Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

ΔΙΗΓΗΜΑ Ο ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑΣ ΜΕ ΤΟ ΜΠΛΟΚΑΚΙ ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ Κάποτε ήταν ένα παιδί, μια εποχή και ένα ποδήλατο. Δεκαετία του 1960. Το παιδί ζούσε σε μια φτωχή εργατική πολυμελή οικογένεια. Η φτώχεια μαζί με την πολιτική ήταν ζωντανές σε εκείνο το σπίτι. Το παιδί που το λέγανε Γιωργάκη διάβαζε από μικρό εφημερίδα. Εκτός από εφημερίδα διάβαζε τον «Μικρό ήρωα»,και κλασική παιδική λογοτεχνία «εικονογραφημένη.» Το σπίτι ήταν μικρό φτωχικό, και ο ένας κοιμόταν πάνω στον άλλο, και χωρίς βιβλία γιατί λεφτά δεν υπήρχαν. Το 1958 η Ε.Δ.Α είχε πάρει στις εκλογές κάπου 24%,και ο πατέρας του μαζί με τα μεγαλύτερα αδέλφια του άκουγαν τα αποτελέσματα από το ραδιόφωνο και γελούσαν ευχαριστημένοι. Ο Γιωργάκης γελούσε κι αυτός από μιμητισμό χωρίς να καταλαβαίνει γιατί. Το 1963 στις 23 του Μάη είχε πάει στον ράφτη μένα μεγαλύτερο φίλο του, για να ράψει το πρώτο του μακρύ πανταλόνι. Ήταν πια παλικαράκι, δεκαπέντε χρονών. Ο ράφτης όταν του πήρε μέτρα τον ρώτησε απροκάλυπτα. «Τα εργαλεία σου προς τα που πάνε νεαρέ; Δεξιά ή αριστερά;» Τι αγενείς που ήταν οι ράφτες εκείνη την εποχή. Για να σου ράψουν ένα πανταλόνι να θέλουν να μαθαίνουν προσωπικές ανατομικές λεπτομέρειες. Σημαδιακή ημέρα η 23 του Μάη, του 1963.Την επομένη διάβαζε «ΤΑ ΝΕΑ» που πάντα υπήρχαν στο σπίτι. Έγραφαν για την απόπειρα δολοφονίας σε πολιτική συγκέντρωση στην συμβολή των οδών Ερμού και Ε. Βενιζέλου στην Θεσσαλονίκη, εναντίον του Γρηγόρη Λαμπράκη βουλευτή της Ε.Δ.Α, γιατρού, και αθλητή βαλκανιονίκη, από ένα άνδρα που οδηγούσε ένα τρίκυκλο. Το τότε «παρακράτος της δεξιάς» εκτέλεσε συμβόλαιο θανάτου εναντίον ενός ανθρώπου, που μαχόταν για την δικαιοσύνη και την ειρήνη στην χώρα μας. Μετά τρις ημέρες οι εφημερίδες έγραψαν ότι ο Λαμπράκης δεν άντεξε τα χτυπήματα και πέθανε. Θρήνος και διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, σε όλη την Ελλάδα. Ο Γιωργάκης εργαζόταν ως βοηθός στις οικοδομές. Ζούσε το πολιτικό κλίμα της εποχής, που ήταν ανώμαλο, χωρίς να έχει την ικανότητα να το αναλύσει. Κατάπινε αμάσητη την πολιτική τροφή της εφημερίδας που διάβαζε. Τότε το κράτος και οι αστυνόμοι, κυνηγούσαν την αριστερά και το Κ.Κ.Ε που τα στελέχη του ήταν στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Δεν γνώριζε όμως το γιατί. Οι μεγάλοι δεν μιλούσαν πολύ. Κάποτε είχε δουλέψει μέχρι αργά στη δουλειά. Όταν γύριζε στο σπίτι έβγαζε λόγο σε μια πλατεία το στέλεχος της Ε.Δ.Α με το όνομα Λεωνίδας Κύρκος. Οι αστυνομικοί με πολιτικά οδηγούσαν μοτοποδήλατα, μαρσάροντας, και με τις εξατμίσεις τους θορυβούσαν ακατάπαυστα, για να μην ακούγεται ο ομιλητής. Ένας άνδρας που πήγαινε εκείνη την ώρα καθυστερημένος στην συγκέντρωση, μουρμούριζε αγανακτισμένος ότι υπάρχε騫αστυνομοκρατία.» Ο Γιωργάκης δεν ήξερε πολλά γράμματα ούτε είχε διδαχθεί στο γυμνάσιο που ουδέποτε πήγε, «στοιχεία δημοκρατικού πολιτεύματος» για να μάθει πως λειτουργεί η δημοκρατία. Ζούσε χωρίς να γνωρίζει τον προϋπάρξαντα πολιτισμό όπως ο πολύς φτωχόκοσμος. Τον αρχαίο φιλόσοφο Σωκράτη, τον είχε μάθει σαν όνομα όταν χάζευε σένα καροτσάκι με βιβλία. Ένα βιβλίο έγραφε με κεφαλαία γράμματα πάνω στον υπέρτιτλο ¨ «ΠΛΑΤΩΝΟΣ» και στον υπότιτλο¨ «ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ.»Ο πωλητής διαλαλούσε δυνατά¨ «Πάρτε κύριοι και κυρίες φθηνά βιβλία από κατάστημα υπό διάλυση.» «Ο Σωκράτης που ήπιε το κώνειο.» «Τι είναι το κώνειο;» ρώτησε ο Γιωργάκης, έναν κύριο που χάζευε στους τίτλους των βιβλίων. «Δεν ξέρω του απάντησε εκείνος κοφτά.» σαν να ήθελε να τον αποφύγει. 1965.Ο Γιωργάκης ήταν ήδη δεκαεπτά με δεκαοκτώ χρονών παλικάρι. Έζησε στην περίοδο όπου έμειναν στην ιστορία ως «Ιουλιανά.»Η εφημερίδα που έφερναν οι δικοί του στο σπίτι έγραφε ότι¨ «Ο βασιλιάς έβγαζε πολιτικούς από την κατάψυξη και τους διόριζε πρωθυπουργούς.» Ο Γιωργάκης διάβαζε την εφημερίδα αδιάφορα, χωρίς να καταλαβαίνει πολλά πράγματα από τις πολιτικές διαμάχες. Ζούσε την φτώχεια την ανεργία και την δύσκολη οικονομική κατάσταση στο πετσί του. Είχε στενούς συγγενείς στην Αυστραλία και στις Η.Π.Α Διατηρούσαν τακτική αλληλογραφία, και το σκεπτόταν για τα καλά να φύγει στο εξωτερικό. Λυπόταν όμως την μάνα του που του έλεγε ότι¨ «Αν φύγεις θα πεθάνω.» «Σκούπισε τα δάκρυα σου καλέ μάνα» «Δεν βλέπεις γύρω σου ότι οι περισσότεροι συγγενείς μας κατευθύνονται για να μεταναστεύσουν;» Ο Γιωργάκης ήταν ισχυρός χαρακτήρας και αγωνιστής από τα γεννοφάσκια του. Έμεινε τελικά στον τόπο του και αποφάσισε να παλέψει, με αυτούς που έμειναν πίσω, για να αλλάξουν τα πράγματα. Τότε ήταν όπου ο Γιωργάκης έφαγε και την πρώτη χυλόπιτα από την Μαργαρίτα. Δεν το έβαλε όμως κάτω. Όσο εκείνη του αρνιόταν τόσο την ήθελε σαν τρελός. Ένα απόγευμα την συνάντησε στο δρόμο και την πήρε στο κατόπιν. Την είδε να ανεβαίνει τα σκαλιά ενός νεοκλασικού κτηρίου. Ανέβηκε και εκείνος. Στην πόρτα της εισόδου έγραφε «Δ.Ν.Λ.»κι από κάτω με μικρότερα γράμματα «Δημοκρατική νεολαία Λαμπράκη.» Η «Δ.Ν.Λ» ήταν η νεολαία του κόμματος της Ε.Δ.Α που της είχε δώσει το όνομα του άδικα δολοφονηθέντος βουλευτή της. Τον Γιώργο δεν τον ενδιέφερε η πολιτική. Πριν εισέλθει μέσα ρώτησε κάποιον κύριο που καθόταν στο διπλανό γραφείο. «Παρακαλώ μου λέτε τι γραφείο είναι το διπλανό;» «Είναι ένας πολιτιστικός σύλλογος με πλούσια βιβλιοθήκη , του απάντησε ο κύριος γελώντας με νόημα.» Ο Γιωργάκης δεν είχε χρόνο για διάβασμα. Εργαζόταν σκληρά στην οικοδομή, και μόλις του έμενε λίγη ώρα για ξεκούραση. Μόλις που διάβαζε κλεφτά την εφημερίδα. Μπήκε μέσα και πλησίασε την Μαργαρίτα. Η Μαργαρίτα τον υποδέχθηκε εγκάρδια, κι άρχισε να του μιλάει για την πολιτική.Φεύγοντας του έδωσε ένα βιβλίο να το διαβάσει στο σπίτι. Ήταν το «Μαουτχάουζεν» του θεατρικού συγγραφέα Ιάκωβου Καμπανέλλη όπου περιέγραφε την δική του περιπέτεια ως 19χρονου νεαρού και την αιχμαλωσία του στο Γερμανικό στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου «Μαουτχάουζεν» στην Γερμανία. Για χατίρι της Μαργαρίτας έγινε φιλαναγνώστης. Το επόμενο βιβλίο που του έδωσε για διάβασμα , ήταν «Τα λουλούδια της Χιροσίμα» ένα βιβλίο γραμμένο από την Σουηδή δημοσιογράφο και συγγραφέα Εντίτα Μόριςτο οποίο έγραφε για την τραγωδία που προξένησαν οι δύο ατομικές βόμβες που έριξαν οι Αμερικανοί τον Αύγουστο του 1945 στην Χιροσίμα και το Ναγκασάκι της Ιαπωνίας. Βγαίνοντας από τα γραφεία της «Δ.Ν.Λ» κατέβηκε τα σκαλιά για την έξοδο. Παρατήρησε ότι τον παρακολουθούσε ένας αγριωπός κοκκινομάλλης χωροφύλακας και τον κατέγραφε σε ένα μπλοκάκι. Τότε η δημοκρατία και η ελευθερία ήταν μισή, και με πολλές απαγορεύσεις. Ο Γιωργάκης είχε καταγραφεί σαν αριστερός και μέλος της «Δ.Ν.Λ» και του άνοιξαν φάκελο κοινωνικών φρονημάτων στην ασφάλεια. Η Μαργαρίτα του είπε ότι τον έβλεπε σαν φίλο, και όχι σαν μελλοντικό σύντροφο. Τι ατυχία. Ο Γιώργος στιγματίστηκε σαν αριστερός για χάρη της ενώ δεν είχε ιδέα από την πολιτική. Το 1967 που η χούντα είχε καταλύσει την κολοβή Ελληνική δημοκρατία, τον καλέσανε στον στρατό. Επειδή είχε φάκελο αριστερού τον στείλανε στον ακριτικό Έβρο με την ειδικότητα του μουλαρά. «Άτιμη κοινωνία άλλους τους ανεβάζεις, κι άλλους τους κατεβάζεις όπως έλεγε μια βαρυπενθούσα χήρα σε μια ασπρόμαυρη Ελληνική ταινία της εποχής.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου