Παρασκευή 8 Ιουλίου 2016

ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΟ ΓΥΡΟ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΩΝ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΑΕΙ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΖΕΤΑΙ ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΓΙΑ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΝ ΤΟΤΕ ΟΙ ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΤΙΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗ ΣΧΟΛΗ Ή ΤΟ ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗΣ Η τελευταία ευκαιρία για τη δημόσια παιδεία Δίκαιο το μισθολόγιο των πανεπιστημ...

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ Εισαγωγή χωρίς εξετάσεις, επιλογή με εξετάσεις

ΣΥΛΒΑΝΑ ΡΑΠΤΗ  | ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 30/03/1998 |
      

ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΟ κύκλο εισαγωγικών εξετάσεων μέσα πλέον στα ίδια πανεπιστήμια προσανατολίζεται το υπουργείο Παιδείας, σύμφωνα με τις σκέψεις που εξέθεσε στα «ΝΕΑ» ο αρμόδιος υπουργός κ. Γεράσιμος Αρσένης. Όλοι μεν οι απόφοιτοι του Ενιαίου Λυκείου θα εισάγονται στα Πανεπιστήμια από το 2000, αλλά λίγοι θα επιλέγονται για να συνεχίσουν τη φοίτηση τους στις περιζήτητες σχολές, με κριτήριο την επίδοση τους στα δύο πρώτα χρόνια των σπουδών.
Ο κ. ΑΡΣΕΝΗΣ εξηγεί μεταξύ άλλων ότι «το Λύκειο μπορεί να δώσει μιάν αντικειμενική εκτίμηση της απόδοσης του παιδιού, αλλά δεν μπορεί να εκτιμήσει αν ένας μαθητής είναι κατάλληλος για γιατρός, μηχανικός, ή οδοντίατρος». Ακριβώς γι' αυτό το λόγο οι απόφοιτοι του Ενιαίου Λυκείου από το 2000 θα εισάγονται όχι σε συγκεκριμένες σχολές ή τμήματα όπως γίνεται σήμερα, αλλά σε επτά ή οκτώ ευρύτερες κατευθύνσεις και ύστερα από την παρακολούθηση κοινών μαθημάτων για ένα ή δύο χρόνια θα εκτιμάται η απόδοση τους και θα ακολουθεί ο καταμερισμός σε συγκεκριμένες ειδικεύσεις.
ΟΛΕΣ οι λεπτομέρειες για το νέο τρόπο πρόσβασης των νέων στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση θα γίνουν γνωστές πολύ πριν το καλοκαίρι ώστε, όπως επεσήμανε ο κ. Αρσένης, να γνωρίζουν ακριβώς τι πρόκειται να αντιμετωπίσουν το 2000, οι σημερινοί μαθητές της Α' τάξης του Λυκείου. Παράλληλα, ο κ. Αρσένης τονίζει ότι τα Προγράμματα Σπουδών Επιλογής (ΠΣΕ) είναι η τελευταία ευκαιρία για την επιβίωση των δημοσίων πανεπιστημίων, επισημαίνοντας ότι διαφορετικά το κενό που υπάρχει μεταξύ ζήτησης και προσφοράς σπουδών θα καλυφθεί από τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια.
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ Παιδείας εκτιμά ότι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση πιστώνεται συνολικά στην κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος την εισηγήθηκε, και ότι «το χρονοδιάγραμμα που έχουμε και εφικτό είναι και επιχειρεί να αλλάξει όσο πιο γρήγορα γίνεται τις βασικές παραμέτρους της παιδείας. Παράλληλα όμως, σημειώνει ότι «ενώ η ελληνική κοινωνία περίμενε με ιδιαίτερη ανοχή και υπομονή να αλλάξει το σύστημα της παιδείας εδώ και πολλές δεκαετίες, από τη στιγμή που θεσμοθετήθηκε η μεταρρύθμιση, ανυπομονεί και θέλει την ολοκλήρωσή της "εδώ και τώρα"...».
Το 2000 είναι έτος ορόσημο για τον τομέα της παιδείας, κατά τον κ. Αρσένη, καθώς τότε θα είναι η πρώτη φορά, που όπως ο ίδιος λέει χαρακτηριστικά: «τα παιδιά που φοιτούν τώρα στην Α' Λυκείου θα μπορούν χωρίς Γενικές Εξετάσεις, ελεύθερα, να μπουν στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση».

Η ΠΛΗΡΗΣ ισορροπία μεταξύ ζήτησης και προσφοράς σπουδών θα επέλθει, όπως εξηγεί ο υπουργός Παιδείας, με τη λειτουργία των Προγραμμάτων Σπουδών Επιλογής (ΠΣΕ) και του Ανοιχτού Πανεπιστημίου και με την ίδρυση 70 νέων τμημάτων στα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ.
Στο ερώτημα «τι θα γίνει με τα περιζήτητα τμήματα, όπως οι Ιατρικές, οι Νομικές, τα Πολυτεχνεία κ.λπ., όπου οι προσφερόμενες θέσεις εισακτέων είναι πολύ λιγότερες από τους υποψηφίους», ο κ. Αρσένης απαντά ως εξής:
«Εδώ πράγματι υπάρχει ένα πρόβλημα και πρέπει να δώσουμε μιαν απάντηση.
Βεβαίως, σε ορισμένα τμήματα θα υπάρχει υπερβάλλουσα ζήτηση, κυρίως σε επαγγελματικές σχολές, και εκεί θα πρέπει να γίνει μια επιλογή των μαθητών με συγκεκριμένα και αντικειμενικά κριτήρια. Αυτά τα κριτήρια θα θεσπιστούν στο πλαίσιο των αλλαγών που θα γίνουν στο Λύκειο από τον επόμενο Σεπτέμβριο και αφορούν την αξιολόγηση του μαθητή και την απόκτηση του πτυχίου του».
Να υποθέσουμε πως θα εμπλακούν στην όλη διαδικασία της επιλογής και τα Πανεπιστήμια θέτοντας και αυτά κάποια κριτήρια και από τη δική τους πλευρά για να δεχτούν τους φοιτητές; Έχει γίνει κάποια προεργασία;
«Ναι, γίνεται ήδη συζήτηση με τα Πανεπιστήμια γι' αυτό το θέμα, γιατί το Λύκειο μπορεί και πρέπει να δώσει μια αντικειμενική εκτίμηση της απόδοσης του παιδιού, αλλά δεν μπορεί να εκτιμήσει αντικειμενικά εάν ένας μαθητής θα είναι ο κατάλληλος υποψήφιος γιατρός, ή μηχανικός, ή οδοντίατρος. Αυτές οι επιλογές θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να κριθούν αργότερα μέσα στην πανεπιστημιακή διαδικασία όπου ο φοιτητής θα μπορεί να κριθεί με κριτήρια που είναι πολύ κοντά στο σχετικό γνωστικό αντικείμενο.
Γι' αυτό και οι συζητήσεις γίνονται πάνω σε αυτή τη βάση, η εισαγωγή δηλαδή των φοιτητών να γίνεται κατά ευρύτατες κατευθύνσεις, 7-8, και ο επιμερισμός σε ειδικότητες να γίνεται αργότερα μέσα στα Πανεπιστήμια με βάση την πανεπιστημιακή επίδοση των φοιτητών.
Μέσα στις ευρύτερες κατευθύνσεις, που δεν μπορούμε τώρα να τις κατονομάσουμε, θα υπάρχουν κοινά μαθήματα, τα οποία για τον α' ή και για τον β' χρόνο θα μπορούν να παρακολουθούν όλοι οι φοιτητές, οι οποίοι αργότερα θα χωριστούν στις εξειδικευμένες συγκεκριμένες κατευθύνσεις του ευρύτερου χώρου».
Αυτό πρακτικά μπορεί να σημαίνει αύξηση του χρόνου σπουδών;
«Όχι».
«ΦΥΣΙΚΕΣ» χαρακτηρίζει ο κ. Αρσένης τις αντιδράσεις για τα Προγράμματα Σπουδών Επιλογής (ΠΣΕ), που τα θεωρεί «την τελευταία ευκαιρία για την επιβίωση της δημόσιας παιδείας στην Ελλάδα» και εξηγεί το γιατί:
«Τα Προγράμματα Σπουδών Επιλογής είναι μια ριζική αλλαγή στην πανεπιστημιακή ζωή.
Γνωρίζουμε όμως ότι η παραδοσιακή δομή των Πανεπιστημίων και των Τμημάτων ανταποκρίνεται με πολύ αργά αντανακλαστικά, για να το πω λίαν επιεικώς, στις αλλαγές της εποχής.
Τα Προγράμματα Σπουδών Επιλογής ανανεώνουν και αναβαθμίζουν την πανεπιστημιακή ζωή. Αλλάζουν έτσι ομολογουμένως οι ισορροπίες μέσα στο Πανεπιστήμιο και είναι φυσικό να υπάρχουν από ορισμένους χώρους κάποιες αντιδράσεις».
Ποιοι χώροι είναι αυτοί;
«Θα μπορούσα να πω ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο πανεπιστημιακό κατεστημένο ­ μικρό σε αριθμό αλλά καλά συγκροτημένο ­ που αισθάνεται αρκετά βολεμένο με την υφιστάμενη κατάσταση και ανθίσταται σε αλλαγές που ανοίγουν τα Πανεπιστήμια στη νέα εποχή.
Σ' αυτούς που αντιδρούν εγώ λέω ότι εάν τα δημόσια Πανεπιστήμια δεν σπεύσουν να ανταποκριθούν στο αίτημα των καιρών, η ζωή θα καλύψει το κενό ­ που αφήνουν ­ διαφορετικά. Ο κάθε ένας μπορεί να το καταλάβει. Εγώ θέλω να τονίσω ότι αυτή τη στιγμή τα δημόσια Πανεπιστήμια δίνουν τη μάχη της επιβίωσής τους. Εμείς θέλουμε να τα βοηθήσουμε και να τα αναβαθμίσουμε.
Και πιστεύω ότι έχουμε τη στήριξη της μεγάλης πλειονότητας των εκπαιδευτικών και των φοιτητών. Πάντα στις μεγάλες αλλαγές και τις μεταρρυθμίσεις θα υπάρχει μια συγκροτημένη, οργανωμένη μειονότητα που θα αντιδρά, αλλά νομίζω ότι και αυτή θα υποχωρήσει, γιατί θα καταλάβει ότι αυτό που κάνουμε δεν είναι μόνο κάλεσμα των καιρών, είναι αναγκαίο και για τη δική τους επιβίωση».
Αν κατάλαβα καλά, δεν αφήνετε χώρο για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια.
«Ειλικρινά πιστεύω ότι με τη διεύρυνση και αναβάθμιση των Πανεπιστημίων και των ΤΕΙ οι εκπαιδευτικές ανάγκες της χώρας μας καλύπτονται.
Φυσικά, αν αφήναμε τα Πανεπιστήμια στη νοσταλγία του παρελθόντος, το κενό κατ' ανάγκη θα καλυπτόταν από άλλους θεσμούς. Και το θεωρώ τουλάχιστον παράδοξο ότι ορισμένες ομάδες, οι οποίες κόπτονται για τη δημόσια και δωρεάν παιδεία, αντιστρατεύονται την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που, επαναλαμβάνω, δίνει την τελευταία ευκαιρία στη δημόσια παιδεία στην Ελλάδα να αναπτυχθεί ανταγωνιστικά».
ΜΙΑ ΑΠΟ τις ρυθμίσεις που προώθησε, και για την οποία αισθάνεται μεγάλη ικανοποίηση ο κ. Αρσένης, είναι το πανεπιστημιακό μισθολόγιο. Και όταν ερωτάται για τις φωνές διαμαρτυρίας και τις αντιδράσεις που εκδηλώνονται, απαντά χωρίς μισόλογα: «Σας είπα ότι σε κάθε αλλαγή πάντοτε θα υπάρχουν και κάποιες αντιδράσεις. Θα αναφέρεστε, φαντάζομαι, στη ρύθμιση βάσει της οποίας καθηγητές που έχουν το δικαίωμα να θεωρούνται πλήρους απασχόλησης θα πρέπει να καταβάλλουν το 30% των εξωπανεπιστημιακών αποδοχών τους στο ταμείο των Πανεπιστημίων, που ασχολούνται επαγγελματικά εκτός Πανεπιστημίου. Πράγματι, ορισμένοι καθηγητές της Ιατρικής και Νομικής έχουν αντιδράσει και έχουν προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Η μεγάλη όμως πλειοψηφία των πανεπιστημιακών αποδέχεται αυτή τη ρύθμιση, που είναι άλλωστε δίκαιη».
«ΓΕΡΟΝΤΟΚΡΑΤΙΚΟ» χαρακτηρίζει ο υπουργός Παιδείας το παλαιό σύστημα του διορισμού των εκπαιδευτικών με την Επετηρίδα και τονίζει ότι ο διαγωνισμός θα γίνει, για να επιλεγούν οι καλύτεροι.
Στην παρατήρηση ότι κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου βέβαιο, ο κ. Αρσένης επισημαίνει:
«Δεν καινοτομούμε, μεταφέρουμε μια παγκόσμια δοκιμασμένη εμπειρία με μεγάλη καθυστέρηση, θα έλεγα, στον τόπο μας. Βέβαια, δεν είναι βέβαιο ότι αυτοί που πετυχαίνουν στον διαγωνισμό και κρίνονται ικανοποιητικά για την γνώση τους και για την επάρκειά τους να μεταφέρουν αυτή τη γνώση στους μαθητές, θα αποδειχθούν και στην πράξη καλύτεροι εκπαιδευτικοί.
Γι' αυτό, οι επιτυχόντες στον διαγωνισμό διορίζονται και κρίνονται στην πράξη ύστερα από δύο χρόνια, εάν πράγματι είναι οι εκπαιδευτικοί υψηλού επιπέδου, που έχει ανάγκη η Παιδεία μας.
Αυτό το σύστημα, φυσικά, είναι εξόφθαλμο πως υπερέχει από το γεροντοκρατικό σύστημα της Επετηρίδας, όπου πολλές φορές, για να διοριστεί κανείς έπρεπε να έχει πλησιάσει τα 50 του χρόνια...».
Η υπεροχή του νέου συστήματος διορισμού των εκπαιδευτικών σίγουρα όμως δεν αγγίζει τους αναπληρωτές, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι μεταξύ 30 και 40 χρόνων.
«Το γεγονός ότι η Επετηρίδα θα ισχύσει για τα επόμενα 5 χρόνια, σημαίνει ότι οι αναπληρωτές στη μεγάλη πλειοψηφία τους θα μπουν με το παλαιό σύστημα της Επετηρίδας. Πρόσθετα, δικαιούνται, εάν το επιθυμούν, να πάρουν μέρος και στις εξετάσεις, όπου μοριοδοτούνται, ανάλογα με την υπηρεσία τους, στα δημόσια σχολεία. Η μοριοδότηση αυτή είναι αρκετά σημαντική, γιατί στον διαγωνισμό η σειρά προτεραιότητας θα παιχτεί στο δεύτερο δεκαδικό σημείο.
Όταν, λοιπόν, η μοριοδότηση για κάποιον που έχει 5 χρόνια υπηρεσίας στο Δημόσιο είναι τέτοια που το 15 του διαγωνισμού γίνεται 16,5, νομίζω ότι δίνει μια ιδιαίτερα προνομιακή θέση στους αναπληρωτές. Πρέπει, μάλιστα, να σας πω ότι έχω ήδη αντιδράσεις από άλλους υποψήφιους, κυρίως από τους νέους απόφοιτους Πανεπιστημίων, οι οποίοι μου καταγγέλλουν ότι η μοριοδότηση υπέρ των αναπληρωτών είναι υπερβολικά προνομιακή. Νομίζω ότι η νομοθετική ρύθμιση αποτελεί τη χρυσή τομή και τα προβλήματα αντιμετωπίζονται ικανοποιητικά».
ΕΡΓΟ της κυβέρνησης συνολικά, και όχι αποκλειστικά και μόνο δικό του, θεωρεί ο κ. Αρσένης την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση και όταν ερωτάται αν αισθάνεται να «επιδρά» στην ενδοκομματική ζωή και δράση του η πορεία της μεταρρύθμισης, βρίσκει την ευκαιρία ν' ανοίξει τα χαρτιά του γενικότερα:
«Προσωπικά δεν τα ζυγιάζω έτσι τα πράγματα. Βλέπω μεγάλες πολιτικές εξελίξεις μπροστά μας και πρέπει να μας απασχολήσουν τα πολιτικά θέματα, όχι τα επιφαινόμενα της πολιτικής. Είναι ανοικτό μυστικό ότι και στα δύο μεγάλα κόμματα θα έχουμε ζωηρό εσωτερικό πολιτικό διάλογο για τη διαμόρφωση της πολιτικής μας ταυτότητας και της φυσιογνωμίας.
Από κομματική σκοπιά, πιστεύω ότι οι επόμενοι μήνες, τα επόμενα χρόνια, θα χαρακτηριστούν όχι από αντιπαραθέσεις ομάδων ή προσωπικών διεκδικήσεων, αλλά από έναν ζωηρό και ελπίζω γόνιμο διάλογο για τη διαμόρφωση της σύγχρονης προοδευτικής πρότασης, που θα είναι συνεπής με την ιστορία μας και θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες της σύγχρονης εποχής».
Ήσασταν το πρώτο στέλεχος της λεγόμενης εσωκομματικής αντιπολίτευσης που βγήκε και στήριξε την πολιτική της κυβέρνησης στο θέμα της υποτίμησης. Την περασμένη Δευτέρα ο υπουργός Άμυνας κ. Τσοχατζόπουλος εξέφρασε σε συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» επιφυλάξεις γι' αυτή την πολιτική, υποστηρίζοντας ότι εάν είχε εγκαίρως ακολουθηθεί μια πολιτική προοδευτικής διολίσθησης, το κοινωνικό κόστος θα ήταν πολύ μικρότερο».
Παρακολουθώ όλες αυτές τις συζητήσεις και διερωτώμαι εάν πράγματι συζητάμε τα ουσιαστικά ζητήματα ή όχι. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να συμφωνήσουμε ποια είναι τα θέματα που πρέπει να συζητήσουμε.
Πρώτα από όλα, νομίζω ότι για διάφορους λόγους που δεν χρειάζεται να αναλύσουμε τώρα, η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού δέχεται τη δέσμευσή μας, να μπούμε στην ΟΝΕ το 2001.
Από τη στιγμή που έχουμε αποφασίσει να προχωρήσουμε στην ΟΝΕ, είναι σαφές ότι θα έπρεπε να περάσουμε και από τον μηχανισμό των συναλλαγματικών ισοτιμιών κι ήταν πασίδηλο ότι για να περάσουμε από αυτό, θα έπρεπε να γίνει, ανάμεσα και στα άλλα, η διόρθωση στην ισοτιμία της δραχμής, δηλ. η υποτίμησή της.
Μέχρι εδώ μιλάμε για αναγκαιότητες. Και είναι θέματα δεύτερης ή τρίτης σημασίας εάν κάτι θα μπορούσε να είχε γίνει λίγο νωρίτερα, λίγο αργότερα ή κάπως διαφορετικά. Ο κάθε ένας μπορεί να έχει την άποψή του.
Εγώ πιστεύω ότι η ατζέντα που πρέπει να συζητήσουμε δεν είναι πια αυτή, αλλά η άλλη όψη του νομίσματος: τι θα γίνει με την απασχόληση, με τη βελτίωση του βιοτικού μας επιπέδου, με το κράτος πρόνοιας.
Αυτά τα θέματα έχουν ελάχιστα συζητηθεί και διαισθάνομαι ότι υπάρχουν δύο σχολές σκέψης.
* Η μια, η οποία εκφράζεται από αρκετούς συντηρητικούς, και όχι μόνο, είναι ότι η ονομαστική σύγκλιση δηλ., η μείωση του πληθωρισμού και των ελλειμμάτων, καθώς και οι ιδιωτικοποιήσεις, θα φέρουν ως εκ θαύματος και απρόσκοπτα την ανάπτυξη, τη διεύρυνση της απασχόλησης και, αργότερα, τους αναγκαίους πόρους για κοινωνική πολιτική.
* Η άλλη σχολή επιμένει ότι δεν αρκεί η ονομαστική σύγκλιση ότι χρειάζεται προγραμματισμένη παρέμβαση της Πολιτείας με συγκεκριμένους στόχους για την καταπολέμηση της ανεργίας, ιδίως της ανεργίας των νέων, χρειάζεται συγκεκριμένη θεσμική και οικονομική παρέμβαση για την προώθηση δυναμικών χώρων στην παραγωγή και ότι χρειάζεται πολιτική ηγεσία για να κινητοποιηθεί η κοινωνία και να αναπτυχθεί μια κουλτούρα ανάπτυξης και δημιουργίας που θα αλλάξει τις παραδοσιακές δομές της παραγωγής.
Δεν χρειάζεται νομίζω να τονίσω ότι η πρώτη σχολή είναι τελείως εξωπραγματική. Το ΠΑΣΟΚ πρέπει να στηρίξει τη δεύτερη άποψη. Οφείλουμε να εξειδικεύσουμε τις πολιτικές μας σε αυτά τα ζητήματα χωρίς να διστάσουμε να διακηρύξουμε ότι αυτή η πορεία είναι συμβατή με τη διατήρηση και μάλιστα, την ενίσχυση του κράτους πρόνοιας.
Τα θέματα που σας ανέφερα δεν είναι θέματα μόνο κυβερνητικής πολιτικής, είναι θέματα που πρέπει να απασχολήσουν τα καθοδηγητικά όργανα του κόμματος, την Κεντρική Επιτροπή, την Κοινοβουλευτική Ομάδα και πάνω από όλα το Συνέδριο.
Πολλοί μιλούν για το επόμενο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ και κάνουν διάφορες προβλέψεις για συγκρούσεις ομάδων και για προσωπικές επιδιώξεις. Θα κάνω κι εγώ τη δική μου. Το επόμενο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ θα είναι κατεξοχήν ένα ιδεολογικό, πολιτικό συνέδριο. Αυτό που δεν είχαμε τη δυνατότητα, λόγω της πολιτικής συγκυρίας, να κάνουμε στο προηγούμενο συνέδριο, οφείλουμε να το κάνουμε στο επόμενο».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου