Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012


ΔΙΗΓΗΜΑ Ο ΑΥΣΤΗΡΟΣ ΛΟΧΑΓΟΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ Ο προηγούμενος διοικητής του λόχου κ . Γιώργος Αλάριχος είχε πάρει προαγωγή και μετάθεση σε μονάδα της βορείου Ελλάδας. Τον λόχο τότε, τον είχε αναλάβει ένας νέος λοχαγός. Ήταν ένας αδύνατος άνδρας μετρίου αναστήματος με ένα μικρό μουστάκι. Η εποχή ήταν πολιτικά άγρια. Η δικτατορία των Συνταγματαρχών διάνιε τον δεύτερο χρόνο της. Όλες οι πολιτικές ελευθερίες είχαν από την αρχή της χούντας, στις 21-4-1967 καταργηθεί, με αναστολή των θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος. Στις στρατιωτικές μονάδες επικρατούσε αυστηρή πειθαρχία, και στον λαό απόλυτος καταναγκασμός πνιγμού, των δημοκρατικών του ελευθεριών. Μια φορά την βδομάδα οι φαντάροι στο τάγμα που υπηρετούσε ο Ηρακλής, περνούσαν από το καθαρτήριο πυρ, της «Ε.Η.Δ.» {Εθνική ηθική διαπαιδαγώγηση}. Ήταν μία προπαγάνδα της δικτατορίας, στους απλούς και με υποχρεωτική θητεία φαντάρους, μέσω των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων , για να δικαιολογήσει τον ακραίο αντικομουνισμό της, και την επέμβαση της χούντας στην κατάλυση των δημοκρατικών ελευθεριών. Ο Ηρακλής ένα λαϊκό παιδί από το Ηράκλειο, ήταν ευχαριστημένος που βρέθηκε να υπηρετεί στην Μυτιλήνη.Πριν τον στείλουν στην Λέσβο είχε κάνει για έξι μήνες φανταράκι σε μονάδα της βορείου Ελλάδας, και συγκεκριμένα στις Σέρρες. Τον χειμώνα κρύωνε πολύ. Ασυνήθιστος αυτός στο κρύο, γιατί ήταν παιδί της ηλιόλουστης Κρήτης, υπέφερε στην παγωνιά του βορά με το Νευροκόπι Δράμας δίπλα του, με θερμοκρασίες κάτω από το μηδέν. Στον τεράστιο θάλαμο του στρατοπέδου εκείνου κοιμόταν όλος ο λόχος , που αποτελείτο από 110 άτομα. Όταν το συσσίτιο περιείχε φασόλια σούπα και ελιές, όπου ήταν στο πρόγραμμα δύο φορές την εβδομάδα, γινόταν στο θάλαμο έκρηξη από «αέριο» ικανό να μολύνει το όζον της ατμόσφαιρας. Κάποια ημέρα, ο διοικητής του τάγματος στην πρωινή αναφορά ρωτούσε τους φαντάρους¨ «Γνωρίζει κανείς στρατιώτης να μου πει ποιος είναι ο ήρωας του αγάλματος που βρίσκεται δίπλα μου;» Οι φαντάροι δεν γνώριζαν και κανείς δεν απαντούσε καταφατικά. «Άτιμοι» γρύλιζε ο διοικητής. «Τον Γρηγόρη Λαμπράκη τον γνωρίζετε.» Τον Εμμ. Παπά που ήταν εθνικός ήρωας της Μακεδονίας δεν τον γνωρίζετε;» Μια νύχτα ο Ηρακλής ξυπνάει τρομαγμένος από δύο πυροβολισμούς. Την επομένη μαθαίνει ότι ο στρατιώτης Γεωργάκης Κατσαβάκης με καταγωγή από την Σητεία, αυτοπυροβολήθηκε στην σκοπιά του. Ήταν ένα θλιβερό γεγονός γιατί είχε γνωρίσει τον νέο αυτόν στρατιώτη στο τραίνο ,όπου ταξίδεψαν από Αθήνα για Θεσσαλονίκη, και δεν φαινόταν σαν ένας άνθρωπος που ήθελε να πεθάνει. Αλλά… άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Ένα βράδυ σε ημέρα εξόδου των στρατιωτών ο στρατιώτης Σπύρος Σ. επιστρέφει στην μονάδα του. Στην πύλη τον σταματάει ο σκοπός. «Αλτ? Τι κρατάς μαζί σου στρατιώτη;» Ο Σπύρος βαστούσε στα χέρια του δύο γάτους αποκεφαλισμένους. Ο σκοπός τον επιπλήττει, και του απαγορεύει να εισέλθει στο στρατόπεδο με το μακάβριο φορτίο του. Ο Σπύρος έξω φρενών του επιτίθεται, και τον τραυματίζει με την ξιφολόγχη , που έβγαλε αστραπιαία από το όπλο του σκοπού. Αργότερα μάθανε στο λόχο, ότι ο ατυχής Σπύρος είχε πάθει νευρικό κλονισμό, και νοσηλευόταν στο νοσοκομείο για θεραπεία. Ο νέος διοικητής του λόχου Μελέτης Μελέτης, κάλεσε ξαφνικά τον Ηρακλή στο γραφείο του. Τον ρώτησε; «Πόσο καιρό υπηρετείς στο λόχο ως συσσιτιάρχης;» «Δώδεκα μήνες κύριε λοχαγέ.» «Είναι μεγάλο διάστημα και πρέπει να σε αντικαταστήσω γιατί θα πονηρέψεις. Από αύριο θα ορίσω τον αντικαταστάτη σου, όπου θα έρχεται για μια εβδομάδα μαζί σου για εκπαίδευση.» «Εντάξει κύριε λοχαγέ.» Από την επομένη κατέβαινε ο Ηρακλής στην αγορά με τον Ηλία ένα νεοσσό που θα τον αντικαθιστούσε. Τον πήγε σε όλα τα καταστήματα τροφίμων και τον σύστησε στους προμηθευτές του λόχου. Σχεδόν όλοι οι προμηθευτές, για να βρίσκονται πρώτοι στην λίστα προτίμησης του λόχου έδιναν κάποιο μπόνους, ένα μικρό χαρτζιλίκι στους συσσιτιάρχες. Ο Ηρακλής ποτέ δεν καταδέχτηκε να πάρει δεκάρα. Σε ζητήματα ηθικής τάξεως ήταν απόλυτος. Είχε πάρει ηθικές αρχές από την οικογένεια του. Ο Ηρακλής ήταν φτωχός και ορφανός. Μια με δύο φορές το χρόνο λάβαινε κάτι ψιλά με ταχυδρομική επιταγή από το σπίτι. Η τσέπη του ήταν πάντα άδεια μα δεν του έλειπε τίποτα. Ήταν τυχερός που δεν κάπνιζε ούτε είχε καμιά κακή έξι προς οινοπνευματώδη ποτά, όπως μερικοί συνάδελφοι του. Μόνο που κάποια ημέρα λαχταρούσε να πάει σε μία αγαπημένη του ταινία, επειδή λάτρευε τον κινηματογράφο. Δεν είχε δραχμή στην τσέπη του. Τότε με χαμηλωμένο κεφάλι ζήτησε από τον προμηθευτή τροφίμων ένα τάλιρο, που αντιστοιχούσε στο εισιτήριο του κινηματογράφου. Η ταινία που είδε, είχε ποιότητα και ψυχαγώγησε την ψυχή του. Το «δάνειο» όμως ακόμη το θυμάται και τον βαραίνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου