Εθνική εορτή κατήφειας
Τη φετινή κατήφεια της εθνικής μας εορτής είχα ξαναζήσει πριν από 46 χρόνια, το 1967, στη μεγάλη αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου μας. Επάνω στο βήμα έγερνε περίφροντις και βαρύθυμος ο διαπρεπής ομιλητής, ο μακαρίτης καθηγητής της Φιλοσοφίας και ακαδημαϊκός Ι. Θεοδωρακόπουλος, του οποίου ο λόγος δεν είχε κανένα χαρακτήρα πανηγυρικού χειμάρρου.
Τον καημό της καρδιάς του για την κατάπτωση της πατρίδας μας διεκτραγωδούσε. Υστερα από τρεις εβδομάδες, αργά τη νύχτα, βγήκαν στους δρόμους τα τεθωρακισμένα. Και η χώρα περιήλθε στη δικαιοδοσία της χούντας των επίορκων αξιωματικών. Από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη.Θυμήθηκα την παγερή εκείνη τελετή, πριν από λίγες ημέρες, όταν η Ακαδημία Αθηνών απέδωσε, και φέτος, την οφειλόμενη τιμή στην Επανάσταση του 1821. Ο διαπρεπής ομιλητής, μέσα σε μια επίσης βαρύθυμη ατμόσφαιρα, διηγήθηκε πολλά και θλιβερά επεισόδια από τα πάθη και τις βιαιοπραγίες εκείνων των -κατά τα άλλα- όντως ηρωικών χρόνων της Επανάστασης του Εικοσιένα. Κατά το στίχο του Σολωμού: «και διηγώντας τα, να κλαις...».
Φέτος λοιπόν δεν είχα καμιά διάθεση να υψώσω και πάλι τη σημαία στο μπαλκόνι του σπιτιού μας. Η ντροπή και η αποκαρδίωση που με διακατέχουν, ενώπιον των παθών μας, δεν αφήνουν περιθώρια για χαζοχαρούμενες εθνικές κορόνες. Σ' αυτές μπορούν να προσέρχονται αναιδώς και κάποιοι που τώρα προσποιούνται ότι κυβερνούν, ενώ ο λαός ξαναζεί τις σκληρές μέρες της άλλης γερμανικής Κατοχής. Με τη διαφορά ότι οι κατακτητές, αυτή τη φορά, δεν ξανάρθαν με τη βία των όπλων. Ο αχρείος πολιτικός κόσμος, αλλά και η δική μας απερισκεψία έφεραν την τρόικα και τους ελεγκτές των Βρυξελλών. Για να εξασφαλίσουν τη σταδιακή αποπληρωμή των επαχθών δανείων, τα οποία οι άθλιοι αποδέκτες της ελεύθερης ψήφου μας, χωρίς ποτέ εγκαίρως να μας ενημερώσουν και, πολύ περισσότερο, δίχως καμιά δική μας εντολή, κατάρτιζαν επί τρεισήμισι δεκαετίες αυτά τα επαχθή δάνεια, κυριολεκτικώς πίσω από την πλάτη μας. Και επιπροσθέτως μάς ενέπαιζαν με αναιδείς ρητορείες για την κατ' ευφημισμόν Ελλάδα της προόδου και της ευημερίας! Τώρα πια γνωρίζουμε ότι επρόκειτο για την Ελλάδα της μίζας και της ασύστολης διαρπαγής.
Οπωσδήποτε, κατά τη λαϊκή σοφία, ενός κακού δοθέντος, μύρια έπονται. Μεταξύ αυτών, δεν άργησε να διεκδικήσει θεαματική παρουσία στην ξεδιάντροπη δημοσιότητα και η κατά τα άλλα ηρωική Κύπρος...
Πριν από περίπου δώδεκα χρόνια, με είχε ενοχλήσει -κυριολεκτικώς με είχε βάναυσα προσβάλει- η απαξιωτική αποστροφή του τότε πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, ότι «αυτή είναι η Ελλάδα!...». Με είχε συγκλονίσει τόσο έντονα, ώστε είχα αναζητήσει ανακούφιση στη μελέτη του θησαυρού της αρχαιοελληνικής μας σοφίας. Μάταιος κόπος!... Και τούτο, γιατί είχα κάνει το λάθος να ξαναδιαβάσω όσα εξουθενωτικά διηγείται στην Ιστορία του ο Θουκυδίδης -ένα πραγματικό κόσμημα της υποδειγματικής καταγραφής της αληθινής Ιστορίας κρίσιμων εποχών- που ακόμη εξακολουθούν να ρίχνουν τη βαριά σκιά τους στον ελλαδικό μας χώρο.
Λυπάμαι, αλλά η πικρή αλήθεια δεν είναι καθόλου ενθαρρυντική, αναφορικά με την αξιοπιστία του δικού μας πατριωτικού ήθους. Βαθιά αποκαρδιωμένος από όσα βλέπω και βιώνω γύρω μου, σε όλους τους κατ' επίφασιν ιερούς ή απερίφραστα ανίερους χώρους της καθημαγμένης πατρίδας μας, μόνον αποστροφή και απέχθεια νιώθω. Κι ασφαλώς, δεν είναι μόνον η δική μου ευαισθησία που πληγώνεται με όσα βιώνουμε.
Μικρό και πρόχειρο δείγμα γραφής, αναφορικά μ' αυτόν τον καημό: πρόσφατα, φίλος κληρικός μού διηγήθηκε ότι επισκέφθηκε κάποιο ιερορραφείο, από αυτά που έχουν κυκλώσει την Αρχιεπισκοπή. Εκεί, παρέδωσε στο ράφτη το ύφασμα και... εξερράγη, καθώς άκουσε ότι τα ραπτικά θα ήταν οκτακόσια ευρώ, και μάλιστα δίχως ΦΠΑ, αφού ο ιερορράφτης δεν συνηθίζει να δίνει απόδειξη! Προσπάθησα να καλμάρω τον καλό μου φίλο, θυμίζοντάς του ότι έχει αρκετά και «ωραία», κατά τις εκκλησιαστικές ευαισθησίες, ιερατικά άμφια. Τι το θέλει τούτο το παραπανίσιο; Το ενοχλητικό μου ερώτημα δεν πήρε απάντηση... Εκείνος επέμενε να βλέπει αποκλειστικώς και μόνον την αναίδεια του ράφτη, που αξίωνε τα οκτακόσια ευρώ. Και γιατί, τάχα, να μην τα θέλει, αφού, καθώς φαίνεται, βρίσκει πελατεία...
Λοιπόν, φίλε αναγνώστη, προχθές, που βγήκαν στους δρόμους και πάλι οι φιλαρμονικές, με το γνωστό εμβατήριο «Ολη η δόξα, όλη η χάρη, άγια μέρα ξημερώνει», μόνο καημούς και πικρές διαψεύσεις εθνικών πόθων μου θύμισαν. Και τούτο καθώς, τώρα πια, γνωρίζουμε ή -έστω- οφείλουμε, ως μη αφελείς, να κατανοούμε ότι για τον ξεπεσμό μας δεν μας φταίνε ούτε οι Τούρκοι ούτε οι Αγγλοι, οι Γάλλοι και οι Γερμανοί. Εμείς μόνοι μας βγάζουμε τα μάτια μας και καταστρέφουμε το μέλλον των παιδιών μας, σπρώχνοντάς τα στις ξενιτιές, ενώ στο δικό μας ουρανό λάμπει ο πιο όμορφος, ο πιο φωτεινός και ο πιο ελπιδοφόρος ήλιος του κόσμου, χλευάζοντας τους αχρείους εξουσιολάγνους όλων των χώρων της ταλαίπωρης πατρίδας μας.
Εκτός κι αν τα εγγόνια μας, αργότερα, θυμώσουν μ' εμάς και με τη δική μας αλλοπρόσαλλη αγάπη για εκείνα. Και θωρακιστούν αυτά, επί τέλους, με το ήθος της εθνικής αλληλεγγύης, που ποτέ εμείς, ώς τώρα, δεν φροντίσαμε να καλλιεργήσουμε για να τους κληροδοτήσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου