Παρασκευή 6 Ιουλίου 2012

ΔΙΗΓΗΜΑ – Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΙΟΠΑΛΗΣ ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ. Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ Σ,εκείνο το σπίτι και στην οικογένεια μιας εποχής όπου οι οικογένειες είχαν πολλά παιδιά, παιζόταν ένα δράμα και μια κωμωδία. Στην ζωή των ανθρώπων πάντα υπάρχει το γέλιο και το κλάμα, η κωμωδία και η τραγωδία. Το γέλιο έρχεται να αποφορτίσει τις στιγμές της έντασης, για να ισορροπήσει δύσκολες στιγμές και καταστάσεις. Το σπίτι όπου ζούσε η κυρά Τασία με την οικογένεια της, ήταν μονοκατοικία με σκεπή από κεραμίδια.Όλη η γειτονιά ήταν κτισμένη με μικρά σπίτια ,το ένα δίπλα στο άλλο, χωρίς ανάσα πρασίνου, και κοινόχρηστου χώρου. Οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν πρόσφυγες από την μικρά Ασία, και νησιώτες. Δυο δρασκελιές πιο κάτω ένας εργολάβος είχε ανακαλύψει ένα κενό οικόπεδο και ανέγειρε μια πολυκατοικία είκοσι διαμερισμάτων. Ορισμένοι κάτοικοι από την περιοχή έβλεπαν το επιβλητικό κτήριο να υψώνεται προς τον ουρανό, και ονειρευόταν να αποκτήσουν μια ημέρα εκεί «ένα διαμέρισμα με όλα τα κομφόρ» και μάλιστα ρετιρέ. O Bαγγέλης ο χαζούλης της γειτονιάς έβλεπε τους εργάτες να δουλεύουν στην πολυκατοικία που ετοιμαζόταν και έλεγε. «Εμένα δεν θα μου αρέσει να κλειστώ σε διαμέρισμα σαν το πουλί σε κλουβί.»Εγώ θα κτίσω διαμέρισμα στον ουρανό. Θα ζήσω κοντά στα σύννεφα.» «Θα χαίρομαι το ουράνιο τόξο. Δεν θα φοβάμαι τις βροντές και τις αστραπές γιατί θα γίνουν φίλοι μου.»Τα παιδιά της γειτονιάς τον άκουγαν να τα λέει αυτά και έλεγαν ότι είναι αλαφροϊσκιωτος. Ο Χρίστος παντρεύτηκε το 1935 με προξενιό. Ο ίδιος ήταν ακόμη είκοσι χρονών και είχε αφήσει ένα μικρό μουστάκι να του κοσμεί το μελαχρινό του πρόσωπο. Πήρε μια κοπέλα όμορφη λυγερή, με μακριά μαλλιά, τρία χρόνια μικρότερη του, και την πήγε στο σπίτι των γονιών του. Ο Χρίστος δεν είχε σταθερή δουλειά, και καθημερινό μεροκάματο. Οι γονείς του, τους συντηρούσαν αλλά πόσο θα τους άντεχαν φτωχοί άνθρωποι; Ήδη η μάνα του άρχισε να μουρμουρίζει ότι δεν τους χωρούσε το σπίτι. Γιατί βιάστηκε ο Χρίστος να κάνει οικογένεια τόσο μικρός και χωρίς δουλειά; Γιατί οι γονείς της κοπέλας τον δέχτηκαν για γαμπρό; Ο Χρίστος πήρε τη Μαρία και έφυγαν από το πατρικό του σπίτι.Νοίκιασε ένα μικρό σπιτάκι κοντά στην λαχαναγορά. Εκεί ζήτησε να δουλέψει στους εμπόρους της λαχαναγοράς. Εκεί δούλεψε ο Χρίστος πολλά χρόνια φορτώνοντας, και ξεφορτώνοντας τελάρα με φρούτα και λαχανικά. Στο σπιτάκι εκείνο με τους τοίχους σκοτεινούς από υγρασία, γέννησε η Μαρία και τα έξι της παιδιά. Μόνο ο Θεός γνωρίζει πως τα έβγαζε πέρα η οικογένεια με τα λίγα χρήματα του πατέρα. Κάποια στιγμή ο αδελφός του Χρίστου πολλά χρόνια μετανάστης στην Αμερική του εμβάζει ένα αρκετά σεβαστό ποσόν. Ο αδελφός του Χρίστου, ο Πάνος ξέροντας την δύσκολη ζωή τους, από τα γράμματα που του έστελνε ο Χρίστος θέλησε να τον συντρέξει λίγο, στα καθημερινά του βάσανα. Ο Χρίστος χάρηκε και συγκινήθηκε τα μέγιστα από την καλοσύνη του αδελφού του. Του έγραψε χίλιες ευχές, και πολλές ευχαριστίες. Μετά αποφάσισε να αλλάξει σπίτι γιατί το σπιτάκι, αυτό όπου ζούσαν πολλά χρόνια, ήταν μικρό πνιγηρό και πλέον δεν τους χωρούσε. Η Μαρία χαρούμενη που επιτέλους θα ανέβαινε στον τρίτο όροφο πολυκατοικίας παρήγγειλε καινούργια έπιπλα , για να στολίσει το νέο της σπίτι. Η έννοια της τώρα ήταν πως θα βρισκόταν γαμπροί να παντρέψει τις τέσσερις κόρες της. Κάθε Κυριακή πρωί έβαζαν οι κοπέλες τα σχολιανά τους και της έπαιρνε μαζί της στην εκκλησιά. Τα σαββατόβραδα οικογενειακώς πήγαιναν βόλτα στο νυφοπάζαρο στην παραλία. Η Μαρία είχε μεγάλη πίστη στον Θεό ,και δεν έχανε ποτέ το κουράγιο της. Είχε την ελπίδα όπως έλεγε τακτικά ότι¨ «Ο Θεός δεν αφήνει κανένα να χαθεί.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου