Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης.Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη (γερμανικά: Der achtzehnte Brumaire des Louis Napoleon ή Der achtzehnte Brumaire des Louis Bonaparte) είναι ένα πολιτικό και ιστορικό έργο του Καρλ Μαρξ και εκ των πλέον επιδραστικών έργων στους μαρξιστικούς κύκλους. Πίνακας περιεχομένων [Απόκρυψη] 1 Ιστορικό υπόβαθρο 2 Θεματολογία 3 Σημασία και αντίκτυπο 4 Δείτε επίσης 5 Σημειώσεις 6 Παραπομπές 7 Εξωτερικοί σύνδεσμοι Ιστορικό υπόβαθρο [Επεξεργασία] Λουδοβίκος Ναπολέων, καρικατούρα της εποχής.Η ιστορία της Γαλλικής Δημοκρατίας είναι αδιαχώριστα συνδεδεμένη με ταξικές συγκρούσεις. Όπως σχολίασε αργότερα ο Φρίντριχ Ένγκελς στον πρόλογο της "18ης Μπρυμαίρ", η Γαλλία ήταν ένα θέρετρο "όπου περισσότερο από οπουδήποτε αλλού οι ταξικοί αγώνες έφταναν κάθε φορά ως την αποφασιστική μάχη και όπου, συνεπώς, οι μεταβαλλόμενες πολιτικές μορφές, μέσα στις οποίες κινούνται και στις οποίες συνοψίζονται τα αποτελέσματά τους, διαγράφονταν με τον πιο ανάγλυφο τρόπο".[1] Μέσα στα πλαίσια της κρίσης που δημιουργήθηκε στη Γαλλία το 1846-1851, ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης, ο οποίος είχε επιχειρήσει παλαιότερα να πάρει την εξουσία με πραξικοπήματα, επέστρεψε στη Γαλλία μετά την επανάσταση του 1848 κατά του βασιλιά Λουδοβίκου Φίλιππου της Ορλεάνης. Παρόλο που, σύμφωνα με σύγχρονούς του, ήταν ανίκανος, ηλίθιος, χωρίς την ανάλογη παιδεία, κρίση και εμπειρία ή όπως τον χαρακτηρίζει ο Μαρξ στη 18η Μπρυμαίρ ήταν "μια μέτρια και γελοία προσωπικότητα", κατάφερε να κερδίσει τις εκλογές έναντι του στρατηγού Ευγένιου Καβενιάκ με συντριπτική πλειοψηφία.[2] Η θητεία του Λουδοβίκου Βοναπάρτη ήταν τετραετής χωρίς δυνατότητα επανεκλογής, όμως τρία χρόνια μετά την εκλογή του, το 1851, αν και δήλωνε ότι είχε διάθεση να αποχωρήσει, οργάνωσε κρυφά πραξικόπημα, διέλυσε την Εθνοσυνέλευση και κατήργησε τη δημοκρατία. Αυτοανακηρύχτηκε αυτοκράτορας, ιδρύοντας τη Δεύτερη Γαλλική Αυτοκρατορία, και το 1852 επικύρωσε τον τίτλο του με δημοψήφισμα.[2][3] Θεματολογία [Επεξεργασία]O Μαρξ συνέθεσε το βιβλίο το 1852, ως έναν απολογισμό των επαναστατικών και αντεπαναστατικών γεγονότων στη Γαλλία μεταξύ 1848 και 1852, ξεκινώντας από την δημοκρατική επανάσταση και τελειώνοντας με το πραξικόπημα του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, ανηψιού του Ναπολέοντα Βοναπάρτη.[4] Το έργο αρχίζει με το διάσημο ρητό του Μαρξ: « Ο Χέγκελ λέει κάπου ότι όλα τα γεγονότα και οι προσωπικότητες της ιστορίας επανεμφανίζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ξέχασε να προσθέσει: την πρώτη φορά ως τραγωδία, τη δεύτερη ως φάρσα. » Στη "18η Μπρυμαίρ" αναλύει τους λόγους για τους οποίους υπέκυψε στην τρομοκρατία ένα πολυπληθές έθνος 31 εκατομμυρίων ανθρώπων, με αποτέλεσμα να επικρατήσει με πραξικόπημα ο Λουδοβίκος Ναπολέων Βοναπάρτης.[5] Όπως ξεκάθαρα παρουσιάζεται στη "18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη", ο Μαρξ αντιλαμβανόταν τις διαδικασίες κοινωνικής αλλαγής με όρους σύγκρουσης αντικρουόμενων συμφερόντων και των υλικών δυνάμεων που τις καθορίζουν.[6] Οι χωρικοί, όπως παρουσιάζονται στη "18η Μπρυμαίρ", αν και αποτελούσαν την μεγαλύτερη ομάδα του πληθυσμού στη Γαλλία, δεν είναι κοινωνική τάξη, αλλά μόνο ένα αμιγές σύνολο, και αδυνατούν να αντιπροσωπεύουν τα πολιτικά τους συμφέροντα.[5][7] Ο Μαρξ περιγράφει και ασκεί κριτική στο λούμπεν προλεταριάτο[σημ. 1], όχι για την ηθική της ομάδας αυτής, αλλά για τον αντιδραστικό πολιτικό της ρόλο.[9] Η προσωπικότητα του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, τον οποίο χαρακτηρίζει ως αρχηγό του λούμπεν προλεταριάτου[10], παρουσιάζεται σαν καρικατούρα του προηγούμενου Ναπολέοντα και ο Μαρξ κρίνει όλη τη στάση του στην κατάπνιξη των εξεγέρσεων του γαλλικού λαού, αλλά και στην αυτοανακύρηξη του σε αυτοκράτορα, ως έκφραση των επιθυμιών της πλέον αντιδραστικής αστικής τάξης.[11][12][13] Ο Μαρξ συμπεραίνει ότι η επιτυχία του Λουδοβίκου Ναπολέοντα οφείλεται στο ότι, παρά την αδυναμία των αστών, η εργατική τάξη δεν ήταν αρκετά ισχυρή. Ως συνέπεια, η εξουσία μεταβιβάστηκε σε έναν σχετικά ανεξάρτητο δικτάτορα και μια γραφειοκρατία, που εν μέρει διαχωρίζονταν από οποιαδήποτε ταξική δύναμη.[14][3] Σημασία και αντίκτυπο [Επεξεργασία]Το έργο θεωρείται κλασικό πορτρέτο της αστικής επανάστασης και των επιμέρους ρόλων που διαδραματίστηκαν σε αυτή από ολόκληρο το σύνολο των σύγχρονων τάξεων.[4] Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ιδέες του Μαρξ, βασιζόμενη σε προηγούμενες εξεγέρσεις και ήττες του εργατικού κινήματος, είναι ότι όλες οι επαναστάσεις της εργατικής τάξης τελικά κατόρθωναν "να τελειοποιούν αυτόν τον [σ.σ. κρατικό αστικό] μηχανισμό αντί να τον τσακίζουν"[15][16]. Ο Μαρξ πίστευε ότι αυτό το αξίωμα ίσχυε μόνο για τις αστικές επαναστάσεις και ότι η επανάσταση του προλεταριάτου θα αποτελούσε εξαίρεση, αν και η ιστορική εμπειρία σπανίως δικαιώνει αυτόν τον ισχυρισμό.[15][17] Αυτό αφύπνισε πολλούς σοσιαλιστές και κομμουνιστές με αποτέλεσμα να εξελίξουν την πάλη τους, τη θεωρία τους και τη δράση τους ενάντια στις νέες μεθοδεύσεις του κρατικού μηχανισμού καταστολής.[εκκρεμεί παραπομπή] Στη "18η Μπρυμαίρ" συναντάμε μια σημαντική συνεισφορά στην ανάλυση της γραφειοκρατίας, που παράλληλα θεωρείται η σημαντικότερη θέση του Μαρξ σχετικά με το φαινόμενο.[18][19] Σύμφωνα με τον Μαρξ, η γραφειοκρατία αναπτύχθηκε στη διάρκεια της απόλυτης μοναρχίας και ενισχύθηκε με την άνοδο της αστικής τάξης. Σε αντίθεση με την εναλλακτική ανάλυση του Μαξ Βέμπερ, ο Καρλ Μαρξ υποστηρίζει ότι η αστική τάξη, στο απόγειο της δύναμής της, χρησιμοποιεί τη γραφειοκρατία ως όργανο κυριαρχίας. Ο Μαρξ πίστευε ότι ένα σοσιαλιστικό κράτος θα καταργούσε σταδιακά το γραφειοκρατικό μηχανισμό. Αντιθέτως ο Βέμπερ υποστήριζε ότι ένα μελλοντικό σοσιαλιστικό κράτος θα διατηρούσε ή και θα ενίσχυε αυτό το μηχανισμό.[19] Θεμελιώνει με ανάλυση και παραδείγματα[εκκρεμεί παραπομπή] την θέση του Μαρξ ότι "οι άνθρωποι δημιουργούν την ιστορία τους, αλλά όχι οικειοθελώς, ούτε με προσωπική βούληση, αλλά κάτω από δεδομένες και παραδοσιακές καταστάσεις που έχουν άμεσα αντιμετωπίσει"[20].

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου