Πέμπτη 23 Ιουλίου 2015

ΜΙΚΡΟ ΠΕΖΟ
ΤΟ ΧΑΡΤΟΝΟΜΙΣΜΑ
ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
"Σὰν τὴν ἀστέρευτη πηγή,
ποὺ βουρβουλᾷ μέσ᾿ στὰ βουνά,
τὰ δάκρυά μου στὴ σιγὴ
κατρακυλοῦν παντοτεινά."
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΥΖΙΗΝΟΣ
Το παιδάκι ο μικρός Κωστάκης μόλις είχε τελειώσει το δημοτικό σχολείο το 1960. Για να μην κάθεται στο σπίτι και κάνει "τρέλες" όπως έλεγαν οι γονείς του το προέτρεψε η μαμά του να βγει στην πιάτσα "να γνωρίσει την ζωή."
Εκείνη την εποχή βέβαια και¨ "υπό τας δεδομένας συνθήκας" μόνο την σκληρότητα της πραγματικής ζωής θα γνώριζε σε αυτή την τρυφερή ηλικία.
Ο μικρός Κωστάκης που γεννήθηκε λίγα χρόνια μετά τη Ελληνική απελευθέρωση από τη Γερμανική κατοχή γνώριζε από στερήσεις και φτώχεια.
Με δυσκολία έβραζε το τσουκάλι στην παραστιά, στις πολυμελής οικογένειες.
Οι πληγές από την Γερμανική κατοχή και τον διχασμό του κόσμου εξαιτίας του εμφυλίου ήταν διάχυτη παντού στην ατμόσφαιρα.
Τα παιδιά στο σχολείο εσιτίζοντο από την φιλανθρωπική αμερικάνικη βοήθεια, με λίγο κίτρινο τυρί, ένα τσίγκινο κυπελάκι βραστό γάλα, και μια φτενή φετούλα με λεπτή στρώση κίτρινο βούτυρο.
Με χίλια ζόρια και αγκομαχώντας σε αντίξοες συνθήκες η υπανάπτυκτη Ελληνική οικονομία σιγά σιγά άρχισε να τραβάει το κάρο.
Οι νέοι δεν είχαν την δυνατότητα να απορροφηθούν στην εγχώρια αγορά εργασίας.
Άλλοι άρχισαν να μεταναστεύουν , άλλοι να μπαρκάρουν στα εμπορικά βαπόρια, και άλλοι να οδεύουν προς την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη όπου υπήρχε η μικρή βιομηχανική και βιοτεχνική υποδομή.
Το καλοκαίρι υπήρχε στην πλατεία "νέων καταστημάτων" στην ταράτσα μιας μεγάλης οικοδομής ένας θερινός κινηματογράφος.
Ο υπεύθυνος του κυλικείου έδωσε στον Κωστάκη μία μικρή θήκη γεμάτη φιστίκια και καβουρντισμένα αμύγδαλα όπου τα πουλούσε στα διαλείμματα.
Κατά την διάρκεια της ημέρας πουλούσε καραμέλες στα καφενεία και στα υπεραστικά λεωφορεία.
Νωρίς πριν σουρουπώσει επέστρεφε στο σπίτι για να δώσει τις λίγες δραχμές στη μαμά του.
Εκείνη την ημέρα όμως είχε ρέντα διότι έδειξε ιδιαίτερη δραστηριότητα και είχε καλές πωλήσεις.
Είχε κερδίσει ένα ολόκληρο εκατοστάρικο.
Ένα κοκκινωπό χαρτονόμισμα των εκατό δραχμών "του βασιλείου της Ελλάδος."
Το δίπλωσε ο μικρούλης όλο χαρά και το έβαλε στο τσεπάκι του.
Έπρεπε να περπατήσει ίσαμε δύο χιλιόμετρα για να φθάσει στο σπίτι του.
Η μισή πεζοπορία ήταν σε χωματόδρομο.
Στο πρώτο "παντοπωλείο" της εποχής έκανε στάση.
Θέλησε να ψωνίσει τρόφιμα για το σπίτι τους και μια σοκολάτα για τον εαυτόν του.
Μόλις πήρε στο χέρι τα ψώνια, έβαλε το χέρι στη τσέπη για να βγάλει το διπλωμένο εκατοστάρικο.
Για κακή του τύχη η τσέπη του ήταν άδεια.
Έβαλε αμέσως τα κλάματα.
Πείσμωσε όμως.
Γύρισε πίσω και πήρε τον ίδιο δρόμο.
Η ψυχή του είχε πάει στην "κούλουρη."
Συνεχώς ερευνούσε την άκρη του δρόμου με αγωνία.
Σε μία άκρη του πεζοδρομίου πέφτει το μάτι του στο χαρτονόμισμα που έχασε.
Έσκυψε το πήρε στο χέρι και το χάιδεψε σαν μωράκι.
Επιστρέφει χαρούμενος και πληρώνει τον μπακάλη.
Παίρνει στο χέρι τα ψώνια ανοίγει την σοκολάτα και αρχίζει να την μασουλάει.
Εκείνη τη στιγμή είχε μία γλυκιά γεύση η ζωή του.
"Κάμνουν ταῖς πέτραις μαλακιαίς,
ὀργόνουν μάρμαρα γερά,
καὶ σταὶς βαθειαίς των αὐλακαὶς
βλαστάνουν λούλουδ᾿ ἀνθηρά.
Μόν᾿ ἡ καρδιά σου δὲν μπορεῖ
νὰ λυγισθῇ, ν᾿ ἁπαλυνθῇ
μόνο σ᾿ ἐκείνη τὴν σκληρὴ
ὀλίγη ἀγάπη δὲν ἀνθεί."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου