Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013


Πολιτικό σύστημα, τηλεόραση και διαχείριση του ανθρώπινου πόνου

18/2/13 | 0 σχόλια | 0 απαντήσεις | 100 εμφανίσεις
assets_LARGE_t_942_43477874του Ζήση Δ. Παπαδημητρίου
Περίληψη
 Το άρθρο αναφέρεται καταρχήν στη διαπλοκή πολιτικού συστήματος και τηλεόρασης καθώς και στη σχέση της  με τον τηλεθεατή. Επισημαίνονται επιμέρους τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματά της, όπως η εικόνα, η αμεσότητα, η πειστικότητα κλπ., τα οποία και τη διαφοροποιούν σε σύγκριση με τα άλλα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Στη συνέχεια, παρουσιάζεται και αναλύεται ο τρόπος με τον  οποίο η τηλεόραση διαχειρίζεται τις διάφορες μορφές του ανθρώπινου πόνου, αναμοχλεύοντας και εργαλειοποιώντας τις ανασφάλειες και τους φόβους των τηλεθεατών, μετατρέποντάς τους έτσι σε άβουλους αποδέκτες πολιτικών μηνυμάτων του συστήματος εξουσίας, καταναλωτές μιας εικονικής πραγματικότητας, καθοριστικής σημασίας για τον τρόπο με τον οποίο οι ίδιοι προσλαμβάνουν τη ζωή τους αλλά και τις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους. Τέλος, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο γεγονός ότι οι αρνητικές επιπτώσεις της τηλεόρασης στη διαδικασία πληροφόρησης, δεν οφείλονται, βέβαια, στο ίδιο το μέσο, το οποίο, απαλλαγμένο από τις οικονομικές και πολιτικές δεσμεύσεις, θα μπορούσε κάλλιστα  να λειτουργήσει εναλλακτικά, συμβάλλοντας στη χειραφέτηση και στην πνευματική ανάταση των πολιτών.
 Abstract
The paper refers at first to the interweaving of political system and television and to the relation of television with the audience. The special characteristics of television are highlighted, like the visuality, directness, persuasiveness etc., which differentiate television from the other mass media. Following, the way television manipulates several kinds of human pain is presented and analyzed. Television as a mass medium has the potential of moving and utilizing the fears and insecurities of the viewers by converting them to feckless receivers of the political messages imposed by the system. Thus, it is turning them into consumers of e visual reality which is as a result of critical significance for the way people perceive their lives and their relations with the others. Finally, the interest of the article focuses on the fact that the medium per se is not to be blamed for he aforementioned negative effects. Contrariwise, television, if free from economic and political involvements, could very well function alternatively, contributing in this way to the intellectual uplift and consequently to the emancipation of citizens.
 Πολιτική με την παραδοσιακή σημασία του όρου σημαίνει πρωτίστως διαβούλευση με την ενεργό συμμετοχή τόσο των πολιτικών όσο και των πολιτών σε μια σχέση αμφίδρομης επικοινωνίας. Με άλλα λόγια, όταν μιλούμε για πολιτική, μιλούμε για επικοινωνία, για ανταλλαγή ιδεών και απόψεων, με στόχο, υποτίθεται, το κοινό καλό. Σε αντίθεση με το παρελθόν, όταν ο τύπος λειτουργούσε ως «τέταρτη εξουσία», ελέγχοντας την εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική εξουσία, σήμερα η σχέση Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και Πολιτικής εξελίσσεται ολοένα και περισσότερο σε σχέση εξάρτησης της Πολιτικής από τα ΜΜΕ. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια πρωτοφανή στα χρονικά του δημόσιου βίου διαδικασία «αποικιοποίησης» της Πολιτικής από τα ΜΜΕ (1 ).  Η πολιτική παραδίδεται πλέον χωρίς όρους στα ΜΜΕ, τα οποία όχι μόνον την επηρεάζουν ως σύστημα και δομή, αλλά και αλλάζουν εκ βάθρων την ίδια τη λογική της. Πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση  των πολιτικών πραγμάτων διαδραματίζει η τηλεόραση.
Ως γνωστόν, η τηλεόραση είναι μια από τις πιο σημαντικές τεχνολογικές καινοτομίες της μεταπολεμικής περιόδου, καθότι επιδρά καταλυτικά στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, επηρεάζοντας άμεσα την κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά των ανθρώπων. Ως μέσο μαζικής επικοινωνίας, η τηλεόραση διαφέρει ουσιαστικά από τα συμβατικά μέσα πληροφόρησης, όπως είναι ο Τύπος και η Ραδιοφωνία. Στο χώρο των ΜΜΕ, η τηλεόραση  αποτελεί τον κατ’ εξοχήν φορέα της λεγόμενης «κατευθυνόμενης δημοσιότητας», στόχος της οποίας είναι η καλλιέργεια της πολιτικής απάθειας μεταξύ των πολιτών, εμποδίζοντάς τους  έτσι να συμμετέχουν ενεργά στα πολιτικά τεκταινόμενα. Στην εποχή μας, ο τηλεοπτικός εθισμός λειτουργεί ως υποκατάστατο για την έλλειψη πραγματικής επικοινωνίας, καθότι η ουσιαστική επικοινωνία προϋποθέτει διαδικασίες κατανόησης στο πνεύμα ενός διαλόγου μεταξύ  υποκειμένων με μεταβιβάσιμο σύνολο προτάσεων, ενώ η τηλεόραση, αντίθετα, παραμένει εξωτερικός μονόλογος, ο οποίος, χάρη στην τεχνική του τελειότητα, διαθέτει το κύρος της δημόσιας δεσμευτικότητας (2). Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του τηλεοπτικού μέσου είναι η εικόνα, η αμεσότητα και  πειστικότητα της οποίας δεν αφήνει πολλά περιθώρια στον τηλεθεατή να προσεγγίσει κριτικά το περιεχόμενο της πληροφορίας, αφού, όπως συνήθως λέγεται, «η εικόνα μιλάει από μόνη της» και με την έννοια αυτή αποτελεί  «αδιάψευστο» στοιχείο αλήθειας.
          Υποταγμένη στη λογική της εμπορευματοποίησης και του κέρδους, η τηλεόραση μετατρέπει το θεατή σε καταναλωτή πληροφοριών, τις οποίες και αποδέχεται παθητικά. Καθώς διεισδύει στον προσωπικό χώρο των ανθρώπων, καταλύει κάθε έννοια ιδιωτικού και στη θέση της πνευματικής αυτοσυγκέντρωσης υπεισέρχεται το τηλεοπτικό μήνυμα, το οποίο και παρεμβαίνει με έναν ιδιόμορφο τρόπο στον ψυχικό κόσμο του ατόμου, καταργώντας έτσι την ατομικότητα στη διαδικασία αποτίμησης της συγκεκριμένης πληροφορίας.  Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γερμανός πολιτικός επιστήμονας Κουρτ Λένκ, η τηλεόραση είναι το «αντίδοτο», το «χάπι», είναι το αποκορύφωμα της τεχνικά άρτιας αντιστάθμισης για την έλλειψη πραγματικής πληροφόρησης. Η σχέση του ατόμου με το τηλεοπτικό μέσο αποτελεί ένα είδος μονολόγου που κυριολεκτικά καθηλώνει αλλά και κατευθύνει τις κεραίες πρόσληψης του τηλεθεατή. Κι ενώ, λόγω της πληθώρας των μηνυμάτων, δίνει την αίσθηση της ολοκληρωμένης εικόνας, στην ουσία παραπληροφορεί, καθώς προβάλλει και αναπαράγει πρότυπα συμπεριφοράς προσαρμοσμένα πλήρως στη λογική του καταναλωτισμού. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο η τηλεόραση διαχειρίζεται τον πόνο, υποτάσσοντας τα ανθρώπινα συναισθήματα στη λογική εξυπηρέτησης των εκάστοτε στόχων του συστήματος εξουσίας. Πρόκειται για ιδιαίτερα αποτελσματικό μέσο συναισθηματικής προκατάληψης του δέκτη της πληροφορίας ( 3). Με τον τρόπο που λειτουργεί, η τηλεόραση αναμοχλεύει αλλά και εργαλειοποιεί κατάλληλα τις ανασφάλειες  και τους φόβους των πολιτών που χαρακτηρίζουν την εποχή μας, καθιστώντας τους άβουλους αποδέχτες πολιτικών μηνυμάτων του συστήματος εξουσίας. Όντας εμπορευματοποιημένη, η τηλεόραση είναι η πλέον συμπυκνωμένη έκφραση της «βιομηχανίας του θεάματος» ( 4).
          Καθώς η πολιτική κυριαρχείται σε σημαντικό βαθμό από τα οικονομικά συμφέροντα και δεδομένου του τρόπου λειτουργίας των ΜΜΕ που επηρεάζουν έντονα, μέσα από στημένες δημοσκοπήσεις και σφυγμομετρήσεις, το πολιτικό βαρόμετρο, τα μεγάλα οικονομικά συγκροτήματα, διαμορφώνουν, κατά το δοκούν, την κοινή γνώμη, παγιδεύοντας έτσι τις πολιτικές εξελίξεις και την κατά τα άλλα δήθεν ανεπηρέαστη λαϊκή θέληση. Ο αντιπροσωπευτικός θεσμός του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος φαλκιδεύεται με τη σειρά του, μετατρεπόμενος από εργαλείο άσκησης λαϊκής εξουσίας, σε εργαλείο εξυπηρέτησης ιδιοτελών οικονομικών συμφερόντων. Επιβεβαιώνεται για ακόμη μια φορά περίτρανα η διαπίστωση του Καρλ Πολάνυι, ότι ο καπιταλισμός  αποτελεί «ιστορική ανωμαλία», στο βαθμό που, σε αντίθεση με προηγούμενες ιστορικές φάσεις εξέλιξης της ανθρωπότητας, όπου οι οικονομικές διαδικασίες ήταν οργανικά δεμένες με τις κοινωνικές σχέσεις, οι κοινωνικές σχέσεις σήμερα ορίζονται κυρίως με βάση τη λογική του ιδιωτικού οικονομικού συμφέροντος (5). Στις μέρες μας, προϊούσης της παγκοσμιοποίησης, η  οικονομία καθορίζει πλέον σε σχεδόν απόλυτο βαθμό την πολιτική και μέσω αυτής τις κοινωνικές σχέσεις, με κυρίαρχο το  χρηματοπιστωτικό σύστημα και αιχμή του δόρατος το κερδοσκοπικό κεφάλαιο, το οποίο, με τη σειρά του, καθορίζει πλέον τις εξελίξεις στο χώρο της πραγματικής οικονομίας.
  Η διαπλοκή πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, όπως αυτή καταγράφεται στο χώρο των ΜΜΕ, έχει σημάνει προ πολλού το τέλος της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας και  την εμφάνιση της «τηλεοπτικής δημοκρατίας», όπως χαρακτηριστικά την αποκάλεσε πρώτος ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας Χέλμουτ Σμιτ, εξέλιξη που είχε μεταξύ άλλων σαν αποτέλεσμα τη μετατροπή της πολιτικής σε «συνοδοιπόρο» των ΜΜΕ. Η τηλεόραση, συγκεκριμένα, υποσχέθηκε τη μαζική διάδοση της πληροφορίας, για να μετατραπεί, τελικά, σε όργανο χειραγώγησης των μαζών, οι οποίες, ανήμπορες πλέον να αντιδράσουν, σέρνονται και φέρνονται από τους κάθε είδους δήθεν ειδήμονες της πολιτικής που συνωστίζονται καθημερινά στα τηλεοπτικά παράθυρα. Όπως πολύ σωστά έχει επισημανθεί, η τηλεδημοκρατία «είναι μια δημοκρατία που βιώνεται οπτικά από απόσταση (τηλε), ικανή για να δημιουργήσει απάθεια σε αυτούς που δεν εμπλέκονται άμεσα στα τηλεοπτικά τεκταινόμενα παράλληλα με κάποιες τάσεις ηδονοβλεψίας. Είναι μια ‘εξομολογητική’ για τους πρωταγωνιστές της και ΄ηδονοβλεπτική΄ για τους τηλεθεατές δημοκρατία. Οι μεν εξομολογούνται στους δημοσιογράφους οι δε, με μια σαρκοβόρα ηδονή που χαρακτήριζε το πλήθος στις ρωμαϊκές αρένες, αρέσκονται να βλέπουν πολιτικούς και γενικά ΄δημόσια πρόσωπα΄ να κατατροπώνονται υπό το βάρος της αδιάψευστης τηλεοπτικής αλήθειας» (6.).
          Στη χώρα μας, η πολιτική διέρχεται εδώ και πολύ καιρό περίοδο βαθιάς κρίσης, δείγμα  της οποίας αποτελεί η απουσία ουσιαστικού διαλόγου και η γενικευμένη πλέον απογοήτευση των μαζών. Οι πολιτικοί, όντας σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένοι από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, αφού σε αυτά και όχι στο έργο τους οφείλουν συνήθως την αναγνωρισιμότητά τους και συνακόλουθα την πολιτική τους καριέρα, ξιφολκούν μεταξύ τους μέσα από τα τηλεοπτικά παράθυρα, πλειοδοτώντας σε ριζοσπαστισμό και ανέξοδες υποσχέσεις. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης δεν υπηρετούν πλέον τον πολιτικό πλουραλισμό αλλά τις υφιστάμενες δομές εξουσίας. Η αναντιστοιχία μεταξύ πολιτικού λόγου και κοινωνικής πραγματικότητας, αφού η πολιτική ρητορεία και η πρακτική των πολιτικών κομμάτων δεν συνδέεται άμεσα με τις συλλογικές κοινωνικές διεργασίες, και η έλλειψη περιεχομένου στις φαινομενικά μόνον πολιτικοποιημένες αντιδράσεις των πολιτών, οδήγησαν στην εμφάνιση ενός κλίματος απολιτικής, θα έλεγα, «υπερπολιτικοποίησης», η οποία, αν την εξετάσει κανείς από κοντά και με κριτήριο τη διάθεση για ουσιαστική πολιτική στράτευση, υποδηλώνει μάλλον πολιτική απάθεια, αφού λείπει η συλλογική συνείδηση, βασική προϋπόθεση για την ενεργό συμμετοχή των πολιτών στην πολιτική ζωή του τόπου. Η μη σύνδεση του πολιτικού λόγου με την υλική του υπόσταση, τουτέστιν με την κοινωνική πραγματικότητα, τον καθιστά αναγκαστικά εγωκεντρικό, ατομικιστικό και, γιατί όχι, αντιδεοντολογικό. ΄Ετσι, οι καθημερινές πολιτικές αντιπαραθέσεις στους  δημόσιους και μη χώρους προσλαμβάνουν τον χαρακτήρα της ποδοσφαιρικής ή καλαθοσφαιρικής αναμέτρησης, συμπεριφορά  που οδηγεί αναπόφευκτα στην ποδοσφαιροποίηση της πολιτικής ζωής και στην πολιτικοποίηση του ποδοσφαίρου, με θύτες και θύματα τους ίδιους τους πολίτες (7).
          Αντί να διευκολύνουν τον πολιτικό διάλογο, δηλαδή την επικοινωνία μεταξύ  πολιτικών και πολιτών, για την εξεύρεση λύσεων στα προβλήματα που ταλανίζουν τις κοινωνίες μας, οι δημοσιογράφοι της τηλεόρασης ενδιαφέρονται κυρίως για την τηλεθέαση. Στα τηλεοπτικά πάνελ κυριαρχούν οι «ρητορικές τηλεμαχίες» σε βάρος της πολιτικής ουσίας, με αποτέλεσμα να αποκρύπτονται τα πραγματικά αίτια των γεγονότων που απασχολούν τους πολίτες. Μέσα από την τηλεόραση, ο πολιτικός λόγος γίνεται ολοένα και πιο συνθηματολογικός, αποκρύπτοντας συνειδητά την αλήθεια, προκειμένου να εξυπηρετηθούν κομματικά ή ακόμη και ατομικά συμφέροντα. Επαγγελματίες και μη επικοινωνιολόγοι αναλαμβάνουν, με το αζημίωτο βέβαια, την καθοδήγηση των πολιτικών, καθώς είναι αυτοί που σε τελευταία ανάλυση αποφασίζουν το πώς θα «στηθεί» αλλά και θα παρουσιαστεί η εικόνα του εκάστοτε πολιτικού. Η πολιτική μετατρέπεται σε θέαμα, ενώ η πάλαι ποτέ συμμετοχή των πολιτών στα κοινά έχει μετεξελιχθεί σε ένα ιδιόμορφο είδος «τηλε-ηδονοβλεψίας», καλύπτοντας, «ηδονοβλεπτικές και επιδεξιομανικές ορέξεις του κοινού», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Pierre Bourdieu, σχολιάζοντας την επίδραση που ασκούν στο κοινό τα γνωστά talk-shows και realities (8) . Οι ίδιοι οι πολιτικοί αντιμετωπίζοται από την τηλεόραση ως εμπόρευμα, μόνον που η διαφήμισή του διαφέρει από αυτήν των συνηθισμένων εμπορευμάτων, καθότι, ως ανθρώπινα όντα,  παρουσιάζουν ουσιαστικές διαφορές, οι οποίες και επιβάλλουν έναν συγκεκριμένο τρόπο προβολής  τους (9).
Στην ολιγαρχική δομή των πολιτικών κομμάτων έρχεται να προστεθεί και η διαμεσολάβηση του πολιτικού τους λόγου από τα ΜΜΕ, με αποτέλεσμα να ακυρώνεται ουσιαστικά κάθε δυνατότητα σύνδεσης του πολίτη με τον πολιτικό του αντιπρόσωπο, τουτέστιν το βουλευτή, ο οποίος λειτουργεί πλέον ως άτομο, πλήρως εξαρτημένο και υποταγμένο στα κελεύσματα των αρχηγοκεντρικά οργανωμένων πολιτικών κομμάτων. Ο πολίτης αναζητά μάταια στον πολιτικό συγκεκριμένες πολιτικές απόψεις και θέσεις, αφού αυτό που του προσφέρει ο πολιτικός δεν είναι παρά μόνον η τηλεοπτική του εικόνα. Καθώς προωθείται κυρίως η εικόνα σε βάρος του λόγου, η τηλεόραση έχει μετατρέψει την πολιτική σε θέατρο σκιών, καθώς οι πολιτικές ιδέες υφίστανται μόνον ως υποψία «πίσω από το κυρίαρχο τηλεοπτικά πολιτικό πρόσωπο» . Η «προσωποποίηση της πολιτικής … είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας που οδηγεί τα άτομα να λαμβάνουν αποφάσεις με βάση την προσωπικότητα των πολιτικών προσώπων και όχι με  βάση  τις θέσεις των πολιτικών κομμάτων ή τα ζητήματα που συζητούνται» (10).
Το πολιτικό ρεπορτάζ αγγίζει συχνά τα όρια της σκανδαλοθηρίας, ενώ στο όνομα της επικαιρότητας προβάλλονται γεγονότα που επηρεάζουν κι αυτά με τον τρόπο τους την πολιτική ζωή. Στο όνομα της τηλεθέασης, διογκώνονται τα διάφορα σκάνδαλα, για να ξεχαστούν την επόμενη, χωρίς τις όποιες συνέπειες για όσους εμπλέκονται σε αυτά. Αυτό, τουλάχιστον, βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, καθώς αυξάνονται απειλητικά τα κρούσματα διαφθοράς στη χώρα μας.
          Συστατικό στοιχείο του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί διεθνώς το καπιταλιστικό σύστημα εξουσίας, είναι, μεταξύ άλλων, και η στρατηγική του φόβου. Ο φυσικός φόβος των ανθρώπων εξελίσσεται σταδιακά σε «φόβο της εξουσίας» (11). Στη διαδικασία αυτή μεταλλαγής του φόβου, ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος της τηλεόρασης, η οποία και λειτουργεί ως μεταφορικός ιμάντας αποδόμησης της κοινωνικής συνοχής, καθώς η δραματικοποίηση  των γεγονότων, ενεργοποιεί υφιστάμενες ανασφάλειες των ανθρώπων, με αποτέλεσμα να καλλιεργείται, αντί της συλλογικής συνείδησης, ο άκρατος ατομικισμός. Στη στρατηγική του φόβου εντάσσεται και ο τρόπος με τον οποίο η τηλεόραση διαχειρίζεται, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, τις διάφορες εκφάνσεις του ανθρώπινου πόνου. Πρόκειται για μια ειδική μορφή εμπορευματοποίησης του πόνου, καθώς αυξάνει την τηλεθέαση και συνακόλουθα τα κέρδη των ιδιωτικών κυρίως καναλιών μέσω των διαφημίσεων, ενεργοποιώντας συγχρόνως ενδόμυχους φόβους των πολιτών, γεγονός που τους καθιστά ιδεολογικά ευάλωτους, έτοιμους να αποδεχτούν τις εκάστοτε επιλογές του πολιτικού συστήματος. 
          Η τηλεοπτική παρουσίαση του ανθρώπινου πόνου «πουλάει», γι΄ αυτό και τα διάφορα τηλεοπτικά κανάλια συναγωνίζονται κυριολεκτικά σε ό,τι αφορά τη δραματοποίηση ακραίων καιρικών φαινομένων, προβάλλοντας και σχολιάζοντας με περισσή τρομολαγνία την απόγνωση και τον πόνο των θυμάτων της «βιβλικής καταστροφής» (έκφραση ιδιαίτερα προσφιλής στα ρεπορτάζ αυτού του είδους), καθώς ενεργοποιεί τη συμπόνια των τηλεθεατών αλλά και απαλλάσσει τους καθ΄ ύλην υπεύθυνους από κάθε ευθύνη, όταν αποκαλύπτεται η παντελής έλλειψη των απαραίτητων προληπτικών μέτρων προστασίας. Ο πόνος των πληγέντων από τις «θεομηνίες», όπως πλημμύρες, σεισμοί και καταποντισμοί κλπ., συγκινεί, προκαλεί, προσωρινά τουλάχιστον, αισθήματα αλληλεγγύης στους τηλεθεατές, τα οποία και εκδηλώνοναι υπό τη μορφή της συγκέντρωσης και αποστολής χρηματικής ή/και υλικής βοήθειας προς τους πλημμυροπαθείς, σεισμοπαθείς κλπ., η οποία, πολλές φορές, αντί να φτάσει στα θύματα της καταστροφής, καταλήγει στις τσέπες  επιτήδειων ή ακόμα  και των ασκούντων την εξουσία στις πληγείσες περιοχές.
          Μια άλλη, εξίσου σημαντική, αιτία πρόκλησης ανθρώπινου πόνου είναι ο πόλεμος. Οι πολίτες στις αναπτυγμένες δυτικές κοινωνίες, βιώνουν τους πολέμους στις διάφορες περιοχές του  πλανήτη μας πρωτίστως τηλεοπτικά. Η εξόντωση δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, ο εξανδραποδισμός, τα βασανιστήρια, η φτώχεια και η εξαθλίωση καταγράφονται στη συνείδηση των τηλεθεατών ως γεγονότα που διαδραματίζονται μακριά από αυτούς, τα οποία ναι μεν τους αγγίζουν αλλά δεν αρκούν για να τους βγάλουν από το λήθαργο της επίπλαστης ευδαιμονίας που τους προσφέρει το σύστημα εξουσίας και ως εκ τούτου σπάνια κινητοποιούνται οι ίδιοι ενάντια στους πολέμους, όπως π.χ. συνέβη με τον πόλεμο του Βιετνάμ πρίν σαράντα πέντε περίπου χρόνια, ο οποίος  και λειτούργησε ως έναυσμα στην εμφάνιση του κινήματος διαμαρτυρίας των φοιτητών στη δεκαετία του ΄60, τόσο στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης όσο και στην ίδια την Αμερική. Στην εποχή μας, η τηλεόραση αποτελεί το κυρίαρχο μέσο πληροφόρησης αλλά και επιρροής στη συνείδηση των ανθρώπων σχετικά με τις ανά τον κόσμο εστίες πολέμου και με την έννοια αυτή οι πόλεμοι κερδίζονται ή χάνονται από ιδεολογική και προπαγανδιστική άποψη πρωτίστως τηλεοπτικά, με την έννοια ότι τα οπλικά συστήματα δεν επαρκούν για να κερδηθεί ένας πόλεμος, θα πρέπει να κερδιθεί, οπωσδήποτε, και η κοινή γνώμη(βλ. περίπτωση Ιράκ, Αφγανιστάν κλπ.).
          Στα καθ΄ημάς, η  διαχείριση του ανθρώπινου πόνου στην τηλεόραση σχετίζεται κυρίως με φαινόμενα της καθημερινότητας, όπως η ανεργία, η αλλοτρίωση, οι παντός  είδους εξαρτήσεις, η μοναξιά, η επιθυμία αυτοπροβολής και δημόσιας καταξίωσης, τα άτομα με ειδικές ανάγκες κλπ., τα οποία επιδρούν στην ψυχοσύνθεση των ανθρώπων και επηρεάζουν αντιστοίχως την κοινωνική και πολιτική τους συμπεριφορά. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της οικονομικής κρίσης το φάσμα της ανεργίας προκαλεί ανασφάλεια και φόβους. Ο τρόπος με τον οποίο η τηλεόραση διαχειρίζεται την απόγνωση των ανέργων, είτε δραματοποιώντας είτε ασκώντας κριτική, επηρεάζει όχι μόνον τους ίδιους αλλά και εκείνους που διατηρούν ακόμα τις θέσεις εργασίας, προκαλώντας συνειδησιακό ρήγμα μεταξύ των εντός και των εκτός των τειχών των επιχειρήσεων. ‘Όπως σωστά έχει επισημανθεί «το παγκοσμιοποιημένο  κεφάλαιο διαμορφώνει ένα άτομο το οποίο συρρικνώνεται μόνο στις φυσικές του λειτουργίες», έχοντας την αίσθηση ότι είναι ελεύθερο, ενώ στην πραγματικότητα η αλλοτρίωση αλλά και ο φόβος τον οποίο βιώνει καθημερινά του στερούν την ατομικότητά του, υποβαθμίζοντάς τον σε καταναλωτή  ιδεολογικών προσταγμάτων των ασκούντων την εξουσία (12).
          Η διαχείριση του πόνου των ανθρώπων μέσω της τηλεόρασης για αλλότριους σκοπούς αποτελεί πλέον καθημερινή πρακτική. Η φτώχεια και η δυστυχία που ταλανίζουν τον πλανήτη μας, δεν αντιμετωπίζεται ως αποτέλεσμα εκμετάλλευσης και άνισης κατανομής του κοινωνικού πλούτου, αλλά ως θεόσταλτη τιμωρία. Προβάλλονται, συνήθως, με πομπώδη και συχνά γλοιώδη τρόπο, τα «Έργα και αι Ημέραι»  των διαφόρων δωρητών, χορηγών, ευεργετών κλπ., οι οποίοι, πάντα με το αζημίωτο, εκθειάζονται ως πονόψυχοι και γενναιόδωροι, ενώ ο πλούτος που διαθέτουν είναι  προϊόν στυγνής εκμετάλλευσης της ανθρώπινης εργασίας. Έτσι, εξιλεώνονται στη συνείδηση του λαού, ο οποίος και εθίζεται στη σκέψη ότι η φιλανθρωπία είναι η σωτηρία και όχι η χρηστή διαχείριση του δημόσιου πλούτου και με την έννοια αυτή απαλλάσσει τους πολιτικούς από τις ευθύνες τους, ανοίγοντας διάπλατα τις πύλες στη διαφθορά.
            Ιδιαίτερα προβληματικός είναι ο τρόπος με τον οποία η τηλεόραση αντιμετωπίζει τις παραβατικές πράξεις ατόμων με ψυχικές διαταραχές. Προβάλλεται, συνήθως, η εικόνα του ανεξέλεγκτου ψυχασθενή, κάτι που προκαλεί και αναπαράγει  στον τηλεθεατή φόβο και δημιουργεί στη συνείδησή του ένα είδος επικίνδυνου «Άλλου», τον οποίο και βιώνει ως απειλή, αντί να συμμεριστεί τον πόνο του και να τον συμπαρασταθεί. Καλλιεργείται έτσι  το στερεότυπο του εν δυνάμει εγκληματία ψυχασθενή, ανεξάρτητα από τα αίτια της εγκληματικότητας. Η εγκληματικότητα που εμφιλοχωρεί σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, ανεξάρτητα από τα αίτια που την προκαλούν, χρεώνεται, συχνά, στα άτομα με ψυχικές διαταραχές (13).
          Ακόμη, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποία τα διάφορα τηλεοπτικά κανάλια και κυρίως τα ιδιωτικά, διασκεδάζουν τις αγωνίες. τους φόβους αλλά και τον πόνο των ανθρώπων με τα γνωστά talk shows  των «πρωϊνάδικων», όπου αποκαθηλώνεται πλήρως η προσωπικότητα κυρίως της γυναίκας,  καθώς αποτελεί κοινώς «γλάστρα», ενώ  το σώμα της μετατρέπεται σε φορέα διαφημιστικών μηνυμάτων. Η εμπορευματοποίηση του γυναικείου σώματος στο χώρο των τηλεοπτικών μέσων αποτελεί ένα ιδιαίτερα ειδεχθή τρόπο ψυχικής κακοποίησης της γυναίκας. Τραγικοκωμικές διαστάσεις προσλαμβάνει το θέαμα, όταν οι ίδιες οι γυναίκες, αντί να αντισταθούν στον τηλεοπτικό διασυρμό  και στη κοινωνική  απαξίωσή τους, αποδέχονται τον ρόλο που τους έταξαν τα τηλεοπτικά κανάλια, παρασυρμένες, ίσως,  από τις αμφιβόλου ποιότητας φιλοδοξίες τους, καθώς πιστεύουν ότι, συμμετέχοντας στο θέατρο του παραλόγου, θα ανοίξει και γι’ αυτές ο δρόμος τη επιτυχίας  στον κόσμο της τέχνης και του θεάματος, γνωστού όντος ότι η δημοσιότητα και η επωνυμία αποτελούν στην εποχή μας βασικές προϋποθέσεις για την απόκτηση πλούτου αλλά και κοινωνικής καταξίωσης (14). Τραγική είναι η περίπτωση των ατόμων που συμμετέχουν στα γνωστά reality shows, όπου απόκληροι αυτού του κόσμου, αυτοεξεφτιλίζονται για ένα «πινάκιο φακής», καθώς ξεγυμνώνονται ψυχολογικά προς «τέρψιν και ευχαρίστησιν» των τηλεθεατών, οι οποίοι καταναλώνοντας την απαξίωση  και των πόνο των «πρωταγωνιστών» του θεάματος, διασκεδάζουν τις προσωπικές τους ανασφάλειες και τους φόβους, έτοιμοι να αποδεχτούν την εκμετάλλευση και τις ταπεινώσεις που βιώνουν στην καθημερινή τους ζωή.
Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα. Μπορεί η τηλεόραση να συμβάλει στη δημιουργία των προϋποθέσεων για έναν διευρυμένο διάλογο μεταξύ πολιτών και πολιτικών ; Μπορεί, με άλλα λόγια, η τηλεόραση να γίνει το μέσον για την πολιτική ωρίμανση των πολιτών, για την μετατροπή τους από καταναλωτές εμπορευματοποιημένων ειδήσεων σε δρώντα πολιτικά όντα με άποψη και ικανότητες συμμετοχής στη διαμόρφωση των πολιτικών πραγμάτων; Προς το παρόν η σχέση πολιτικής και ΜΜΕ κάθε άλλο παρά θετικά εξελίσσεται, καθώς, παρά τις τεράστιες τεχνολογικές δυνατότητες που διαθέτουν οι κοινωνίες μας, η συνειδητή συμμετοχή των πολιτών στην πολιτική ζωή συρρικνώνεται.  Ωστόσο, για τις όποιες αρνητικές πτυχές της τηλεδημοκρατίας, δεν ευθύνεται, βέβαια το ίδιο το τηλεοπτικό μέσο, αλλά ο τρόπος με τον οποίο το τεχνολογικό αυτό επίτευγμα ενσωματώνεται στη εξυπηρέτηση της εκάστοτε οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Είναι αλήθεια πως η τηλεόραση θα μπορούσε να συμβάλει τα μέγιστα στον εκδημοκρατισμό των κοινωνιών μας, αρκεί να υπάρξει ο απαραίτητος κοινωνικός έλεγχος στη διαμόρφωση των τηλεοπτικών προγραμμάτων, με στόχο πάντα την ενίσχυση της κριτικής σκέψης των πολιτών.

Παραπομπές

  1. Σχετικά με την έννοια της «αποικιοποίησης» με την ευρεία σημασία του όρου, βλ. Habermas, Jürgen (1981), Theorie des kommunikativen Handelns, Band II : Zur Kritik der funkionalistischen Vernunft. Frankfurt am Main : Suhrkamp, σελ. 489.
  2. Παπαδημητρίου, Ζήσης (2006), Παρεμβάσεις. Θεσσαλονίκη : Σύγχρονοι Ορίζοντες, σελ. 159 κ.ε..
  3. Lenk, Kurt (1982), Politische Soziologie. Stuttgart-Berlin-Köln-Mainz : Kohlhammer, σελ. 112/119.
  4. Παπαδημητρίου, Ζήσης (2002), Μεταμοντέρνα αδιέξοδα. Θεσσαλονίκη : εκδ. Παρατηρητής, σελ. 198.
  5. Πολάνυι, Καρλ (2001), Ο μεγάλος μετασχηματισμός. Οι πολιτικές και κοινωνικές απαρχές του καιρού μας. Σκόπελος: εκδ. Νησίδες, σλ. 48.
  6. Δεληγκιαούρη, Αναστασία (2007), Πολιτικός λόγος και ΜΜΕ. Νομική, πολιτική και κοινωνική  διάσταση. Διδακτορική Διατριβή. Θεσσαλονίκη,
          σελ. 289.
  1. Παπαδημητρίου, Ζήσης (2006), ό.π. σελ. 146 κ.ε..
  2. Bourdieu, Pierre (1998), Για την τηλεόραση. Αθήνα : εκδ. Πατάκης.
  3. Παπαθανασόπουλος, Στέλιος (1997), Η δύναμη της τηλεόρασης : Η λογική του μέσου και της αγοράς. Αθήνα : εκδ. Καστανιώτης. Ιδιαίτερα το κεφάλαιο «Τηλεόραση και πολιτική».
10.Δεληγκιαούρη, Αναστασία (2007), ό.π., σελ. 317.
11.Λάμπος, Κώστας (2009), Αμερικανισμός και Παγκοσμιοποίηση.Οικονομία του φόβου και της παρακμής. Αθήνα: εκδ. Παπαζήση, σελ. 21 κ.ε..
12. Ζιγκλέρ, Ζαν (2004), Η ιδιωτικοποίηση του κόσμου και οι νέοι κοσμοκράτορες. Θεσσαλονίκη: εκδ. Σύγχρονοι Ορίζοντες, σελ. 216 κ.ε..
13. Παπαδημητρίου, Ζήσης (2006), ό.π., σελ. 177.
14 Στο ίδιο, σελ. 160.

Βιογραφικό Σημείωμα
 Ο ομότιμος καθηγητής Ζήσης Δ. Παπαδημητρίου γεννήθηκε το 1939 στους Γόννους της Λάρισας. Σπούδασε αρχικά ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο (Technische Universität) του Βερολίνου και στη συνέχεια Γενική Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. Εκπόνησε διδακτορική διατριβή με θέμα «Ηλεκτρονικοί υπολογιστές και οργάνωση της εργασίας» και αναγορεύτηκε Διδάκτωρ της Φιλοσοφίας (Dr.Phil.) του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης του Μάϊν.
Εξειδικεύτηκε στη Βιομηχανική Κοινωνιολογία και εργάστηκε για δώδεκα χρόνια ως ερευνητής τεχνολογίας στο διεθνούς φήμης Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας, γνωστό και ως «Κριτική Σχολή της Φρανκφούρτης», δημιούργημα των Γερμανών φιλοσόφων Max Horkheimer, Theodor Adorno, Herbert Marcuse κλπ.. Παράλληλα και σε συνδυασμό με το ερευνητικό του έργο, δίδαξε για δέκα χρόνια Βιομηχανική Κοινωνιολογία στο Τμήμα Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης.
Από το 1985 μέχρι και τη συνταξιοδότησή του τον Αύγουστο του 2006, δίδαξε Γενική και Πολιτική Κοινωνιολογία στο Προπτυχιακό καθώς και Πολιτική Επιστήμη στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών στον Τομέα Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης του Τμήματος Νομικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Υπήρξε επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Tohoku της Ιαπωνίας, προσκεκλημένος από την Japan Society for the Promotion of Science (1992), στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1993-1996) καθώς και στο Τμήμα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Ανάπτυξης (Δ.Ο.Σ.Α.) του  Δημοκρίτειου  Πανεπιστημίου Θράκης στην Κομοτηνή (1999-2006). Έχει πλούσιο συγγραφικό έργο στα ελληνικά, γερμανικά και αγγλικά. Μεταφράσεις εργασιών του δημοσιεύτηκαν επίσης στα ιταλικά και ιαπωνικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου