Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

ΔΙΗΓΗΜΑ
ΔΑΚΡΥΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ.
ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
Αρχή της δεκαετίας του 1960.H κυρά Βαγγελία καθόταν στην αυλή της μονοκατοικίας της. Ήταν καλοκαίρι και ο ήλιος έλαμπε ψηλά στον ουρανό. 
Είχε ένα έντονο διάλογο με το αγόρι της όπου μόλις είχε τελειώσει το δημοτικό σχολείο. Οι παλιοί θυμούνται και οι νεότεροι δεν γνωρίζουν. Ότι τότε ο κόσμος βίωνε ακραία φτώχεια εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση.
Πλήθος αγροτικού πληθυσμού συνέρρεε στις πόλεις και κυρίως σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Οι απελπισμένοι νέοι μετανάστευαν κατά χιλιάδες στο εξωτερικό. Λίγα παιδιά στην Ελλάδα λάμβαναν πτυχίο ΑΕΙ διότι μόλις το 1964 καθιερώθηκε η δωρεάν δημόσια παιδεία.
Υπήρχε μεγάλος αναλφαβητισμός και ολιγογραμματισμός κυρίως μεταξύ των γυναικών της υπαίθρου αλλά και των ανδρών των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων.
Στις πόλεις όπου συνέρρεαν οι αγρότες επιδίδοντο σε παρασιτικά επαγγέλματα λόγω ελλείψεως ισχυρής βιομηχανικής ,βιοτεχνικής παραγωγής αλλά και μη κατάρτισης σε κάποια ειδικότητα χρήσιμη στην βιομηχανία και βιοτεχνία. Στην Ελλάδα όμως, δυστυχώς για την ανταγωνιστικότητα της,από ανέκαθεν η πλειοψηφία των βιοτεχνών, οικοτεχνών παραγωγών εμπορικών προϊόντων, ήταν αυτοαπασχολούμενοι σε μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις.
Αρχή της δεκαετίας 1960.
Η κυρά Ευαγγελία σύζυγος του Βαγγέλα "ταβέρνα η καλή καρδιά" κοντά στην δημοτική αγορά συμβούλευσε το παιδί της¨ "να σπουδάσεις κάτι βρε αγόρι μου να μάθει κάτι στη ζωή σου, "να γίνεις άνθρωπος."
-"Πρέπει να πας σε τεχνική σχολή παιδί μου να βγεις ένας καλός τεχνίτης και με δίπλωμα."
-"Ή να σε στείλω σε κανένα παλιό υδραυλικό κατάστημα να γίνεις τεχνίτης υδραυλικός."
-"Να με ακούς παλικάρι μου."
-"Θέλεις να καταντήσεις σαν το παιδί που μένει απέναντι μας τον Στράτο
που κρατά ένα κασελάκι και είναι λουστράκος;"
Το παιδί απέναντι ο Στράτος κατά τύχη είχε έρθει στο πατρικό του για μεσημεριανό φαγητό.
Άθελα του άκουσε την συζήτηση των απέναντι γιατί μιλούσαν δυνατά, έξω στην αυλή τους.
Πληγώθηκε αφάνταστα ο μικρός μπήκε μέσα στο σπίτι τους και ξέσπασε σε λυγμούς.
Πέρασαν .....τριάντα και χρόνια.
Ο Στράτος επιστρέφει από την μακροχρόνια παραμονή του στην Αμερική.
Ήταν πια ένας ώριμος και πλούσιος άνδρας.
Επενδύει ευθύς αμέσως χρήματα σε ένα οργανωμένο εξαγωγικό οινοποιείο. Είχε αγοράσει και αμπελώνες και διέθετε καθετοποιημένη παραγωγή.
Παράλληλα επένδυσε και σ`ένα εργοστάσιο γυναικείων υποδημάτων πολυτελείας όπου είχε συνάψει συμφωνίες και προμήθευε αμερικάνικες αλυσίδες.
Κάποια ημέρα καταφθάνει στο εργοστάσιο του το "παιδί" της Ευαγγελίας και του Βαγγέλα, το μικρό Σταυράκι που μεγάλωσε. 
Το παιδί ντε του παλιού ταβερνιάρη.
Ήταν μεσόκοπος και ταλαιπωρημένος.
Του ζήτησε εργασία.
Δεν γνώριζε την δουλειά αλλά ο Στράτος τον λυπήθηκε και τον προσέλαβε σαν φύλακα του εργοστασίου.
-"Τι κάνουν οι γονείς σου;" 
Τον ρώτησε από ευγένεια.
-"Έφυγαν και οι δύο μέσα σ`ένα χρόνο."
-"Σε δέκα ημέρες κλείνουν πέντε χρόνια."
-"Τα θερμά μου συλλυπητήρια είπε ο Στράτος".
-"Δεν το γνώριζα."
-Έβγαλε από το πορτοφόλι του όσα χαρτονομίσματα έπιασε το χέρι του.
-"Πάρε Σταύρο του λέει να τους τελέσεις ένα μνημόσυνο εκ μέρους μου."
Ο Σταυρός έσκυψε συγκινημένος να του φιλήσει το χέρι αλλά ο Στράτος το τράβηξε απότομα.
-"Οι γονείς σου υπήρξαν καλοί μας γείτονες του είπε σοβαρά και με σφιγμένα τα χείλη και προχώρησε προς το αυτοκίνητο του."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου