίς γεύση. Έπειτα τι θα λέμε με την Κατερίνα πατέρα?
Συνέχεια θα μιλάμε για τα φόντια των παπουτσιών για την παραγωγή
των προιόντων ή για το μαγείρευμα και τις άλλες σπιτικές εργασίες?
Πατέρα γιατί με έστηλες και σπούδασα και ξόδεψα μέρος της ζωής μου στις βιβλιοθήκες και συ μέρος της περιουσίας σου?
Για να κάνω συντρόφισσα μου μια κοπέλα με την οποία δεν θα μπορώ να επικοινωνήσω?
- Να ξέρεις πατέρα πως τιμώ και εκτιμώ τα κορίτσια του λαού που εργάζονται, και βγάζουν τίμια το ψωμί τους με τον ιδρώτα του προσώπου τους.
Άλλωστε κι εσύ αυτοδημιούργητος είσαι και πρόκοψες χάρις στην αξιοσύνη σου, και χωρίς καμιά βοήθεια.
Πέρα από το προσωπικό πρόβλημα τα προβλήματα πατέρα των κοινωνικών διαφορών είναι ταξικά.
-Παιδί μου Δημήτρη πότε έγινες επαναστάτης?
Δεν έγινα επαναστάτης μα δεν είμαι και τυφλός μπροστά τα λαικά προβλήματα.
Έπειτα έχω άλλα σχέδια στο μυαλό μου που προέχουν ,δεν με απασχολεί ο γάμος. Τι σχέδια . Να κάνω μεταπτυχιακές σπουδές.
Και μετά φιλοδοξώ ν αποκτήσω μια θέση σε πανεπιστήμιο του
εσωτερικού ή του εξωτερικού. Γι αυτό σε σπούδασα εγώ παιδί μου ?
35]Ο πατήρ Γεράσιμος την βοηθούσε αφάνταστα, να επουλώσει τις πληγές της, και να απωθήσει βαθειά μέσα της τις ενοχές ,που ένοιωθε
για την εξαφάνιση, του αγαπημένου της τέκνου.
Όταν πήγαινε για εξομολόγηση ένοιωθε την καυτή ανάσα, του πατέρα Γεράσιμου να χαιδεύει το πρόσωπο της, και ένα ρίγος συγκίνησης να την διαπερνά.
Έκλεινε τα μάτια , τα χαμήλωνε ίσαμε την γή, και απόφευγε να τον αντικρύσει στα καστανοπράσινα μάτια του που της είχαν ανάψει φωτιές.
Τα βράδια όμως στο κρεβάτι της, μόνο αυτόν σκεπτόταν και ονειρευόταν. Ονειρευόταν ότι έκανε έρωτα μαζί του και ξυπνούσε λουσμένη στον ιδρώτα.
Έδινε όρκο στον Θεό να μην τον ξαναδεί, να εξαφανιστεί και να φύγει μακριά, όσο μακριά μπορούσε ακόμη, και μέχρι στην γη του Πυρός.
Μια ακατανίκητη δύναμη την κρατούσε κοντά του . Μια φωνή μέσα της της έλεγε ότι αυτή η ψυχική επαφή, θα ήταν ένα μοιραίο λάθος.
Ήταν σαν να κρατούσε κάποιος ένα μαχαίρι, και να την συμβούλευαν να τον προσέχει γιατί ήταν επικίνδυνος, κι αυτή να έπεφτε πάνω στην λεπίδα με αυτοθυσία.
Κάποια ημέρα του Μαγιού όπου οι αυλές των σπιτιών, ήταν ολάνθιστες
και ανέδιναν μυρωδιές χρώματα, και αρώματα, συναντήθηκαν τυχαία στον δρόμο ο πατήρ Γεράσιμος με την Κατερίνα.
Την παρακάλεσε να συναντηθούν σε ένα απόμερο καφέ.
Όταν πήγε στο ραντεβού, και τον είδε να κάθεται, στο τραπέζι ξαλαφρωμένος από την μακριά γενειάδα, που του έδινε σεβάσμια όψη ,
δυσκολεύτηκε να τον αναγνωρίσει.
Ήταν ντυμένος με ένα μπλέ σκούρο κοστούμι, είχε κρατήσει μια μικρή
γενειάδα φορούσε μυωπικά γυαλιά, και έμοιαζε περισσότερο με επαναστάτη διανοούμενο, του περασμένου αιώνα παρά με ιερέα.
Σηκώθηκε με ευγένεια και της πρόσφερε κάθισμα.
Τα αισθήματα ήταν αμοιβαία , υπήρχε μεγάλη δόση χημείας μεταξύ τους.
Της έπιασε το χέρι, και για πέντε λεπτά κοιταζόντουσαν χωρίς να μιλούν.
Ύστερα με μια συστολή έφηβου, της εξομολογήθηκε τον έρωτα του.
Η Κατερίνα συγκατένευε χωρίς να μιλά, ήταν κι αυτή βαθειά ερωτευμένη μαζί του.
Κάθησαν αρκετά συζητώντας μην χορταίνοντας, ο ένας την ανάσα του άλλου.
Ο πατήρ Γεράσιμος νοίκιασε ένα μικρό διαμέρισμα και συναντιόντουσαν από τότε και στο εξής δυο φορές την εβδομάδα μετά φόβου και ελέους.

Σάββατο 29 Αυγούστου 2009

]34-«Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή στο χωριό ,ότι οι γονείς μου
είχαν κρεμάσει, στον τοίχο του μεγάλου μας δωματίου, ένα πίνακα
μοναδικό χειροποίητο αριστούργημα. «Έγραφε τα εξής¨ «Το
πεπρωμένον φυγείν αδύνατον» «Τι θα πεί αυτό μανούλα;»
-«Ότι δεν μπορούμε παιδί μου, να αποφύγουμε αυτό που γράφει
το μέλλον μας το οποίο είναι [tabula rasa] άγραφο χαρτί.
Απάντησε μηχανικά σαν να απαντούσε στον εαυτόν της η Κατερίνα.
Με την πάροδο του χρόνου άρχισε κάπως να θάβει, την πληγή της και να ξεχνιέται στην δουλειά. Απέκτησε οικειότητα με τον κυρ Λευτέρη τη σύζυγο και τα παιδιά του. Γνώρισε και τις δύο γυναίκες, που εργαζόταν στο εργαστήριο, που και αυτές με την σειρά τους, είχαν τα δικά τους βάσανα. Διηγόταν ο καθένας την ιστορία του, και καμιά φορά τα μάτια τους γέμιζαν δάκρυα.
Είχαν δεθεί σαν μια μεγάλη οικογένεια.
Παράλληλα είχε καθιερώσει να πηγαίνει, δύο φορές την εβδομάδα στον
πνευματικό της, τον πατέρα Γεράσιμο.
Ένα αίσθημα άρχισε να αναπτύσσεται μεταξύ τους ,μια οικειότητα μια αγάπη και μια τρυφερότητα.
Ήταν και οι δύο νέοι χαριτωμένοι ,όμορφοι με την ζωή μπροστά τους, και τις επιθυμίες ζωντανές μέσα τους.
Ο πατήρ Γεράσιμος ήταν ένας έγγαμος ιερωμένος με δύο μικρά παιδιά.
Παράλληλα είχε αφιερωθεί στον Θεό και την Χριστιανική διδασκαλία.
Το έκανε συνειδητά και όχι για να ασκήσει, οποιοδήποτε επάγγελμα για να έχει ένα σταθερό μισθό, και τα τυχερά του.
Πίστευε εκ βαθέων στα λόγια της Χριστιανικής αγάπης, της αλληλεγγύης και ανθρωπιάς, που περιείχε ο Χριστιανισμός.
Το όραμα του από τότε που ανέλαβε καθήκοντα, ήταν να κάνει πράξη στο μέτρο των δυνατοτήτων του, την Χριστιανική διδασκαλία.
Την γυναίκα που έκανε γυναίκα του, την πήρε κάπως βιαστικά και επιπόλαια, χωρίς να την ερωτευτεί μονάχα επειδή έπρεπε, να χειροτονηθεί στο ιερατικό σχήμα.
Είχε όμως δύο παιδιά μαζί της και την σεβόταν.
Με την Κατερίνα άρχισε να σκιρτάει έντονα η καρδιά του.
Ένα έντονο ερωτικό συναίσθημα , πόθου έλξης τρυφερότητας, άρχισε να τον πλημμυρίζει. Κάθε φορά που ερχόταν να την εξομολογήσει, έκλεινε τα μάτια , και προσπαθούσε να απομακρύνει, κάθε αμαρτωλή σκέψη από το μυαλό του.
Μα ερχόταν πιο πιεστικά πιο έντονα, ξανά, και ξανά.
Δεν ήταν καθόλου περίεργο πως και η Κατερίνα, ένοιωθε μια ερωτική έλξη για αυτόν τον νέο κι όμορφο άντρα, που κρυβόταν πίσω από μια μεγάλη γενειάδα, και τα παραδοσιακά ράσα των ιερέων.
Αισθανόταν ότι ήταν ο μόνος άνθρωπος, που την καταλάβαινε στον κόσμο ετούτο τον «Μικρό τον Μέγα.»
33]Παρ/ όλα αυτά δεν έπαψε ποτέ να έχει στην ψυχή της, στο είναι της την οπτασία, του μικρού Αχιλλέα.
Περίμενε ότι κάποια στιγμή θα ανοίξει η πόρτα, και θα σφίξει το παιδί στην αγκαλιά της.
Η προσμονή της επιστροφής και η αγωνία για το αύριο, την βασάνιζαν καθημερινά, και δεν μπορούσε να ηρεμήσει.
Ο πατήρ Γεράσιμος την είχε συμβουλεύσει να ασχοληθεί με δημιουργική απασχόληση, για να νοιώθει την χαρά της δημιουργίας, αλλά και να απασχολεί το μυαλό της, να μην είναι καρφωμένο διαρκώς στην σκέψη του μικρού.
Της πρότεινε επίσης να ψάξει να βρεί τα ερασιτεχνικά θεατρικά σχήματα,
και να ενταχθεί σε ένα από αυτά.
-«Να θυμάσαι της είπε ότι η ιδιότητα του θεάτρου είναι ψυχοθεραπευτική.
Μέσα από την εναλλαγή των ρόλων θεραπεύεται η ψυχή του ηθοποιού.»
Ψάχνοντας εδώ και εκεί ανακάλυψε ένα εργαστήριο κεραμικής χωμένο σένα λιόφυτο στην περιοχή του Ακρωτηρίου.
Ο ιδιοκτήτης του ο κυρ Λευτέρης ,ήταν οικογενειάρχης με δύο αγόρια, τα οποία εργαζόταν στο εργαστήριο, μαζί με την γυναίκα του την Σοφία όταν άδειαζε από τις δουλειές του νοικοκυριού.
Στο εργαστήριο επίσης εργαζόταν δύο γειτόνισσες, τις οποίες πλήρωνε με το κομμάτι. Οι κυρίες εργαζόταν τις περισσότερες ώρες, στο σπίτι τους ως φασονίστριες.
Είπε στην Κατερίνα ότι θα την έπαιρνε ως βοηθό, με ελάχιστο ημερομίσθιο μέχρι να μάθει την τέχνη, μετά της είπε θα σε πληρώνω όπως τις άλλες γυναίκες φασόν. [με το κομμάτι]
Παρά την οικονομική της ανέχεια το τελευταίο πράγμα, που την ενδιέφερε, ήταν τα χρήματα.
Την βαθειά πληγή που είχε στην ψυχή της, ήθελε να επουλώσει και να πιει αν ήταν δυνατόν, το νερό της λησμονιάς. Σιγά, σιγά άρχισε να γεμίζει την καθημερινότητα της, έπειτα από όλη αυτή την περιπέτεια, η οποία την διάλυσε. Θυμήθηκε ότι είχε άλλο ένα παιδί το οποίο με αυτό το τραγικό συμβάν είχε τραυματιστεί ανεπανόρθωτα.
Στράφηκε πάλι προς το κοριτσάκι της την μικρή Ματούλα.
Το καημένο το παιδί τον τελευταίο καιρό, αισθανόταν σαν να είχε χάσει και τους δύο γονείς της, μαζί με το αδελφάκι της.
Η Ματούλα επίσης πίστευε ότι φταίει αυτή, που δεν πρόσεχε αρκετά το αδελφάκι της και χάθηκε.
Το έλεγε αυτό συχνά στην μαμά της κι αυτή, έκανε ότι μπορούσε να καθησυχάσει τις ανησυχίες της.
-«Δεν φταις εσύ κοριτσάκι μου κανείς δεν φταίει .»
«Ήταν τυχερό να γίνει και έγινε.»

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2009

32]Με τον άνδρα της τον Σωτήρη είχαν απομακρυνθεί ψυχικά.
Ο Σωτήρης εργαζόταν υπερωρίες στο λογιστικό γραφείο.
Όταν επέστρεφε στο σπίτι κρυβόταν πίσω από μια εφημερίδα.
Ξεφύλλιζε επίσης περιοδικά με σταυρόλεξα τα οποία έλυνε με μανία.
Την Κυριακή έβγαινε με τους φίλους του στην εξοχή , όπου είχαν σχηματίσει μια ομάδα και έπαιζαν ποδόσφαιρο.
Ο Σωτήρης βίωνε τον πόνο με τον δικό του τρόπο.
Είχε καταπιεί βαθειά την θλίψη του, και επιφανειακά φαινόταν απαθής και αδιάφορος.
Προσπαθούσε να απωθήσει το γεγονός σαν να μην είχε συμβεί ποτέ.
Η Κατερίνα απορούσε που τον έβλεπε να φέρεται σαν χαζοχαρούμενος.
Μα δεν είχε τον χρόνο να του ζητήσει εξηγήσεις.
Ο καθένας ζούσε στον δικό του κόσμο.
Η Κατερίνα είχε κάποια στιγμή υπερβεί τα όρια της.
Αισθανόταν την ανάγκη να μιλήσει.
Να εξωτερικεύσει τις σκέψεις που την βασάνιζαν, να επικοινωνήσει.
Για να ξαλαφρώσει από το τεράστιο βάρος, πού τις πίεζε το στήθος και δυσκόλευε την αναπνοή της.
Σκέφθηκε να επισκεφθεί ψυχολόγο μα πάλι είχε τους ενδοιασμούς της.
Αν την έβλεπε κανένας γνωστός και την περνούσε για τρελή;
Επισκέφθηκε την εκκλησία, και συγκεκριμένα απόφυγε να επισκεφθεί τη ενορία της. Προτιμούσε να είναι άγνωστη μέσα στο πλήθος.
Ο πνευματικός της ενορίας ήταν ένας ψηλός και ευπαρουσίαστος ιερέας.
Ήταν ένας άνθρωπος με βαθειά πνευματικότητα ,έξυπνος και καλλιεργημένος ,καθώς και πολυπτυχιούχος.
Με την διαδικασία της εξομολόγησης , την ανθρώπινη επαφή την ευγένεια και την πραότητα αυτού του ανθρώπου αισθανόταν μια ανακουφιστική λύτρωση.
Έφευγε λυπημένη μα και ξαλαφρωμένα με ανάμικτα συναισθήματα.
31]Ήταν πολύ νωρίς όμως για τον μικρό Αχιλλέα να γνωρίζει τι του επιφύλασσε η ζωή.
ΤΥΧΕΡΉ ΠΟΥ ΘΑ ΉΤΑΝ Η ΑΝΘΡΩΠΌΤΗΤΑ ΑΝ Ο ΆΝΘΡΩΠΟΣ ΓΝΏΡΙΖΕ ΤΟ ΜΈΛΛΟΝ ΤΟΥ.
Ορισμένες σταθερές όμως τις βιώνει, από την στιγμή που θα γεννηθεί γιατί είναι εκ των προτέρων καθορισμένες.
Όπως η γειτονιά του ,το θρήσκευμα του, το όνομα του, και το σπουδαιότερο η γέννηση του η οποία συντελείτε χωρίς να ερωτηθεί.
Θα είχε όμως νόημα η ζωή, αν ο άνθρωπος γνώριζε το μέλλον του;
Ίσως βέβαια να απόφευγε τις τραγωδίες. Ο άνθρωπος όμως δεν είναι αθάνατος αλλά φθαρτός.
Το ταξίδι του θα έχανε τον περιπετειώδη χαρακτήρα του, τις καμπύλες και τα βραχώδη όρη , το άγνωστο και την προσπάθειες να το κατακτήσει που εν τέλει είναι το άλλας της ζωής.
Ας επιστρέψουμε εν τάχει στην λεβεντογέννα Κρήτη να δούμε την ζωή
της οικογένειας μετά την αναπάντεχη εξαφάνιση του μικρού Αχιλλέα.
Η Κατερίνα ήταν από τότε ντυμένη στα μαύρα.
Ο νους της και οι σκέψεις της ήταν γεμάτες ενοχές.
Συνεχώς έλεγε στον εαυτών της ότι αν κρατούσε, σφιχτά το παιδί της από το χεράκι ,την στιγμή που πήγε να του αγοράσει το «μαλλί της γριάς»
δεν θα συναίβενε αυτή η τραγωδία.
Τώρα θα ήταν κοντά της και θα του έδινε όλη της την αγάπη, την τρυφερότητα και την στοργή της μάνας, όπως μόνο οι μάνες της Κρήτης ξέρουν ανιδιοτελώς να την προσφέρουν.
Όμως με την πάροδο του χρόνου είχε χαθεί κάθε ελπίδα.
Από τις αστυνομικές αρχές δεν είχαν κανένα νέο.
Το ίδιο και από το ραδιόφωνο που είχε απευθυνθεί για ανακοινώσεις,
αλλά και από τον Αθηναικό και Κρητικό τύπο.
Από παντού υπήρξε άκρα του τάφου σιωπή.
Οι απελπισμένες επισκέψεις της στις χαρτορίχτρες και τα μέντιουμ δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα.
Η ψυχή της ήταν γεμάτη θλίψη και το ύφος της ήταν μελαγχολικό και σκυθρωπό.

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2009

30] Ο Μήτρος επέστρεψε από την περιοδεία του στην Μακεδονία.
Στην Ουρανία έγινε από τότε στενός κορσές, πολιορκώντας την καθημερινά.
Της είπε ότι βρήκε ένα εφοπλιστή με πολλά λεφτά, πού είχε χάσει τον γιό του πρόσφατα.
Τον είχε δολοφονήσει μια αριστερίστικη τρομοκρατική οργάνωση.
Ζητούσε επειγόντως να υιοθετήσει ένα παιδί διότι δεν είχε κληρονόμους.
Θα το μεγάλωνε με όλες τις ανέσεις και θα κληρονομούσε την τεράστια περιουσία του.
Για αυτή την δουλειά όπως της είπε ο Μήτρος πλήρωνε όσο, όσο.
Η μέρα ήταν Τετάρτη. Του ζήτησε προθεσμία εώς την Δευτέρα για να του απαντήσει.
Την επομένη ημέρα πήγε με το παιδί γύρω από το κέντρο της Αθήνας.
Όπως κάθε φορά θα καθόταν αυτή χάμω στο πάτωμά και θα ζητιάνευε,
και ο μικρός θα έπαιζε φυσαρμόνικα, και θα τραγουδούσε.
Κρατώντας το παιδί από το χέρι χωρίς να προσέξει, τους φωτεινούς σηματοδότες, πέρασε με κόκκινο από την οδό Χαλκοκονδύλη, και τρίτης Σεπτεμβρίου.
Ένα βαρύ φορτηγό πέρασε με ταχύτητα και έπεσε πάνω της .
Η Ουρανία πρόλαβε να αρπάξει στην αγκαλιά της, τον Αχιλλέα σφίγγοντας τον απελπισμένα στο στήθος της.
Ήταν τόσο ισχυρό το χτύπημα στο κεφάλι που της έδωσε το φορτηγό ,
ώστε να μείνει επί τόπου, χωρίς να προλάβει να βγάλει ούτε κιχ.
Η ασπίδα του σώματος της έσωσε, τον μικρό Αχιλλέα από βέβαιο θάνατο.
Η αστυνομία και το ασθενοφόρο, πού έσπευσαν επί τόπου βρήκαν τον μικρό έντρομο, σαστισμένο, και σε πανικό να κλαίει ασταμάτητα.
Τι νέα συμφορά για τον απροστάτευτο μικρούλη.
Πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος, και ένας κύκλος ζωής έκλεισε, για τον μικρό Αχιλλέα με τον αναπάντεχο θάνατο, της δόλιας και φαρμακερής Ουρανίας. Ο χρόνος αυτός άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη του στην τραυματισμένη παιδική ψυχούλα του μικρού Κρητικόπουλου.
Το διάστημα αυτό ήταν για τον μικρό Αχιλλέα «ένα μακρύ ταξίδι της ημέρας μέσα στην νύχτα».
Σε τόσο λίγο χρόνο γνώρισε τόση σκληρότητα από την ζωή από την οποία άλλοι, μπορεί να μην γνωρίσουν ποτέ σε όλη τους την ζωή.
29]-«Γειάσου Ουρανία και όταν με το καλό επιστρέψω θα τα ξαναπούμε.»
-«Ως τότε πιστεύω ότι θα έχεις αλλάξει μυαλά.»
Μετά από αυτή την συνομιλία ο Μήτρος, έβαλε μπρος το μοτοποδήλατο του, και χάθηκε στους πολυσύχναστους δρόμους της Αθήνας.
Ο Πλούτων με τα τρία παιδιά του και το καινούριο φορτηγό του, μάζεψε τα πράγματα του και αναχώρησε για το Ασβεστοχώρι της Θεσσαλονίκης.
Στο μέρος αυτό υπήρχε καταυλισμός τσιγγάνων, και διατηρούσε δεσμούς με πολλούς από αυτούς, συγγενικούς και φιλικούς.
Εκεί θα είχε την έδρα του για τις εμπορικές του εξορμήσεις στην Βόρια Ελλάδα.
Άφησε πίσω του την Ουρανία με τον μικρό Αχιλλέα, ο οποίος είχε αποδειχθεί η κότα, που κάνει τα χρυσά αυγά.
Με τον καιρό έμαθε να τραγουδάει, να παίζει συμπαθητικά φυσαρμόνικα και φλογέρα.
Οι άνθρωποι άκουγαν ευχάριστα τον μικρό τραγουδιστή και γέμιζαν ασταμάτητα το κουτί με κέρματα.
Η Ουρανία συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να φροντίζει το παιδί γιατί, από την αφροντισιά και την αδιαφορία της, είχε μείνει ένας ζωντανός σκελετός.
Το μόνο που ένοιαζε την μοχθηρή τσιγγάνα ήταν να μαζέψει χρήματα.
Κάθε πρωί πήγαινε την είσπραξη στην τράπεζα.
Δεν σκόπευε να τα δώσει στον άντρα της όλα τα λεφτά αυτή την φορά.
Το μεγαλύτερο μέρος θα το κρατούσε κρυφά, για τον εαυτόν της και για τις ανάγκες της.
Από την επομένη ημέρα κάθε μεσημέρι, πήγαινε σε ένα γειτονικό εστιατόριο, και του έφερνε μαγειρευμένο φαγητό.
Το απόγευμα του έδινε το φρούτο του και μια σοκολάτα .
Το βράδυ του αγόραζε σουβλάκι με πίτα και φρούτο.
Το παιδί σιγά, σιγά άρχισε να συνέρχεται από την ασιτία και την αβιταμίνωση.
Αν κοίταζες όμως προσεχτικά τα ματάκια του θα έβλεπες να κυριαρχούν ο πόνος και η θλίψη.

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2009

[28]«Ας αφήσουμε τα αστεία, και τους άσκοπους θυμούς και εγωισμούς τώρα Ουρανία μου». Δεν συμφέρει κανένα μας ,μάτια μου»/ Έκανε
το χέρι του σε σχήμα σταυρού, και το έφερε στο στόμα του. «Να μα τον Θεό» Μην ανακατεύεις τον Θεό στις βρωμιές μας, του είπε η Ουρανία αγανακτισμένη.
-«Δώσε μου όμως τότε μια υπόσχεση, πότε να περάσω ξανά για το «εμπόρευμα;»
-«Πέρασε σε τέσσερα χρόνια ξάδελφε. Αν ζεις μέχρι τότε γιατί σε βλέπω πολύ χλωμό». Του είπε περιπαικτικά η Ουρανία. Ο Μήτρος απάντησε.
-«Σκέψου καλά πριν αποφασίσεις. Σε συμφέρει να ξεφορτωθείς το «πράμα» γιατί κινδυνεύεις να βρεθείς φυλακή.»
-«Αν το κρατήσεις κάποια στιγμή θα σε ανακαλύψουν .
-«Τότε μην τρέχεις σε εμένα να σε βοηθήσω.»
-«Αύριο φεύγω για δουλειά στην βόρειο Ελλάδα.»
-«Θα λείψω δεκαπέντε με είκοσι ημέρες.»
-«Στο καλό ξάδελφε και να μας γράφεις».
-«Όταν επιστρέψω ελπίζω να έχεις πάρει την απόφαση σου.»
-«Άλλωστε δεν χάσατε από την συνεργασία μας την προηγούμενη φορά».
-«Παρά τις ασωτίες του άνδρα σου, σας περίσσεψαν και αγοράσατε καινούριο φορτηγό.»
«Μιλάει τώρα και ο λιμοκοντόρος που έβγαλε λεφτά και ζει από τους τόκους.»
Ο Μήτρος της έβαλε τα δάχτυλα στο στόμα, και της έκανε νεύμα να σωπάσει.
-«Το ξέρεις ότι και οι τοίχοι έχουν αυτιά.; Να κρατάς το στόμα σου κλειστό καλύτερα. Μην φλυαρείς αν θέλεις να σώσουμε τα τομάρια μας».
-«Φεύγω τώρα κι όταν επιστρέψω θα έχω μια επικερδή πρόταση για σένα.»
-«Σου το επαναλαμβάνω για πολλοστή φορά, δεν μπορείς να κρατήσεις το μικρό γιατί θα σε ανακαλύψει η μπασκιναρία».
-« Α? που να φας γρουσούζη την γλώσσα σου.»
Η Ουρανία έφτυσε τρις φορές στον κόρφο της. προληπτικά, όπως κάνουν οι άνθρωποι του λαού.

Τρίτη 25 Αυγούστου 2009

26]Τι είναι οι τσιγγάνοι ; Θύτες η θύματα; Παρά την παραβατικότητα της Ουρανίας ,και άλλων τσιγγάνων με συμπεριφορές ποινικά κολάσιμες, οι τσιγγάνοι , στο σύνολο τους είναι θύματα της αθλιότητας στην οποία ζούνε, της απαιδευσιας τους, και της γενικώτερης περιθωριοποίησης τους.
Οι οργανωμένες κοινωνίες βέβαια δεν είναι κοινωνίες αγγελικά πλασμένες. Είναι κοινωνίες ταξικά διαρθρωμένες, και αλληλοσυγκρουόμενες.
Άπλυτος λερωμένος ταλαιπωρημένος με ένα ξεροκόμματο ψωμί και σαλάμι για φαγητό, ο μικρός Αχιλλέας , ακολουθούσε την «θεία» Ράνια την μοχθηρή και κακή μάγισσα στις περιπλανήσεις της στους δρόμους της Αθήνας.
Δεν αισθανόταν κανένα έλεος για τον μικρό, ούτε την ενδιέφεραν τα κλάματα του , και η αναζήτηση των γονέων του.
Κάποια στιγμή αγόρασε από ένα πάγκο μικροπωλητή στην πλατεία Αβυσσνίας του Μοναστηρακίου μια μικρή φλογέρα, και μια φυσαρμόνικα, και τα έδωσε στο παιδί να τα παίζει εναλλάξ για να
προσελκύει τα πλήθη. Ο κόσμος έβλεπε ένα έξυπνο και ζωηρό μπόμπιρα που δεν έμοιαζε με σπορά από την φυλή των τσιγγάνων να βγάζει όμορφους ήχους ,από την φυσαρμόνικα την οποία φυσούσε με το στοματάκι του. Άφηναν με ευχαρίστηση κέρματα στο κουτί που ήταν χάμω δίπλα στην σκληρή «θεία» Ράνια.
Μιαν ημέρα σκοτεινή και βροχερή ήρθε και βρήκε την τσιγγάνα ένας ξάδελφος της ο Μήτρος από τα Βραχνέικα Πατρών.
Την γνώριζε από κοριτσάκι γιατί είχαν μεγαλώσει μαζί, όπως γνώριζε και τις βρωμιές της, δεδομένου ότι πολλές τις είχαν διαπράξει παρέα.
Για ένα διάστημα μάλιστα είχαν δεσμό, αλλά τους είδαν μαζί στενή
συγγενείς, φοβήθηκαν μη γίνει φονικό και τον διέκοψαν.
24]Μετά την αναγγελία από τα μεγάφωνα για την άφιξη του πλοίου, η Ράνια με το παιδί συνάντησαν τον Πλούτωνα στο γκαράζ.
Είχε αναμμένη την μηχανή του μικρού φορτηγού και
περίμενε το θήραμα υπομονετικά στην θέση του οδηγού. Ο
κοκαλιάρης γύφτος με τα σάπια δόντια, δεν μπορούσε να
κοιμηθεί την νύχτα. Παρέμεινε κρυφά στο αυτοκίνητο, παρά την απαγόρευση για τους επιβάτες ,να παρευρίσκονται στο γκαράζ.
Μόλις βγήκαν από το πλοίο ο Πλούτων πήρε τον δρόμο, που οδηγεί στον Κηφισό, και από εκεί πήγε κατ ευθείας, προς το καταυλισμό των τσιγγάνων στα Λιόσια. Στάθμευσε έξω από την παράγκα, στην οποία κοιμόταν η πεθερά του με τα τρία παιδιά του.
Εκεί θα ζούσαν για όσο διάστημα χρειαζόταν μέχρι να περάσει ο πολύς ο κίνδυνος και έπειτα , σύμφωνα με τις συνήθειες τους, θα έκανε ο Πλουτών περιοδείες σε όλες τις πόλεις της Ελλάδος.
Ο μικρός Αχιλλέας άρχισε πάλι να κλαίει, και να ζητάει την μαμά του. Η Ουρανία αισθανόταν τώρα ότι είχε δέσει τον γάιδαρο της και άλλαξε συμπεριφορά. «Άκου να σου πω μικρέ»¨ λέει στον μικρούλη γεμάτη κακία. Η μαμά σου σε πούλησε σε μένα . Δεν σε αγαπάει πια.
Από τώρα και στο εξής θα κάνεις ότι σου λέω εγώ. «Άκουσες». Φώναξε δυνατά. Ο μικρούλης τα έχασε τρόμαξε, και έβαλε τα κλάματα. Άλλωστε δεν είχε αντίληψη των γεγονότων, γιατί ήταν μόλις τρισήμιση ετών. Παραξενεμένος από την απότομη αλλαγή της «θείας» Ράνιας λούφαξε ζαρωμένος σε μια γωνία.
Σε λίγη ώρα πιο ήρεμος πλησίασε από κοντά την «Θεία» Ράνια.
«Η μαμά μου με αγαπάει δεν με αγαπάει θεία Ράνια;»
«Γιατί με έδωσε σε εσένα» ρώτησε ο μικρός γεμάτος απορία.
«Σε έδωσε γιατί ήταν φτωχή και ήθελε λεφτά να αγοράσει ένα σπίτι.»
Μα εμείς μένουμε σε σπίτι θεία δεν μένουμε σε ξύλινη παράγκα όπως εσείς».Είπε με αφέλεια ο μικρός. Σκάσε τώρα μικρέ». Είπε αυστηρά η «θεία» Ράνια και του έβαλε το χέρι στο στόμα.

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2009

23]«Αν είναι λέει εκεί η μαμά σου και ο μπαμπάς σου » ;
«Σίγουρα μωρό μου εκεί θα είναι καθώς και ο παππούς και η γιαγιά σου και η Ματούλα σας». Απάντησε με μια φωνή γεμάτη ειρωνικό σαρκασμό η Ουρανία περιπαίζοντας την ανασφάλεια του νηπίου.
«Κλείσε εσύ τα ματάκια σου τώρα μέχρι να περάσει η ώρα να βγούμε στο μεγάλο λιμάνι με τα αστραφτερά φώτα. Θα μας περιμένει απ έξω μια μεγάλη ορχήστρα με βιολιά τύμπανα και κιθάρες για το «Καλώς Όρισες» συνέχισε να σαρκάζει η Ουρανία με σαδιστική διάθεση.
«Θα είναι εκεί η μαμά μου»; Εξακολουθούσε να αγωνιά ο μικρός μπόμπιρας με βουρκωμένα μάτια, λες και διαισθανόταν ότι κάτι δεν πάει καλά.
«Και βέβαια θα είναι και θα σου φέρει ένα κουτί λουκούμια και ένα πακέτο καραμέλες».
«Δεν θέλω γλυκά θεία Ράνια θέλω ένα πιστόλι και ένα ποδήλατο».
Καλά μωρό μου σκούπισε εσύ τα ματάκια σου και μην κλαις.
Θα το πώ στον μπαμπά σου μόλις φτάσουμε στον Πειραιά.
Ο Πλούτων με τα σάπια μπροστινά δόντια, και η μοχθηρή και συμφεροντολόγα Ουρανία δεκάρα δεν έδιναν για την οδύνη του μικρού παιδιού και την ψυχολογική κατάσταση του.
Έκαναν όμως υπομονή μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους, για να διαφύγουν τον κίνδυνο της σύλληψης, και της κατηγορίας για αρπαγή μικρού παιδιού με σκοπό το οικονομικό όφελος.
Όλη νύχτα με άπνοια και υψηλή θερμοκρασία, ταξίδευαν για το λιμάνι του Πειραιά. Η Ράνια έστρωσε μια κουβέρτα στο κατάστρωμα κοντά στην γέφυρα του πλοίου. Αγκάλιασε το παιδί για να ηρεμήσει να μην κλαίει, και υποψιαστεί κανείς τίποτα, διότι θα ματαιωνόταν τα σχέδια τους. Ξύπνησε τα ξημερώματα με το παιδί στην αγκαλιά μούσκεμα στον ιδρώτα. Απόθεσε το παιδί που κοιμόταν ακόμη, στο κατάστρωμα και το σκέπασε με την κουβέρτα. Η ίδια παρέμεινε ξύπνια, ανάβοντας το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο. Κοίταζε με απλανές βλέμμα την σκοτεινή θάλασσα, ακουμπισμένη στην κουπαστή, μέχρι το καράβι να πλευρίσει και να δέσει κάβους, στο λιμάνι του Πειραιά.

Σάββατο 22 Αυγούστου 2009

22]Μόλις το παιδί έμεινε μονάχο με την αδελφούλα του την Ματούλα,
για να πάει η μαμά τους, να τους φέρει μαλλί της γριάς βρήκε την πολυπόθητη ευκαιρία που ζητούσε τόσο καιρό.
Του έκανε νόημα να πάει μαζί της χωρίς να το αντιληφθεί η Ματούλα.
Το αγοράκι που την γνώριζε επειδή την έβλεπε τακτικά στο σπίτι τους, την αγαπούσε γιατί του έφερνε γλυκά ,και αυτή το έπαιρνε στην αγκαλιά της και το χάιδευε. Μόλις την είδε έτρεξε κοντά της λέγοντας με χαρά «θεία Ράνια θεία Ράνια» τι μου έφερες;» Η Ουρανία του έδωσε μια χούφτα καραμέλες το αγκάλιασε σφιχτά, και απομακρύνθηκε με βήμα αργό στην αρχή, και γρήγορο μετά την απομάκρυνση της από το σημείο της απαγωγής.Πήγε σε ένα απόμερο σημείο που ήταν παρκαρισμένο το φορτηγάκι του Πλούτωνα.
Ο Πλούτων στην αρχαιότητα ήταν ο βασιλιάς του σκοταδιού και του Άδη. Ο σύγχρονος βασιλιάς του σκοταδιού για τον άτυχο Αχιλλέα ήταν ο σημερινός μοχθηρός τσιγγάνος Πλούτων.
Μόλις μπήκε στο φορτηγό η Ουρανία της έφυγε ο φόβος και η αγωνία. Ο Πούτωνας που την περίμενε με αναμμένη την μηχανή άνοιξε ταχύτητα και ροβόλησε ολοταχώς για την πόλη των Χανίων.
Δεν σταμάτησε καθόλου παρά μόνο στην εθνική οδό για να φουλάρει το ρεζεβουάρ βενζίνη και να αγοράσει ένα πακέτο τσιγάρα «Καρέλια» κι ένα καφέ στο χέρι σε πλαστικό κυπελάκι.
Τράβηξε με μεγάλη ταχύτητα για το λιμάνι του Ηρακλείου Κρήτης το οποίο απείχε περίπου δύο ώρες.
Δεν είχε πολύ χρόνο στην διάθεση του κι έπρεπε να προλάβει το καράβι, αλλά και τις έρευνες που θα ήταν σε εξέλιξη.
Το παιδί άρχισε να ανησυχεί και να ζητάει την μαμά του και την αδελφή του. «Μην σε νοιάζει εσένα Αχιλλέα μου τον καλόπιανε η Ουρανία. «Σε λίγο θα μπούμε σε ένα μεγάλο καράβι και θα μας πάει στον Πειραιά.» «Θα είναι εκεί η μαμά μου και ο μπαμπάς μου θεία Ράνια;» Ερώτησε γεμάτος ανησυχία ο μικρός.

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2009

19]Εκείνη την στιγμή μπαίνει η Κατερίνα στο δωμάτιο σκουπίζοντας τα μάτια της και με σκυμμένο το κεφάλι πέφτει στην αγκαλιά του άντρα της κλαίγοντας με αναφιλητά. «Χάσαμε το παιδί μας αγάπη μου το μωρό μας, το αγοράκι μας.»
Μετά από λίγο εμφανίζονται και τα πεθερικά κατηφείς μουτρωμένοι σαν να είχαν καταπιεί χολή. Αμίλητοι και αμήχανοι κάθισαν σε μία γωνία του δωματίου λες και κάτι να περίμεναν .
Ο Σωτήρης τους κοίταζε όλους με το στόμα ανοιχτό αποσβολωμένος, μην έχοντας ακόμη συνειδητοποιήσει τι συνέβη.
-«Χάθηκε το παιδί είπες Κατερίνα; Μα τι είναι το παιδί καρφίτσα για να χαθεί;» Κατερίνα μου που είχες το νου σου ; Δεν πρόσεχες καθόλου τα παιδιά; Κι εσείς πατέρα και μητέρα γιατί δεν προσέχατε τα εγγόνια σας;»
-«Εγώ ήμουν μέσα στο ναό και παρακολουθούσα την λειτουργία,
είπε η γιαγιά κλαίγοντας και σκουπίζοντας τα μάτια της συνεχώς με νευρικότητα.»
«Και εγώ είχα ανοίξει κουβέντα με τον ξάδελφο μου τον Προκόπη τον οποίο είχα να δώ πολύ καιρό. «Που να το φανταζόμουν παιδί μου, πως θα μας έβρισκε το κακό είπε λυπημένος ο παππούς. Καλύτερα ήταν να πάω να πνιγώ, παρά να χαθεί μικρό παιδί, μα εγώ είμαι γέρος και τα έχω φάει τα ψωμιά μου.»
-«Συνέχεια ήμουν με τα παιδιά είπε η Κατερίνα. Έλειψα μονάχα λίγο για να τους αγοράσω μαλλί της γριάς. Μέχρι να γυρίσω πίσω είχε εξαφανιστεί το πουλάκι μου.»
Νόμιζα ότι είχε ανοίξει η γη και το είχε καταπιεί.»
-«Δεν το χωράει ο νους μου αυτό που μα συμβαίνει». είπε ο Σωτήρης.
-«Να εξαφανιστεί το παιδί μέσα στο συνωστισμό της πόλης , με κίνηση με τρεχαλητό, μες στην φασαρία από το πλήθος του κόσμου το καταλαβαίνω.» Χάθηκε όμως που ; Στο χωριό. Αυτό είναι αδιανόητο.» Κι εδώ παιδί μου είχε μαζευτεί κόσμος απ\όλη την επαρχία είπε ο παππούς .Γινόταν μεγάλη φασαρία.»Που να πήγε άραγε το παιδί; Συνέχισε να αναρωτάτε ο Σωτήρης. «Να πνίγηκε σε κανένα ποτάμι . Να το πήρε στο σπίτι του και να το βίασε κανένας ανώμαλος; Να το απήγαγαν για να μας ζητούν λύτρα ; Από ποιους; Από εμάς που είμαστε μισθοσυντήρητοι;».

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2009

[18]O Σωτήρης το είχε μοιρολατρικά αποδεχθεί ότι και φέτος θα περνούσε «ζωή και κότα» στο «Hiltons hotel» -χωριουδάκι της συζύγου του με τα ολίγα παραδοσιακά σπιτάκια κτισμένα σε μια ευθεία τα οποία άφηναν ένα στενό δρόμο να χωράει μετά βίας ένα αυτοκίνητο. Μόλις μπήκαν μέσα στο λεωφορείο,για πρώτη φορά ένοιωσε ένα αδιόρατο συναίσθημα, ένα σφίξιμο στην καρδιά. Είχε την εντύπωση ότι κάτι θα του συμβεί. «Μπα σε καλό μου μουρμούρισε από μέσα του . Από πότε έγινα προληπτικός και δεν το ξέρω;» Με το που ξεκίνησε ο οδηγός, ευτυχώς του έφυγε η άσχημη σκέψη από το μυαλό του.
Στο καφενείο γνωρίστηκε με ένα παραθεριστή τον Νώντα ο οποίος ήταν σώγαμπρος σαν κι αυτόν στο χωριό. Έπαιζαν μαζί χαρτιά αλλά πήγαιναν και με το αγροτικό του, τακτικά στην θάλασσα που απείχε μισή περίπου ώρα. Την παραμονή του αγίου Παντελεήμονα είχε αποροφηθεί με τον φίλο του σε κάποιον ποδοσφαιρικό αγώνα, στην τηλεόραση και δεν ακολούθησαν σχεδόν όλους τους χωριανούς, που είχαν συρρεύσει στο διπλανό χωριό, μαζί με πλήθος κόσμου από την υπόλοιπη επαρχία. Κατά τις δέκα το βράδυ ο Σωτήρης πήρε το μονοπάτι για την οικία του. Δεν είχαν επιστρέψει ακόμη οι δικοί του, και τους περίμενε διαβάζοντας στο κρεβάτι του, το βιβλίο: «έγκλημα και τιμωρία» του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα Τεοντόρ Ντοστογιέφσκι , μέχρι που τον πήρε ο ύπνος.
Τον ξύπνησε η φασαρία της οικογενείας του, που είχε επιστρέψει από την πανήγυρη. Καθυστέρησαν να γυρίσουν γιατί υπήρχαν Κρητικά όργανα, και είχε γίνει γλέντι . Άλλωστε που θα έβρισκαν άλλη ευκαιρία για διασκέδαση;. Κι ας μη γνώριζαν ότι τα πανηγύρια, έλκουν την καταγωγή τους, από την αρχαία ειδωλολατρική Ελλάδα.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι του, να μιλήσει στην Κατερίνα, στα πεθερικά του, και να φιλήσει τα παιδιά του. Ήταν όλοι τους αναστατωμένοι με τα μάτια τους γεμάτα δάκρυα. Κοιτάζει νυσταγμένος γύρω του ,και ρωτάει μην βλέποντας τον μικρό Αχιλλέα.
«Τι έχετε εσείς και κάνετε έτσι που είναι το παιδί;»
Όλοι ήταν αμίλητη λες και είχαν πιεί το αμίλητο νερό του παραμυθιού.
Το κοριτσάκι του η Ματούλα πήγε και τον αγκάλιασε κλαίγοντας .
«Μπαμπά ,χάσαμε τον Αχιλλέα μας.»
17]Στον Σωτήρη δεν ήταν το καλύτερο του ότι θα πήγαινε στο χωριό
για διακοπές. Βέβαια για να πας διακοπές εκτός Κρήτης στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό χρειάζεσαι χρήματα. Όταν όμως το ταμείο είναι μείον αναγκαστικά συμβιβάζεσαι και προσαρμόζεσαι στην πραγματικότητα της ζωής που δεν είναι «virtual reality”.
Στο χωριό αισθανόταν σαν ξένο σώμα. Με τον πεθερό του δεν είχε και πολλά να πει, επειδή τα ενδιαφέροντα τους ήταν διαφορετικά λόγω διαφοράς ηλικίας. Αλλά και λόγω διαφοράς πνευματικού επιπέδου. Τους χωριανούς δεν τους γνώριζε ,ούτε ήταν ανοικτός,σε ανθρώπους που έβλεπε αραιά και που, στο καφενείο του χωριού.
Την πεθερά του την βαριόταν να μουρμουρίζει ότι¨ «Είχε οκτώ κοπέλια και της έφυγαν όλα από το σπίτι, πήγαν στην πόλη και παντρεύτηκαν , ότι είναι τώρα μοναχή και τρώγεται με τον άντρα της»
«Ανάγκα και οι Θεοί πείθονται». Παρόλο που ο Σωτήρης ήταν αστός και δεν του άρεσε ιδιαίτερα η φύση , βγήκε στα βουνά και στο μικρό φαράγγι του χωριού για εξερευνήσεις, όπως επίσης και τις ελεύθερες ώρες άρχισε να παίζει χαρτιά στο καφενείο με χωριανούς.
Δέκα ημέρες τα Χριστούγεννα και δέκα ημέρες το καλοκαίρι, είχαν καθιερώσει να πηγαίνουν στο χωριό της. Είχε και τα θετικά του το χωριό. Τα αγνά φαγητά μαγειρευμένα στον ξυλόφουρνο, και τα φρούτα το καλοκαίρι, όπως τα σταφύλια, τα σύκα, και τα πεπόνια.
Τα καρύδια, και τα μύγδαλα, τα έκοβε ο ίδιος από το κτήμα του πεθερού του. Τα καρύδια και τα μύγδαλα τα έπαιρναν σε τσάντες στο δικό τους σπίτι στην πόλη και τα άπλωναν στον ήλιο μέχρι να ξεραθούν. Για πότε πέρασαν τα Χριστούγεννα και
ήρθε το τέλος της σχολικής χρονιάς ήταν ένα μυστήριο.
Με το πέρας της σχολικής χρονιάς η Κατερίνα τα πήγε πολύ καλά στο νυχτερινό. Για ξεκούραση μάζεψαν την βαλίτσα τους πάλι, για το χωριό. Όταν είδε τον Σωτήρη να κατεβάζει τα μούτρα τον ρώτησε με αδιόρατη ειρωνεία.-«Μήπως Σωτήρη μου, μήπως λέω έκανες κράτηση για Λονδίνο –Παρίσι ή Βιέννη και δεν το αντιλήφθηκα;
Ο Σωτήρης με μιας άλλαξε ύφος και έβαλε τα γέλια . Αγαπούσε την γυναίκα του και δεν ήθελε να την στενοχωρήσει, με τόσο αγώνα ζωής που έκανε. « Κατερίνα αγάπη μου του χρόνου θα πάμε στο εξωτερικό.»
«Δυστυχώς δεν βρήκα για φέτος εισιτήρια. Τα πάντα είναι κλεισμένα.»

Τρίτη 18 Αυγούστου 2009

16«Σωτήρη θα πάμε στο χωριό για διακοπές;»
Ο Σωτήρης συμφώνησε αν και έπληττε θανάσιμα στο χωριό.
Έλα μου που η Κατερίνα είχε εκεί τους γονείς της τους οποίους υπεραγαπούσε και ιδιαίτερα την μαμά της.
Γι/ αυτήν που είχε περάσει και την εφηβεία της εκεί, ήταν παράδεισος.
Αφήστε που θα τεμπέλιαζε γιατί θα άφηνε την μαμά της να μαγειρεύει.
Κατερίνα μου δεν πάμε καλύτερα στο Παρίσι για διακοπές;
Έχω κλείσει μια σουίτα στο «Παρίς Χίλτον οτέλ»
Θα πάμε και στις Βερσαλλίες να δούμε τα Παλάτια των Βασιλέων»
Θυμάσαι τότε που ζούσαμε στην προηγούμενη μας ζωή στην Γαλλική επανάσταση;
«Τότε που είπαν στην Βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα ότι ο λαός δεν έχει να φάει ψωμί, και τους είπ娨 «Γιατί δεν τρώει παντεσπάνι;»
«Ώστε μου κάνεις μαθήματα ιστορίας τώρα Σωτήρη μου;»
« Εντάξει συμφωνώ να μην πάμε στο χωριό.
Θέλεις να κλείσουμε μια σουίτα σε ξενοδοχείο, δίπλα στο Ροκφέλερ Σέντερ της Νέας Υόρκης;»
«Α? πα πα. Σε τόσο χάλια περιοχή εγώ δεν πάω. Καλύτερα χωριό.
Χωριό και ξερό ψωμί.»
Μετά τις διακοπές στο χωριό η Κατερίνα επέστρεψε ανανεωμένη.
Στο χωριό μεγάλωσε και είχε όμορφες αναμνήσεις με τα αδέλφια και τις αδελφές της. Έίχανε μεγάλη φτώχεια και ανέχεια, αλλά υπήρχε αγάπη και αθωότητα εκείνη την περίοδο που έζησε στο χωριό .
«Όταν πηγαίνουμε στο χωριό, να μιλάς σε όλους τους χωριανούς Σωτήρη. Έτσι πουλάκι μου.»
«Γιατί καλή μου τους γνώριζα και από χθές;»
«Δεν το ξέρεις ότι στα χωριά μιλάνε σε όλους σαν να ήταν φίλοι και γείτονες.»
«Δεν το ήξερα αλλά αφού το λες εσύ θα υποταχτώ στις προσταγές σου.»
«Όχι ότι συμπαθώ πολύ μερικούς χωριάτες με μουστάκες και στιβάνια. «
«Καλά, καλά Σωτήρη μου το ξέρω ότι είσαι πρωτευουσιάνος.»
«Και δεν έχεις σχέση με χωριό.»
«Ας είναι καλά οι γονείς σου που παλεύουν την περιουσία τους μόνη
τους και με βοηθούς. Άλλωστε σε έχουν σχεδόν αποκληρώσει.»
«Ας τα αφήσουμε αυτά τώρα, Κατερίνα.»
15]Η σχολική χρονιά ξεκίνησε και μαζί με τους κανονικούς μαθητές, πήγαν και οι μεγάλοι στο νυχτερινό γυμνάσιο. Η Κατερίνα άρχισε τα μαθήματα,
με πολύ κέφι και χαρούμενη διάθεση. Είχε στόχους και ουδείς θα έμπαινε εμπόδιο στα σχέδια της.
Μια καινούρια συμμαθήτρια της η Ροδούλα την ρώτησε;» Γνωρίζεις από που προέρχεται η λέξη «Γυμνάσιον»;
«Δεν γνωρίζω. Έρχομαι όμως να μάθω. «Προέρχεται από τη σχολή του φιλοσόφου Αριστοτέλη στην αρχαία Αθήνα στην οποία είχε δώσει την ονομασία «ΓΥΜΝΑΣΙΟΝ»
«Μπράβο Ροδούλα είσαι πανέξυπνη.»
«Δεν είναι θέμα εξυπνάδας αλλά επιμέλειας. Το έψαξα και το βρήκα από την εγκυκλοπαίδεια.»
« Α ναι με την πρώτη ευκαιρία θα αγοράσω και εγώ μια εγκυκλοπαίδεια με δόσεις.
Θα είναι χρήσιμη αργότερα και για τα παιδιά μου.»
Με τις πολλές ασχολίες που είχε βάλει μπροστά της, η Κατερίνα δεν είχε τον καιρό να φροντίσει και λίγο τον εαυτόν της.
Για πότε έφτασαν τα Χριστούγεννα και έκλεισαν τα σχολεία δεν πρόλαβε να το συνειδητοποιήσει.
Το ανήγγειλε με χαρά στον σύζυγο της.
«Ήσουν τουλάχιστον καλή μαθήτρια;»
«Ήμουν μέτρια. Άλλωστε ήταν και θέμα προσαρμογής στο νέο περιβάλλον.»
«Μήπως πρέπει να τελειώσεις την χρονιά και να τα παρατήσεις;»
«Σε έχασαν τα παιδιά και ο σύζυγος σου. Με αυτό τον ρυθμό και την πολυπραγμοσύνη, νομίζεις ότι θα αντέξεις για πολύ;»
«Τα παιδιά τα φροντίζω όσο μπορώ. Άλλωστε τα λατρεύω όπως και
εσύ. Με λυπεί βέβαια και αισθάνομαι τύψεις όταν απουσιάζω.»
Το όνειρο μου όμως ήταν να σπουδάσω. Τώρα που βρήκα την ευκαιρία δεν θα τα παρατήσω, σαν επιπόλαιο και ανώριμο κοριτσάκι.»
«Το ξέρεις ότι ενδιαφέρομαι για σένα και σου το λέω από αγάπη.»
«Άν δεν με αγαπούσες θάφευγα με τον… Άρη του απάντησε γελώντας η Κατερίνα. –«Ποιος είναι αυτός ο… Άρης πες μου να τον σκοτώσω έκανε τον θυμωμένο ο Σωτήρης.»
Ήξερε βέβαια ότι η Κατερίνα ήταν πιστή σύντροφος και την εμπιστευόταν.

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2009

Στην Βουλγάρα ιστορικό – καθαρίστρια-συνδικαλίστρια
ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΑ ΚΟΎΝΕΒΑ

Ο ΔΙΚΌΣ ΜΑΣ ΛΟΓΟΣ


Ο δικός μας λόγος είναι μια υψωμένη γροθιά.
Αντίσταση στην συγκάλυψη άνομων πράξεων,
και την καταπάτηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Κανένα έλεος στους εργολάβους της υποκρισίας.
Ο γαλάζιος ουρανός ανήκει σε όλους ,
και όλοι μαζί θα αγωνιστούμε, να φύγουν τα γκρίζα
σύννεφα, και να γίνει πιο φωτεινός.
Κι αν σου πέταξαν βιτριόλι στο πρόσωπο Κωνσταντίνα,
σε εσένα ηρωίδα της ζωής θα υποκλινόμαστε .
Γιατί έγινες στα μάτια μας η πιο όμορφη του
κόσμου η στεφανωμένη ολυμπιονίκης της ζωής.
Ας ζήσουν αυτοί ατιμασμένα, ανώνυμοι,
στο λάκκο χωμένοι, από τις τύψεις τους πλακωμένοι.

----------------------------------------------------------------------------

ΝΟΙΚΟΚΥΡΗΣ

Ήμουν ένας νοικοκύρης υπερήφανος
και ωραίος γλεντζές μποέμ , και γενναίος.

Με πίστη στις τράπεζες με φίλους ισχυρούς.
Αέρα είχα στα πανιά στους δύσκολους καιρούς.

Μου αρέσανε τα ζάρια και το χρηματιστήριο.
Πως έγινα φτωχός είναι ένα μυστήριο.
Τώρα κοιμούμαι στα παγκάκια και ονειρεύομαι
τα γλεντάκια.
ΠΑΡΕΑ ΕΦΗΒΩΝ

Η παρέα των ηλικιωμένων τους εφήβους
παριστάνουν. Στο καφέ «Αίγλη» κάθονται
παίζοντας σαν παιδιά.
Μιλούν για μικρούλες και για τις «απαράμιλλες
καθημερινές τους ερωτικές επιτυχίες.»
Κοιτάζουν πονηρά και λάγνα τις κοπέλες,
που διαβαίνουν τους δρόμους, χωρίς φραγμούς
στα μάτια, και στους πόθους αστυνόμους.
Παίζουν και γελούν και την ζωή κερδίζουν.
Τον χάρο ειρωνεύονται τον θάνατο ραπίζουν.

----------------------------------------------------------------------

ΤΑΝΓΚΟ

Τότε καλή μου χόρευαν τανγκό.
Χόρευαν βαλς και ονειρευόταν,
και στους ρυθμούς του στροβιλιζόταν.
Σήμερα ρόκ, και χιπ χοπ .
Σκληρή αντίσταση οι νέοι.
Για τους παλιούς το χαμομήλι .
Και οι αναμνήσεις για τις
παλιές ρομαντικές περιηγήσεις.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΧΩΡΑ
Ελλάδα του21 μικρή φτωχή ταλαιπωρημένη στάθηκες όρθια έχοντας στην πλάτη σου αιώνες σκλαβιάς. Διασπασμένηεσωτερικά φυλακισμένη στους εγωισμούς και τις έριδες σου. Φυλάκισες και ταπείνωσες τους ήρωες σου, που έδωσαν όλο τους το πυρ τον ιδρώτα και το αίμα τους,για να υψώνεται στο ελεύθερο έδαφος σου σημαία Ελληνική.





Γενναίε Θεόδωρε Κολοκοτρώνη, φυλακισμένε του Αναπλιού και συ γενναίε στρατηγέ Γιάννη Μακρυγιάννη, η Ελλάδα περηφανεύεται γιατί βγήκατε από τα σπλάχνα της και σπείρατε τους καρπούς της ελευθερίας και της ελπίδας.
Αδαμάντιε Κοραή διδάσκαλε του γένους και εσύ Ρήγα Φεραίε μεγάλε ξεσηκωτή, επαναστάτη διαφωτιστή ,κι εσύ πρώτε Κυβερνήτα Καποδίστρια η ιστορία του έθνους θα σας μνημονεύει αιωνίως. Ελλάδα της 3ης Σεπτέμβρη της διεκδίκησης Συντάγματος και ανθρωπίνων δικαιωμάτων από Βασιλιάδες που κυβερνούσαν «ελέω Θεού» με τις ευλογίες ξένων συμφερόντων. Ελλάδα μικρή «ψωροκώστενα» είχες μεγάλα όνειρα «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θάναι»
Τα όνειρα θέλουν ταγούς , μπροστάρηδες μεγάλους ηγέτες,
άντρες με τόλμη και θάρρος σαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Ακόμη λαούς διψασμένους να πέσουν στις φλόγες να καούν,
για μια όμορφη και κομψή πολυαγαπημένη. Χώρα των μύθων και των θρύλων. Πατρίδα απελευθερωμένη, διχασμένη κερδισμένη και προδομένη από αλλότρια συμφέροντα. Κλαίς και πονάς για τις χαμένες πατρίδες, και αγωνίζεσαι να ξαναγεννηθείς μέσα από τις στάχτες σου, βασιζόμενη στα σπασμένα μάρμαρα αλλοτινής δόξας. Έλλάδα των αγώνων , των θυσιών του λαικού πολιτισμού, του αργαλειού και της πέτρινης οικίας, του τυροκομιού στα όρη φωλιά των βοσκών, και πουλιών, του ριζίτικου, του δημοτικού, του νησιώτικου τραγουδιού,των ψαράδων των σφουγγαράδων,των καπεταναίων.
Χώρα της εργατιάς της αγροτιάς του χειρονάκτη της πόλης, των κοινωνικών κινημάτων των λαικών καλλιτεχνών όπως ο Θεόφιλος, και του καραγκιόζη.
Των μαύρων περιόδων του στραγγαλισμού των λαικών ελευθεριών. Ελλάδα της μετανάστευσης, του «όχι» και της κατοχής , και της αντίστασης.,άτυχη πατρίδα του εμφύλιου διχασμού. Πόσο λίγο απέχει η κόλαση από τον παράδεισο. Χώρα μου τότε
έπεσε στο γρεμνό το γόητρο σου. Σηκώθηκες όμως δυνατά και σήμερα περήφανα διαβαίνεις, την ειρηνική οδό της ελευθερίας, και με αυτογνωσία αναπολείς το παρελθόν. Ήρεμη δύναμη πλέεις νωχελικά στα γαλανά νερά του Αιγαίου πελάγους.

Κυριακή 16 Αυγούστου 2009

Η ελαφίνα

Η Κατερίνα με τα πράσινα μάτια
Των αγοριών έχει κάνει την καρδιά
κομμάτια.
Άγρια σαν ελαφίνα τριγυρνά
στα βουνά.
Την αντικρίζουν μπροστά τους,
στη μέση του πουθενά.
Της αρέσουν πολύ τα αγόρια,
να φλερτάρει στο γιαλό, και στα ανηφόρια.
Κατερίνα μην παίζεις με την φωτιά,
Γιατί μια μέρα θα καείς.
Και από έρωτα θα τσουρουφλιστείς.

Ρήνα μου, Ρήνα μου, Ρήνα, Κατερίνα μου.
Μην τραβάς στα ακρογιάλια.
Να ξελογιάζεις παλικάρια.
Παίζεις επικίνδυνο παιχνίδι,
Με της καρδιάς το ροκανίδι.



----------------------------------------------------------------------------------
ΤΟ ΒΡΑΔΥ

Αυτό το βράδυ μες στο σκοτάδι,
Έλα γλυκιά μου , μεγάλε έρωτα μου.

Το είναι μου να σου χαρίσω,
σαν το καναρίνι να σου
κελαηδήσω, μέχρι το χάραμα
Να έρθει να μας βρεί.

Με μια κιθάρα χίλια τραγούδια να σου
τραγουδήσω, για την φωλιά που
θα κτίσουμε μαζί.

Στην οδό Χάληδων θα σε περιμένω= [το φως του φάρου
Με το φως της ψυχής μου αναμμένο=[στο ακρογιάλι]
Το καλντερίμι να κατηφορίσουμε = [ να μας φωτίσει]
Στο λιμάνι των Χανίων να πεζοπορήσουμε[ και η αύρα]
[ Της θάλασσας να μας δροσίσει.]
ΔΙΑΨΕΥΣΗ

Ο χρόνος είναι αδυσώπητος σκληρός.
Οι μνήμες μέσα μου, οδύρονται σαν
υστερικές γεροντοκόρες.

Οι θύμησες στοιχειώνουν το είναι μου.
Ένα λουλούδι κόψε από την αυλή μας,
κυρά μου και δώσε μου.

Να ανθίσει στην ψυχή μου,
Να σβήσει με ροδόσταμο, τις πίκρες
της ζωής μου.

Χάιδεψε τις πληγές φίλησε της,
Με την αγάπη σου θεράπευσε της.

--------------------------------------------------------------------------
ΕΓΩ ΕΙΜΙ ΒΑΡΒΑΡΟΣ

Όχι δεν μας πολιορκούν οι βάρβαροι
Έχουν αλώσει την πολιτεία.
Την κοινωνία και το είναι μας.
Ας κοιτάξουμε βαθιά μέσα μας
Ένας αρχέγονος βάρβαρος μας κάνει σινιάλο.


ΜΑΖΙ

Εγώ είμαι εσύ.
Έσύ είμαι εγώ.
Η δική μου ανυπαρξία,
όταν σβήνει τελειώνει,
και την δική ύπαρξη.
Είμαι το είδωλο σου στον καθρέπτη.
Είσαι ο λόγος της ύπαρξης μου.
Χέρι με χέρι θα προχωρήσουμε.
Τον ήλιο, το φεγγάρι, την ζωή μας,
να την κρεμάσουμε στον ώμο .
Να ανέβουμε στις ανηφοριές,
να την κερδίσουμε.
Να αλλάξουμε τον κόσμο.
Το νησί που με γέννησε

Νύφη του Κρητικού και Λυβικού πελάγους.
Γη ανθέων θυμών και δρυμών.


Κρήτη με τον γαλάζιο ουρανό, όπου
στα βουνά και στα δάση σου,
ερωτεύονται τα αηδόνια και γλυκά κελαηδούν.

Όμορφη κόρη, ερωμένη του ονείρου,
του γαλάζιου και του απείρου.

Τα αποτυπώματα πολλών πολιτισμών,
ανά τους αιώνες είναι
χαραγμένα, στο σώμα σου και στην
ψυχή σου.

Γη του Μίνωα και του Ιδομενέα, που
λικνίζεται νωχελικά, στα ήσυχα κύματα
του γιαλού.

Τρεχαντήρια πλέουν στο πέλαγος,
κορίτσια και αγόρια ερωτεύοντα,
στους αγρούς.

Κρήτη μου πεντανόστιμη , γλυκόλαλη
κυρά, στο χώμα σου ξανανοιώνω,
νοιώθω πεθυμιά, νοιώθω χαρά.
Μεταμφίεση

Ντύθηκαν οι λύκοι την προβιά των προβάτων
Να κατασπαράξουν τα πρόβατα στις αστιβίδες
Και στους βάτους.

Τους κατάλαβε του νοικοκύρη, ο πιστός
Φύλακας ο σκύλος, που έμοιαζε στην θωριά
σαν λύκος

Με τα δόντια του τραβάει των λύκων
τις μάσκες και τότε, τέλειωσαν τα γέλια
Και οι παράτες.

Και η ζωή κυλά και τον άνεμο
παρακαλά.
Να φυσήξει δυνατά να καθαρίσει,
από την φύση τα παράσιτα.

Άνοιξη


Άνοιξε το σπίτι μητερούλα
το παιδί σου δέξου στην αγκάλη.

Ο ήλιος σήμερα ανατέλλει ,όμορφες
ημέρες θα γυρίσουν πάλι.

Δες το καναρίνι στην γωνιά του
άρχισε δειλά να κελαηδεί.

Μητέρα δεν μετάνοιωσε
κανείς, στο βράχο της υπομονής.
ΑΘΑΝΑΣΙΑ

Άνθρωπος και αθανασία,
Είναι ονειροπόληση.

Ατελέσφορη για φρούδες ελπίδες,
του νου απασχόληση.

Αν ζήσεις κι αγαπήσεις,
την ζωή τον θάνατο, μην τον
φοβάσαι.

Αναπάντεχα μια ημέρα ,
θα έρθει να σε βρεί
Και τότε να δούμε τι θα απολογάσαι.


Άνθρωπε έρχεσαι στον κόσμο,
άθελα σου με οδύνη.
Μα όταν την ζωή γνωρίσεις,
Οδήγησε την ψυχή σου,
μπουμπούκι από τριαντάφυλλο να γίνει.

-----------------------------------------------------------------------------------------


ΑΦΙΛΟΙ ΚΑΙΡΟΙ

Άφιλοι καιροί σε εποχές δίσεκτες,
Που έσταζε ο ιδρώτας.

Τρώγαμε ξερό ψωμί σφίγγαμε,
τα δόντια μας τσάκιζε η ζωή.

Μα εμείς κρατούσαμε σφυρί και
αμόνι, και με φωτιά καίγαμε
την καταχνιά.

Ανοίγαμε δρόμους να διαβούμε
με κέφι και παλικαριά.

Σάββατο 15 Αυγούστου 2009

ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ

Αχ? Μαρία καλή μου Μαρία
Για τα μάτια σου
Θα κάνω φασαρία
Το ντελίβερι θα αφήσω
Για χατίρι σου

Τις σπουδές μου θα συνεχίσω
Για να γίνω ο νοικοκύρης σου.

Τώρα που τα νάζια σου γνώρισα
Είσαι η δική μου γόησσα.

Κάθε μέρα θα σου φέρνω με το κύκλο
Το καλύτερο το γεύμα το ανεκτίμητο.
Θα προσέχω στις στροφές
Δεν θα κάνω ελιγμούς
Και παρατιμονιές.

Η καρδιά μου για σένα δυνατά χτυπά
Άγγιξε την να δεις πως σε αγαπά.
Κάνει σαν ρολόι του παλιού καιρού
Στην κάψα του καλοκαιριού.

Αν έρθεις μαζί μου θα σε πάω στον
Ουρανό. Θα ζούμε μέσα στην γαλήνη,
Στον κήπο της Έδεα χωρίς έννοιες και οδύνη.

Αχ? Μαρία σ/ αγαπώ , θαρθώ αύριο
Έξω από το παράθυρο σου .
Να σου το πω.
Η ΩΡΑ ΤΟΥΣ

Ενός αστυνόμου η μπαμπεσιά ,
27] άναψε τον Δεκέμβρη την φωτιά.
Των νέων την οργή να αφυπνίσει.
Για την δολοφονία του έφηβου Αλέξη
τα στήθη τους να ταρακουνήσει.
Θέλουν και τα παιδιά να έχουν λόγο,
στην κοινωνία του παραλόγου.
« Κράτος βία και καταστολή χάρισμα σας,
Τους δυνατούς υπηρετείτε με την καρδιά σας.»
«Θέλουμε ,διάλογο δημοκρατία ,ειρηνική
και δίκαιη κοινωνία.»
« Ανατροπή θα κάνουμε είναι χρέος και τιμή
«να δείξουμε ως νέοι την δική μας την πυγμή.»
« Καταναλώστε εσείς υλικά αγαθά καταναλώστε,
μα την άγουρη ψυχή μας δεν θα την αλώσετε.»
« Φιλία θέλουμε από εσάς αγάπη και στοργή
όχι κούνημα του χεριού και υποταγή.»


Δεκέμβριος 2008

Μανούσος Γ.Δασκαλάκης
Γύρω μας πλατείες, χαμηλά σπιτάκια, πολυκατοικίες.
Νερά τρέχουν άφθονα στα συνδριβάνια,
Κηπουροί ποτίζουν τραγουδώντας τα χρωματιστά γεράνια.
Άνθρωποι ντυμένη μοναξιά κάθονται στα καφέ και πίνουν,
μελαγχολούν με βλέμμα απλανές, και αργοσβήνουν.

Εξαρτημένοι ζητιανεύουν ελεημοσύνη στα παγκάκια.
Τρέμουν σαν το ψάρι έξω από το νερό ,και γίνονται
«βαποράκια».
Μετανάστες όρθιοι , με σκληράδα στο βλέμμα,
αναμένουν εργοδότη ,να τους κάνει νεύμα.

Τις ελεύθερες ώρες στην πατρίδα θυμούνται φίλους,
αρραβωνιαστικές, και συγγενείς και συγκινούνται.

Δικηγόροι περνούν από την πλατεία , ντυμένοι
με σιδερωμένα κοστούμια και γραβάτες,
κρατώντας στο χέρι ,φουσκωμένες με νομική
ύλη τσάντες.

Αναμένουν στα γραφεία τους, τους καλούς πελάτες
με τις πολλές απάτες και τις χίλιες αυταπάτες.


Γυναίκες ηλικιωμένες με «τραβήγματα» στο δέρμα του
προσώπου αλλοιωμένες, θέλουν να σταματήσουν
του χρόνου το ρολόι, για να πάψουν να είναι θλιμμένες.

Κυρίες κρατώντας από το λουρί ράτσας σκυλάκια.
Τα πηγαίνουν περίπατο στου άλσους τα δεντράκια.

Λεωφορεία ταξί και κούρσες μπερδεύονται στους δρόμους.
Και οι οδηγοί τους σε κάθε ευκαιρία, μουντζώνουν πισώπλατα
τους τροχονόμους.

Κωμικά και τραγικά στις πλατείες και στους δρόμους μας
συμβαίνουν , και χρονογράφων κείμενα στην ιστορία μένουν.


Μανούσος Γ. Δασκαλάκης
ΧΑΝΙΑ
ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ Είμαστε όλοι εν δυνάμει μετανάστες σε μία πόλη.
Όπου τα αυτοκίνητα κινούνται και δεν μιλούν.

Όπου οι άνθρωποι έχουν πάψει να κοιτάζονται στα μάτια,
Να αγαπιούνται και να επικοινωνούν.

Μία ημέρα θα γίνουμε όλοι μετανάστες στην ίδια μας την πόλη.
Αν σταματήσουν στο δάσος να κελαηδούν τα πουλιά,
Να χιονίζει στα Λευκά Όρη ,
Να πάψουμε να τραγουδάμε με μαντινάδες για τους έρωτες του καλοκαιριού.
Δεν αντιστεκόμαστε στην υποκουλτούρα , στο βόλεμα ,
στην αδιαφορία , στο φουσκωμένο εγώ μας, στην παθητικότητα.

Υποκύπτουμε στον «Μεγάλο Αδελφό»
Να μας παρακολουθεί με κάμερες στους δρόμους.
Στον πολιτικό ξεπεσμό.
Στην θρησκευτική και πολιτική εξουσία.
Στον καταναλωτισμό χωρίς όρια.
Στην αποχαύνωση των τηλεοπτικών διάυλων.
Στην ληστεία των τραπεζών.
Στην ανάπηρη δημοκρατία.
Δεν αντιστεκόμαστε στα χιλιάδες θέλω των αχαλίνωτων επιθυμιών μας.
Είμαστε εν δυνάμει μετανάστες στην αλλοτριωμένη ζωή μας.
Αν δεν αντισταθούμε και δεν αλλάξουμε πορεία,
Και με το αίμα της καρδιάς μας να γράψουμε την νέα ιστορία.


Μανούσος Γ. Δασκαλάκης
Χανιώτικη Αύρα blogspot.com

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2009

Η ΠΟΛΗ ΜΟΥ

Γνώριμο αγαπημένο τοπίο το παλιό Ενετικό λιμάνι.
Νεώρια παλιό τελωνείο μεγάλο Αρσενάλι, φρούριο Φιρκάς.
Και αγνάντια ο Αιγυπτιακός φάρος.

Το φως του φάρου την νύχτα κλείνει τις βλεφαρίδες,
στο Τέμενος για τους πιστούς του Ισλάμ ,ανάμνηση παλιά
να μας θυμίζει, ότι στο νησί διασταυρώθηκαν οι πολιτισμοί.

Η θάλασσα γαλήνια κοιμάται και πάνω της πλέουν δεμένα στο
μώλο μικρά και μεγάλα πλεούμενα.


Θάλασσα αυτή η ξελογιάστρα πότε ήρεμη και πότε μανιασμένη,με
το θεραπευτικό ιώδιο της, και την απεραντοσύνη της γαληνεύει τις
πονεμένες ψυχές.

Ψηλά τα σμήνη των γλάρων στο ουράνιο σύμπαν, ταξιδεύουν
παρέα
με την ουτοπική βλάστηση ονείρων, για τα μακρινά ταξίδια της
νιότης μου.

Ο καραβομαραγκός με την τραγιάσκα κάθιδρος υπερήφανα,
καμαρώνει το χειροποίητο καλλιτέχνημα του, στο πεπαλαιωμένο
Νεώριο της ακτής.
Πόσο άλλαξε το τοπίο. Ο κερδώος Ερμής μας υπόταξε.

Έζησα τις αλλαγές με χαρμολύπη ,αγωνίστηκα ωρίμασα.
Αγαπώ την πόλη μου όπως ήταν όπως είναι και όπως θα γίνει.
Τα πάντα αλλάζουν , έρχονται το ολόλευκα μαλλιά και οι
αναμνήσεις μας σκεπάζουν.

Πόλη μου όσο θα ζω πάντα θα σε αγαπώ γιατί μου έδωσες ζωή.
Αγάπη και πνοή να μπορώ να ταξιδέψω στα αστέρια.

Στο ταξίδι για τη χώρα των μακάρων θα αναπνέω το άρωμα σου.

Και το χώμα σου , θα κρατώ σφιχτά στα δυο μου χέρια σαν
πολύτιμο διαμάντι σαν αλαβάστρινο της αρχαίας Κυδωνίας
κτέρισμα.

Πέμπτη 13 Αυγούστου 2009

12] Πολλοί χωρικοί πίστευαν ότι τα πολλά γράμματα, τρελαίνουν τον άνθρωπο, σύμφωνα με τις προκαταλήψεις τους.
Ο πατέρας της Κατερίνας δεν είχε τέτοια προκατάληψη ,μα δεν είχε τα μέσα και ήταν λυπημένος.
Αυτός θα έμενε με την λύπη του και η Κατερίνα χωρίς μόρφωση.
Τα αγόρια τότε ειρωνευόταν τα κορίτσια ότι: «σπούδαζαν στην ανωτάτη παντρευτική»
Πράγματι μεγάλη ανακούφιση αισθανόταν οι γονείς, οι οποίοι είχαν από έξη παιδιά και πάνω, εάν βρισκόταν γαμπροί σύντομα για την κόρες τους.
Φύλαγαν την παρθενιά τους για τον γαμπρό ,που θεωρείτο η τιμή τους.
Αν δεν βρισκόταν γαμπρός μέχρι τα είκοσι πέντε, οι κοπέλες αισθανόταν ότι πάνε για γεροντοκόρες, και άρχισαν να μελαγχολούν.
Από τότε που ιδρύθηκε το νυχτερινό γυμνάσιο, κοντά στην γειτονιά τους, η Κατερίνα δεν το σκέφθηκε καθόλου. Σαν αυτόματο πήγε αμέσως και γράφτηκε στην γραμματεία.
Στον Σωτήρη το είπε όταν επέστρεψε στο σπίτι.
Ήξερε βέβαια ότι δεν θα της χαλούσε το χατίρι. Ήταν ιππότης.
Ο Σωτήρης την αγαπούσε και την σεβόταν. Πίστευε σε αυτήν και τα όνειρα της και συμμεριζόταν τα θέλω της.
Είχαν δημιουργήσει μια τόσο καλή σχέση που νόμιζε ότι ονειρευόταν.
Έβλεπε άλλα αντρόγυνα γεμάτα εντάσεις, ξυλοκοπήματα και ζήλειες
και αισθανόταν ότι είχε διαλέξει τον τέλειο άνδρα.
Σπάνια όμως τα όνειρα έχουν αίσια κατάληξη. Είναι η ζωή τόσο παράξενη και απρόβλεπτη, που δεν ξέρεις αύριο τι σε περιμένει.
Ο Σωτήρης έβλεπε την Κατερίνα, να είχε φορτωθεί τόσες δουλειές και μάλιστα , να προσπαθεί να τα έχει όλα στην εντέλεια, και την θαύμαζε.
Την έβλεπε όμως συνέχεια μέσα στο άγχος και την λυπόταν.
Την βοηθούσε όσο μπορούσε ,αυτός όμως ήταν ποιο ήρεμος.
Αγαπούσε την ήσυχη ζωή, να πίνει το ουζάκι με λιαστό χταποδάκι με την παρέα του στο παλιό λιμάνι ,και το γήπεδο όπου ήταν οπαδός του «α.ο.Χανίων.»[Α.Ο.Χ.] Έπαιζε και κανένα χαρτάκι η τάβλι ορισμένα απογεύματα , γενικά ήταν υπέρ της καλοπέρασης, γιατί η ζωή είναι πολύ μικρή όπως έλεγε και δεν πρέπει να την σπαταλούμε
κυνηγώντας πολλά.
Πολλές φορές κουραζόταν η Κατερίνα μα ποτέ δεν απογοητευόταν.
Αισθανόταν πλήρεις. Είχε γίνει μητέρα και καμάρωνε τα παιδάκια της ,τα αγγελούδια της όπως τα έλεγε. Προσπαθούσε να σπουδάσει που ήταν το όνειρο της . Ήθελε και τίποτα άλλο; Τα είχε όλα όπως έλεγε κι ας είχε μύρια όσα οικονομικά προβλήματα.

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2009

Μόλις γεννήθηκε το παιδί, έμεινε η λεχώνα για λίγες ημέρες στο Νοσοκομείο, και μετά μαμά και μωρό μαζεύτηκαν στο σπίτι. Άρχισαν τότε οι επισκέψεις από συγγενείς και φίλους.
«Ίδιος ο πατέρας του, έλεγαν οι συγγενείς του γαμπρού.»
«Φτου ,φτου ίδια η μαμά του έλεγαν οι συγγενείς της νύφης.»
«Αυτό μοιάζει του παππού του έλεγαν κάποιοι.»
«Δεν βλέπετε ότι έχει τα μάτια της γιαγιάς του έλεγαν οι άλλοι. Τα παιδιά του ζεύγους γεννήθηκαν στο νοσοκομείο, επειδή δεν είχαν χρήματα να πληρώσουν ιδιωτική κλινική.
Στην αρχή προτιμούσαν να γεννηθούν στο σπίτι με μαμή, γιατί το νοσοκομείο είχε τη φήμη ότι όποιος πάει εκεί πεθαίνει.
Ένας συγγενής τους όμως μίλησε στο βουλευτή, και αυτός τηλεφώνησε στον γυναικολόγο για να τους προσέξει, κι έτσι ξεπεράστηκαν οι φόβοι τους.
Το να γεννήσει μια γυναίκα σε ιδιωτική κλινική, ή σε νοσοκομείο ήταν ραγδαία πρόοδος, δεδομένου ότι οι παλιότερες γυναίκες της Κρήτης γεννούσαν στο σπίτι, ή ακόμη και στο χωράφι στο θέρος ή
στην ελαιοκαρπία.
Μετά την γέννηση και του δεύτερου παιδιού δυσκόλεψαν πολύ τα οικονομικά τους.
Η Κατερίνα δεν είχε την δυνατότητα να κάνει κάποιο μεροκάματο γιατί έπρεπε να αφοσιωθεί στα παιδιά.
Παρ’ όλη την ανέχεια η οικογένεια πορευόταν γιατί υπήρχε το πνεύμα της αγάπης και της θυσίας μέσα στην ψυχή του ανδρόγυνου.
Όταν μεγάλωσε κάπως το δεύτερο παιδί, η Κατερίνα ως παλιά κορδελιάστρα, έπαιρνε εργασία στο σπίτι με το κομμάτι[φασών], κι έτσι δυναμικά συνεισέφερε, με τον δικό της τρόπο στα οικογενειακά βάρη.
Είχε όμως και ένα ωθημένο η Κατερίνα. Από μικρή έπαιρνε τα γράμματα. Ήταν άριστη μαθήτρια χωρίς καμιά βοήθεια από το σπίτι.
Καταγόταν από μεγάλη αγροτική οικογένεια, με πολλά παιδιά και ο πατερά φαμίλιας δεν είχε την δυνατότητα να τους προσφέρει τα μέσα προς το ζην. Πολύ δε περισσότερο το «ευ ζην».
Κι όμως κανείς δεν άκουσε ποτέ την Κατερίνα να παραπονεθεί
για τους γονείς της. Ιδιαίτερα την μαμά της, την αγαπούσε σχεδόν
παθολογικά. Είχε φύγει μικρή από την οικογένεια, δεν τους είχε χορτάσει και της έλειπαν.
Όταν χτυπήσει η καμπάνα

Όταν χτυπήσει η καμπάνα της εκκλησιάς
Να μαζευτείτε όλοι στην πλατεία, γείτονες φίλοι
χωριανοί και χωριανές.

Να δώσουμε τα χέρια να αγκαλιαστούμε.
Να συγχωρήσει ο ένας τα κρίματα του άλλου ,
να φιληθούμε.

Τότε δεν θα χρειαζόμαστε να παραγγείλουμε
όπλα και πυρομαχικά να
σκοτωνόμαστε μεταξύ μας

Με το περίσσευμα μας θα φτιάξουμε.
Μια πλούσια βιβλιοθήκη χωριανοί.
Και ένα κέντρο υγείας.

« Μόλις άκουσε τα λόγια αυτά ένας
χωριανός σκύβει και ρωτάει τον διπλανό του.»
« Τι θέλει να πει ο ποιητής;»


Μανούσος Γ. Δασκαλάκης

Τρίτη 11 Αυγούστου 2009

Ρότα μελαγχολίας

Με μελανά χρώματα είναι ζωγραφισμένη στο κάδρο,
η μοναξιά μου.
Μία ημέρα θλιβερή γκρεμίστηκε ο κόσμος μου τα όνειρα μου.
Πόσο νοιώθω ηττημένος και μόνος.
Μοναδική γεύση μου πικροβότανα και πόνος.

Γιατί στην ζωή να συμβαίνουν τα γκρίζα, τα μαύρα.
Τα βαθειά τα σκοτάδια;
Γιατί να λυγίζω σαν δέντρο στους πέντε ανέμους;

Γιατί να βρίσκομαι χάμω πεσμένος;
Γιατί να μην είμαι ένας γίγας από βράχο καμωμένος;

Άνθρωπος είμαι και είναι, από σάρκα το κορμί μου.
Και από πνεύμα η ψυχή μου.

Εύθραυστος είμαι και υποφέρω από σκληρές,
δοκιμασίες.

Απώλειες ,κενά στην ψυχή ,τραυματικές εμπειρίες.
Με σκεπάζει μια αντάρα, ένα βάρος μαύρα σύννεφα
στην ψυχή,
Και έρχεται στιγμές που χάνεται το θάρρος

Μα θα έρθει η στιγμή κι ο ουρανός θα φέξει
και ο ολόλαμπρος ήλιος θα φανεί.

Μετά τις καταιγίδες ανοίγει ο καιρός εμφανίζεται
το ουράνιο τόξο, που φέρνει την γαλήνη,
ύστερα από βροντές αστραπές και ωδίνη.
Γράφτηκε τον Δεκέμβρη του 2008,
ως αφιέρωση στον δεκαπεντάχρονο,
Αλέξη Γρηγορόπουλο στον οποίο φέρεσαι την ζωή,
στα Εξάρχεια, εντελώς άσκοπα και άδικα,
περίπολος αστυνομικών.


Χλόμιασε απόψε το φεγγάρι.

Χλόμιασε απόψε το φεγγάρι γιατί έφυγε ένα ωραίο παλικάρι.
Στεφάνι φορούσε στα μαλλιά και είχε την ζωή μπροστά του στα
πρώτα βήματα του.
Κοιμήσου παλικάρι μου, αγάπη μου, άγγελε μου, φωτεινό αστέρι του
ουρανού ανθέ βασιλικέ μου.
Αθώα είναι τα μάτια σου άγουρη η ύπαρξη σου.
Ένα βόλι άγριου ένστικτου έκοψε την ζωή σου.
Το παιδικό σου μέτωπο σκύβω να σου φιλήσω,
Την μορφή σου παίρνω αγκαλιά μέχρι να ξεψυχήσω.
Κατάρα τρισκατάρατη οι αίτιοι της φυγής σου.
Που πλήγωσαν με μαχαιριές τους άμοιρους γονείς σου.
Τις ψυχές των ανθρώπων λύπη διαπερνά,
σήμερα η Ελλάδα κλαίει και πονά.
Το κρίμα να πέσει πάνω τους να φαγωθεί η ψυχή τους,
να μην λιώσει στον αιώνα τον άπαντα.
Το βρωμερό κορμί τους.
Η μάνα σου από αύριο στο μνήμα σου θα κλαίει.
θα σε θυμάται πάντοτε για σένανε θα λέει.
Πως ήσουν τρυφερός βλαστός, άξιο παλικάρι.
Πως αγαπούσες την ζωή κι έφυγες σαν λιοντάρι.
Κοιμήσου παλικάρι μου αναπαύσου εν ειρήνη.
Εύχομαι ολόψυχα για σε, αιώνια γαλήνη.

Μανούς Γ. Δασκαλάκης
ΚΟΡΙΤΣΙ



Κορίτσι κορίτσι, του Απρίλη.
Με το χαμόγελο στα χείλη
Τα πλούσια κατσαρά μαλλιά.

Στου Αιγαίου τα νερά θα ταξιδέψω
Από την Κόρινθο για να έρθω στα Χανιά .

Θα σου κρατώ λουκούμια Λουτρακίου
Από την Πρέβεζα τα δώρα του παππού.


Στην πόρτα σου να τα αποθέσω
Με την υπόσχεση να σε λατρεύσω.


Να μείνουμε για πάντα ενωμένοι ,
Φίλοι ,εραστές αγαπημένοι.


Έρχομαι με βαρκούλα στα Χανιά.

Δεν με πειράζει καθόλου ο χιονιάς
Θα με ζεστάνει η αγκαλιά σου,
Η αγάπη σου και τα φιλιά σου.

Μανούσος Γ. Δασκαλάκης
ΧΑΘΗΚΑ
Χάθηκα μέσα από νόμους
Βλοσυρούς γραφειοκράτες
Και αστυνόμους.

Δεν εμπιστεύομαι αυτούς
Που μου σηκώνουν το δάχτυλο
Και με επιπλήττουν.


Γιατί αυτοί γνωρίζουν τους
μονόδρομους και με ελέγχουν
με αστυνόμους.

Μου αρέσει η
Ελευθερία.

Μακριά από έλκηθρα
Ινστρούχτορες
Και γραφειοκρατία.


Μανούσος Γ. Δασκαλάκης
Mεταξύ άσκοπων πυροβολισμών, Κρητικών παραδοσιακών χορών και γλεντιού, γεύτηκαν το Κρητικό πιλάφι ,τους νόστιμους μεζέδες τα καλιτσούνια με το μέλι, και το λαχταριστό κρέας με πατάτες, από τον ξυλόφουρνο.
Έλαβαν ανά χείρας τα κουλούρια του γάμου, τις μπομπονιέρες και τα ξεροτήγανα.
Ευχήθηκαν ευχαρίστησαν ,καληνύχτισαν μπήκαν μαζί με άλλους καλεσμένους στο λεωφορείο, και αναχώρησαν για το σπίτι τους.
Για κακή τους τύχη στο επαρχιακό οδικό δίχτυο, υπήρχαν δύο τρία πρόβατα.
Τα είδε ο οδηγός πήγε να φρενάρει απότομα, και έβγαλε το λεωφορείο έξω από το δρόμο σένα μικρό γκρεμνό.
Μέσα από φωνές πανικό και σπασμένα τζάμια, διαπιστώθηκε ότι δεν έπαθε κανείς τίποτα, σοβαρό εκτός από μικροτραυματισμούς.
Ο μοναδικός άτυχος της παρέας ήταν ο Σωτήρης ο οποίος τραυματίστηκε σε όλα τα μέρη του σώματος του, σπάζοντας και το αριστερό του πόδι κάτω από το γόνατο.
Σφάδαζε από τους πόνους μέχρι να βρεθεί ένας καλός άνθρωπος, με
μια παλιά ιδιωτική κούρσα να τον μεταφέρει μέχρι το «Γενικό Νοσοκομείο Χανίων Άγιος Γεώργιος».
Στο Νοσοκομείο έμεινε καμιά δεκαπενταριά ημέρες μέχρι κάπως να συνέλθει.
Στο πλευρό του ήταν η Κατερίνα άγρυπνος φρουρός.
Μετά το ατύχημα αναγκάστηκε να μείνει για καιρό στο σπίτι.
Τα λιγοστά χρήματα τα οποία εισέπραττε από το ταμείο ανεργίας δεν τους έφταναν ούτε για κολατσιό.
Αναγκάστηκε και η Κατερίνα να αφήσει το παιδί, σε μια καλή γειτόνισσα που δεν εργαζόταν δωρεάν, γιατί λυπόταν την φίλη της και ορκιζόταν στους πεθαμένους της, ότι δεν ήθελε χρήματα.
Έπιασε δουλειά σε ένα εργαστήριο ζαχαροπλαστικής για κάποιες ώρες.
Διαφορετικά δεν είχαν τα μέσα για να ζήσουν.
Όταν αποκαταστάθηκε η υγεία του Σωτήρη ,και άρχισε να εργάζεται
ήρθε τάχιστα και το δεύτερο τέκνο.
Χαράς ευαγγέλια για τους γονείς, γιατί ήταν αγόρι και το περίμεναν με λαχτάρα.
Χαρές από το Σωτήρη λουλούδια ανθοδέσμες, κεράσματα σε συγγενείς και φίλους .
Αισθανόταν η τύχη να του χαμογελάει.

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2009

Δεν πέρασε πολύ καιρός και έμαθαν ότι το εργοστάσιο πουλήθηκε
σε ένα βιομήχανο από την βόρειο Ελλάδα.
«Οι διάδοχοι δεν εκτιμούν και πολύ τους κόπους τους οποίους έκαναν οι πατέρες τους σχολίασε ο Σωτήρης.
-«Τουλάχιστον να πάνε σε καλή μεριά τα χρήματα είπε η Κατερίνα.»
-«Θα σου πω τι ακούγεται στην αγορά Κατερίνα . »
-« Λένε λοιπόν ότι οι Εβραίοι είναι καταπληκτικοί έμποροι και δεν χάνουυν την ευκαιρία για να πλουτίσουν.
-«Όταν θέλουν να κάνουν κάποια αγορά ακινήτου ρωτούνε τον πωλητή.»
-«Δικό σας είναι το ακίνητο κύριε, με το δικό σας κόπο το αποκτήσατε;»
-«Όταν ο άλλος τους απαντήσει ότι αυτός μόχθησε και το απόκτησε
κάνουν πίσω και δεν προχωρούν στην αγορά.»
-«Όταν τους απαντήσει ότι το κληρονόμησε αμέσως αρχίζουν τα παζάρια και το αγοράζουν .»
-«Ξέρεις γιατί;»
-«Αντιλαμβάνομαι Σωτήρη μου, δεν είμαι χαζή.»
-«Διότι καταλαβαίνουν ότι αυτός που πουλάει έτοιμη περιουσία δεν την είχε πονέσει και την πουλάει φθηνά.»
-«Γιατί μιλάς για τους Εβραίους και δεν λές για μας τους Έλληνες ή για άλλες φυλές. Μήπως είσαι ρατσιστής;»-« Εγώ ρατσιστής?.»
Είπε γελώντας ο Σωτήρης.
-«Αυτοί φταίνε που είναι Εβραίοι.»
Την Τρίτη το πρωί έφερε ο ταχυδρόμος μια πρόσκληση γάμου στην οικογένεια του Σωτήρη.
Το Σάββατο θα γινόταν ο γάμος ενός ανηψιού του, παιδί του πρώτου εξαδέλφου του.
Ο γάμος θα γινόταν στην Αρχοντική Ρεθύμνου.
-«Έντάξει έχουμε καιρό να κατεβούμε στην αγορά, να αγοράσουμε το δώρο είπε η Κατερίνα.»
Παρά που εκείνο τον καιρό, είχαν μόνιμη λιτότητα, μέχρι εσχάτης πενίας δεν το έλεγε η ψυχή τους , να πάνε με άδεια χέρια.
Ήθελαν να «αποφανιστούνε» όπως λένε στα χωριά της Κρήτης να μη φανεί δηλαδή, ότι είτε είναι πολύ φτωχοί είτε τσιγγούνηδες.
Το Σάββατο πράγματι πήγαν με το λεωφορείο της γραμμής στο χωριό για τον γάμο.
Έδωσαν στην ξαδέλφη το δώρο χαιρέτισαν τους φίλους και συγγενείς που γνώριζαν.
Ήπιαν τσικουδιές έφαγαν ξηρούς καρπούς, και τράβηξαν με τα πόδια για την εκκλησία που ήταν λίγα μέτρα παρακάτω.
Στο γλέντι του γάμου ακούστηκαν κι οι μπαλωτιές που συνηθίζονται στο νησί . [ βάρβαρο έθιμο αλλά έθιμο]
Ο ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ

Ο πρωινός καθρέπτης είναι ο φίλος μου ο ψεύτης.
Αχ/ αυτός ο καθρέπτης κάθε μέρα με κάνει κομμάτια.

Να μπορούσα να γύριζα στα παλιά μονοπάτια.
Πόσο θα /θελα νάναι γελοίος και ψεύτης,
του σπιτιού μου ο καθρέπτης.

Με δείχνει με ζάρες και άσπρα μαλλιά .
Ενώ έχω δύναμη εφήβου και γενναία
καρδιά.

Δεν σε εμπιστεύομαι άλλο ψεύτη καθρέπτη
Που δείχνεις μα αναίδεια αυτά που δεν πρέπει.
Δεν κρύβεις το γήρας και την φθορά.

Να δώσεις στους ανθρώπους λίγη χαρά.
Ο άνθρωπος που έχει νέα ψυχή κι έχει και σκέψη νέα
Πάντα θα ονειρεύεται σαν νέος θα πορεύεται.
` ο Σήφης Ο Νταής

Ο Σήφης ο νταής
Παιδί μιας Σφακιανής.
Κι ενός ψηλού Ροδίτη .
Έπαιξε πιστολιές ΄
Έξω στις καρυδιές
Και τράνταξε το σπίτι.

Έβαψε τα χέρια του με αίμα
Άτυχη χαροκαμένη μάνα
Κλάψε το μονάκριβο σου
Δεν είναι ψέμα.

Αιτία του καυγά
Μιας αγάπης ο καημός
Ο έρωτας φωτιά
κι ο αναστεναγμός.

Για τα μάτια της Χρυσής
Μιας όμορφης μικρής
που έκλεινε και στον Στρατή
τα μάτια κι έκανε τα στήθη του
κομμάτια.

Πάρε μάνα το γιό σου στο φεγγάρι
Άλειψε με μύρο το παλικάρι.
Δεν τελειώνει του χρόνου
το ρολόι είναι ατελείωτο το μοιρολόι.

Κυριακή 9 Αυγούστου 2009

ΣΙΩΠΗ


Ο πόνος μου έγειρε βροχή.
Σταλαγματιά μες στη σιωπή.

Η αυγή γλυκοχαράζει,
Παγώνω μες τ’αγιάζι.

Πετούνε ψηλά οι αετοί
χρυσίζουν τα φτερά τους,
τα ακροδάχτυλα τους.

Παράπονο μες τη σιωπή,
Ζω με την λύπη μου βουβή.

Χάνω τους φίλους μου όλους.
Τους πιο ονειροπόλους.
Για να βρω παρηγοριά πάω,
κάτω από ένα πλάτανο.
Και του μιλώ για κείνον
Και του μιλώ για μένα

Τα παλιά που ζήσαμε μαζί,
Τ’αγαπημένα.

Κι η αυγή γλυκοχαράζει.
Και η θλίψη με σκεπάζει.

Τρίτη 4 Αυγούστου 2009

Μία ημέρα ο Σωτήρης καθόταν σένα παγκάκι
στην πλατεία Τάλω . Κρατούσε ένα μεγάλο γυάλινο μπουκάλι μπύρας κι ετοιμαζόταν να βρέξει τα χείλη του, για να διώξει την σκοτεινιά της ψυχής του.
Απέναντι του η θάλασσα στο μόλο κυμάτιζε νωχελικά έχοντας μέσα
της ένα ελαφρύ αεράκι.
Ήταν σαν να του έκλεινε πονηρά το μάτι και να του έλεγε «Έλα μωρέ
και εσύ άνθρωπε, που χολοσκάς για τα ανθρώπινα προβλήματα.
Κάνεις σαν να αγνοείς την ματαιότητα της ζωής.
Δείξε δύναμη ξεπέρασε τις δυσκολίες.
Τι είναι η ζωή; Ένας αγώνας δρόμου.
Ένα ταξίδι για την Ιθάκη.
Θα το διαβείς όρθιος;
Θα το διαβείς γονατιστός;
Θα το διαβείς γλείφοντας και έρποντας;
Θέλεις να έχεις το κεφάλι σου χωμένο μέσα στην άμμο σαν την στρουθοκάμηλο για να μην βλέπεις και να μην ακούς;
Εσύ αποφασίζεις.

Σαν βγείς στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
Γεμάτος περιπέτειες γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
Τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι…

Κ .ΚΑΒΑΦΗΣ

«Εσύ το λες γατί δεν πονάς. Εγώ έχασα το παιδί μου, το παλικαράκι μου την ψυχή της ψυχής μου. Ξαφνικά και αναπάντεχα. Όχι από φυσικό θάνατο γιατί δεν βρέθηκε κανένα δικό του ίχνος.
Αλλά από το μίσος κακών ανθρώπων.»
Έλα, έλα, μην κλαψουρίζεις συνέχεια , μην κρύβεσαι από τον εαυτόν σου μέσα στην λησμονιά του ποτού. Στάσου όρθιος αγωνίσου.
Είμαι πολύ αδύναμος δεν αντέχω τον πόνο. Πίνει μια γουλιά μπύρα.
Θεέ μου γιατί με εγκατέλειψες και νοιώθω τόσο μόνος τόσο άδειος τόσο νεκρός;»
«Μην επικαλείσαι το όνομα του Θεού σου επί ματαίω.»
«Κανείς δεν σ εγκατέλειψε, αλλά εσύ μόνος σου εγκατέλειψες τον εαυτόν σου « .

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2009

ΑΓΓΙΞΑΝ ΤΗΝ… ΤΣΈΠΗ ΤΟΥ ΠΑΠΑ.

Όπως μετέδωσε ο ανταποκριτής της δημόσιας τηλεόρασης στην Ρώμη Δημ. Δεληολάνης η καθολική εκκλησία αναμένει αγωγές από τα παιδιά των άγαμων καθολικών ιερέων επειδή έχει απαγορεύσει τον γάμο στους καθολικούς ιερείς.
Παρά τις απαγορεύσεις οι ιερείς συζούν με γυναίκες κυρίως στην Αυστρία και την Λατινική Αμερική και έχουν και παιδιά, σύμφωνα με το ρεπορτάζ.
Από φόβο μην πληρώσει τεράστια χρηματικά ποσά η καθολική εκκλησία
σκέπτεται να άρει την απαγόρευση.
Τόσους αιώνες οι Πάπες και οι ‘άγιοι’’ ιεράρχες των καθολικών συνόδων καταπίεζαν τον κατώτερο κλήρο χωρίς κανένα ενδιαφέρον για την σεξουαλικότητα και την ψυχική υγεία των ιερέων τους.
Τώρα που φοβούνται το οικονομικό κόστος σκέπτονται να πάρουν στροφή 180\μοιρών.
Η εκκλησία άρα, είναι ο Ιούδας του Χριστιανισμού.
Ποτέ δεν τήρησε την Χριστιανική αρχή ‘’Ο έχων δυο χιτώνες να δίνει τον ένα. και το’’ μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της γής. Αντίθετα η Χριστιανική εκκλησία είναι από τους μεγαλύτερους κεφαλαιοκράτες του κόσμου, δίδοντας το κακό παράδειγμα σε όποιον ήθελε να ακολουθήσει τον Χριστιανισμό.



ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ

Κυριακή 2 Αυγούστου 2009

Ο Ανθρωπος από άχυρο

Για να μου φύγεις μακριά; Δεν είσαι ευχαριστημένος που θα με αντικαταστήσεις στο μαγαζί; Το εργοστάσιο πατέρα ας το αναλάβει η
Αδελφή μου η Αναστασία με τον γαμπρό που θα επιλέξει για άνδρα της. –‘Εγώ έχω άλλα όνειρα. Μην με υπολογίζεις εμένα για το εργοστάσιο.’’ Ο Μιχάλης Μαρίνος ήταν ένας αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας επιτυχημένος στο χώρο του. Διακαής του πόθος ήταν ν'αφήσει τον γιο του, που του είχε αδυναμία στο μαγαζί όπως αποκαλούσε το εργοστάσιο με τα πολυτελή γυναικεία μοκασίνια.
Μαζί με το εργοστάσιο είχε δημιουργήσει και πέντε κεντρικά καταστήματα λιανικής, στις μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδος.
Η ποιότητα των προϊόντων του ,η σωστή προώθηση και η κατάλληλη διαφήμιση, είχαν επιβάλει το εμπορικό προϊόν του, ως ασυναγώνιστο σήμα. Οι δουλειές πήγαιναν τόσο καλά ,που νόμιζε πως θα τις παραλάμβανε ο Δημήτρης στην ποιο κατάλληλη στιγμή.
Καμάρωνε τον γιό του ο οποίος ήταν αριστούχος στα οικονομικά και περίμενε…Όταν άκουσε για τα όνειρα του και τα δικά του σχέδια
τον περίελουσε κρύος ιδρώτας και ένα δάκρυ κύλησε άθελα του από τα υγρά μάτια του. Μόνο τότε κατάλαβε ότι είχε χάσει την επαφή με τον γιό του λόγω της υπεραπασχολήσεως του στο εργοστάσιο.
Θεωρούσε αυτονόητο ότι ο γιος του θα έμενε στην θέση του και αισθανόταν ήρεμος ότι οι κόποι μιας ζωής δεν θα πάνε χαμένοι.
Τα διαφορετικά σχέδια του γιου του τα ένοιωσε σαν κεραμίδα στο κεφάλι. Δεν ήταν όμως, γιατί κάθε νέος άνθρωπος δικαιούται να κάνει τα δικά του όνειρα και να έχει τα δικά του σχέδια. Δεν είναι ένα άψυχο αντικείμενο για να το κάνει ότι θέλει ο γονιός.
Όπως είπε ο ποιητής Χαλίλ Γκιμπράν.
Δεν είναι δικά σας τα παιδιά
Είναι οι γιοί και οι κόρες της λαχτάρας της ζωής
Για την ζωή. Έρχονται μέσα από εσάς αλλά όχι από εσάς.
Και παρόλο που είναι μαζί σας δεν σας ανήκουν….
Ο Δημήτρης είδε τον πατέρα του να λυπάται και να κλονίζεται.
Στενοχωριόταν που τον έβλεπε σ'αυτήν την κατάσταση.
Ήθελε όμως να κόψει τον ομφάλιο λώρο μια και έξω.
Όχι ότι δεν πονούσε κι αυτός το ίδιο με τον γεννήτορα του.
Χωρίς πόνο όμως δεν θα γινόταν ποτέ η απογαλάκτιση.