ΤΙ ΚΑΛΑ ΠΟΥ ΖΟΥΣΑΜΕ ΤΟΤΕ!!!!
-----------------------------------------------------------------------
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
----------------------------------------------------------------
-----------------------------------------------------------------------
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
----------------------------------------------------------------
1960. Κάπου στην Ελλάδα. Φτώχεια γρίνια πολυμελής οικογένειες και μετανάστευση.
Ο Γιαννάκης μόλις που είχε τελειώσει το δημοτικό σχολείο.
Στην αρχή πήρε ένα ταμπλά από ένα φούρνο της εποχής και πουλούσε κουλούρια.
Μετά από μερικούς μήνες του έφτιαξαν ένα καροτσάκι.
Πήγε σε μια αποθήκη ψιλικών όπου του έδωσαν να πουλάει ψιλικά.
Κάλτσες, μαντήλια, τσατσάρες.
Το βραδάκι μετρούσε την είσπραξη και πλήρωνε στο αφεντικό το εμπόρευμα το οποίο είχε πουλήσει.
Ένα βράδυ που πήγε να πληρώσει το αφεντικό στην αποθήκη του,ένας ηλικιωμένος υπάλληλος του λέει με χαιρεκακία¨
"Το απόγευμα ήρθε ο πατέρας σου μεθυσμένος τρικλίζοντας."
"Μας ζήτησε χρήματα δανεικά για να αγοράσει ψωμί για την οικογένεια του."
Ο Γιαννάκης κοκκίνισε από την ντροπή του.
Έσκυψε το κεφάλι του και έφυγε ντροπιασμένος.
Ήταν μόνο δεκατριών χρονών μα τόσο μεγάλος που μπορούσε να σηκώσει κι όλη τη γη στους ώμους του.
Πόση ντροπή ένοιωσε για τον πατέρα του δεν λέγεται.
Ορκίστηκε τότε πως όταν μεγαλώσει και δημιουργήσει οικογένεια θα έκανε το παν για να είναι υπερήφανα γι`αυτόν τα παιδιά του.
---------------------
ΤΕΛΟΣ
Ο Γιαννάκης μόλις που είχε τελειώσει το δημοτικό σχολείο.
Στην αρχή πήρε ένα ταμπλά από ένα φούρνο της εποχής και πουλούσε κουλούρια.
Μετά από μερικούς μήνες του έφτιαξαν ένα καροτσάκι.
Πήγε σε μια αποθήκη ψιλικών όπου του έδωσαν να πουλάει ψιλικά.
Κάλτσες, μαντήλια, τσατσάρες.
Το βραδάκι μετρούσε την είσπραξη και πλήρωνε στο αφεντικό το εμπόρευμα το οποίο είχε πουλήσει.
Ένα βράδυ που πήγε να πληρώσει το αφεντικό στην αποθήκη του,ένας ηλικιωμένος υπάλληλος του λέει με χαιρεκακία¨
"Το απόγευμα ήρθε ο πατέρας σου μεθυσμένος τρικλίζοντας."
"Μας ζήτησε χρήματα δανεικά για να αγοράσει ψωμί για την οικογένεια του."
Ο Γιαννάκης κοκκίνισε από την ντροπή του.
Έσκυψε το κεφάλι του και έφυγε ντροπιασμένος.
Ήταν μόνο δεκατριών χρονών μα τόσο μεγάλος που μπορούσε να σηκώσει κι όλη τη γη στους ώμους του.
Πόση ντροπή ένοιωσε για τον πατέρα του δεν λέγεται.
Ορκίστηκε τότε πως όταν μεγαλώσει και δημιουργήσει οικογένεια θα έκανε το παν για να είναι υπερήφανα γι`αυτόν τα παιδιά του.
---------------------
ΤΕΛΟΣ