Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012


ΔΙΗΓΗΜΑ- «ΜΠΕΜΠΑ» ΟΠΩΣ “BMW” ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ 20 χρόνια πριν. Ο Νεοκλής χάϊδευε το καινούργιο του αυτοκίνητο, μια πολυτελή “bmw 2.000” και μονολογούσε. «Τα κατάφερα κι απόκτησα κι εγώ τώρα στα σαράντα πέντε, ένα ακριβό αυτοκίνητο. «Μπράβο μου.» «Με τις οικονομίες μου βέβαια και την σκληρή εργασία μου.» «Η γυναίκα μου κι εγώ εργαζόμαστε ατελείωτες ώρες στο λογιστικό γραφείο. «Τις τρις κοπέλες που έχω για βοηθούς της πληρώνω τα νόμιμα.» «Εντάξει για τα ένσημα συμφωνήσαμε 10 το μήνα για να δικαιούται τα κορίτσια ταμείο ανεργίας.» «Κάθε χρόνο όταν κάνω την φορολογική μου δήλωση δηλώνω τα μισά, αλλά και σε άλλα επαγγέλματα δηλώνουν ελάχιστα.» «Εντάξει έχω οικοδομήσει και αυθαίρετο, αλλά δεν φταίω εγώ αλλά το κράτος που δεν επέκτεινε τα σχέδια πόλεων.» «Λογιστής είμαι και ξέρω τι γίνεται στην αγορά.» «Στην Ελλάδα ζούμε βρε αδελφέ.» «Να ξεκινήσουμε από τους από πάνω με τις {of shore}εξωχώριες εταιρείες;» «Aυτοί παιδί μου, έχουν για έδρα, τους λεγόμενους φορολογικούς «παραδείσους,» και παρά τα ιλιγγιώδη κέρδη τους δεν πληρώνουν τίποτα.» Οι φορολογικοί «παράδεισοι» ασφαλώς «είναι παράδεισοι» για τους ολιγάρχες μεγαλοφοροκλέφτες και απατεώνες. «Για τους πολλούς είναι η κόλαση τους.» «Γιατί δηλαδή εγώ, να είμαι τύπος και υπογραμμός;» «Για να είμαι το κορόϊδο;» «Στην Ελλάδα ζούμε κι όχι στην Σουηδία.» «Όποιος είναι έντιμος θεωρείται κορόιδο.» «Το κράτος τον ελεύθερο επαγγελματία, τον θεωρεί εκ των προτέρων φοροφυγά και του απορρίπτει τα βιβλία.» «Αν δηλώσει την αλήθεια η εφορία θα του βάλει φόρο, άλλο τόσο φόρο, ίσως και τριπλάσιο, αδελφέ.» «Ο Γιάννης φοβάται το θεριό και το θεριό τον Γιάννη.» «Βέβαια με τον τρόπο αυτό, το ξέρω καλά γιατί δεν είμαι βλάκας, ότι υποβλέπουμε εαυτούς και αλλήλους και όλοι πάμε στο βυθό.» «Η μαζοχιστές είμαστε και μας αρέσει να αυτομαστιγωνόμαστε, η όπως λένε κάποιοι σοφοί μας, επειδή δεν περάσαμε αναγέννηση και διαφωτισμό λειτουργούμε σαν μπουλούκι κι όχι σαν κοινωνία πολιτών.» «Δηλαδή ο καθένα και πάνω του και όλοι εναντίον του δικού μας κράτους.» «Αλλά Έλληνες δεν είμαστε;» «Μπορεί και να μας αρέσει.» «Ο Νεοκλής μπήκε στο πολυτελές αυτοκίνητο του, πάτησε το πεντάλ του γκαζιού, και εξαφανίστηκε στην μεγάλη άσφαλτο. Την επομένη το απόγευμα άρχισε τις επισκέψεις σε συγγενείς, σε φίλους, και γνωστούς. Μια εβδομάδα, ίσως και δύο, ξόδεψε για να τελειώσει, τον κύκλο των «δήθεν τυχαίων» επισκέψεων του σε συγγενικά και σε φιλικά του, πρόσωπα. Όλοι τον ρωτούσαν πληροφορίες για το νέο του πολυτελές αυτοκίνητο, την γνωστή «μπέμπα», μερικοί διάφορες τεχνικές λεπτομέρειες που είχε διαβάσει στο ενημερωτικό φυλλάδιο {προσπέκτους} και τις είχε ξεχάσει, γιατί στα τεχνικά ήταν σκράπας, άλλοι που τον ήξεραν από παιδί μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια για τον Νεοκλή, ο οποίος ήταν φτωχός -ανέστιος και πένης- και ότι έκανε στη ζωή του το έκανε με τον κόπο του. Ο Νεοκλής αποζητούσε την αναγνώριση από συγγενείς φίλους και γνωστούς και τον έπαινο. Είχε περάσει στα μικρά του χρόνια στερήσεις φτώχεια, και καταφρόνια. Για να το πούμε λαϊκά¨ «είχε φάει πολύ φτύσιμο.» Στο πανεπιστήμιο δεν μπόρεσε να πάει και ήταν από τους παλιούς λογιστές που είχαν τελειώσει μόνο το εξατάξιο γυμνάσιο. Είχε δουλέψει ως βοηθός στις οικοδομές ,και εργάτης στην λαχαναγορά. Τα χέρια του και ο ώμος του είχε ακόμη εκείνα τα σημάδια, όπου ήταν και σημάδια της ίδιας του της ψυχής. «Νεοκλή, Νεοκλή του λέει μια φωνή. «Δεν το γνωρίζεις ότι εσύ είσαι ένας δουλευταράς και σου αξίζουν να έχεις και αγάπη και υλικά αγαθά.» «Γιατί προσπαθείς το έχει σου, να το κάνεις επίδειξη;» «Στην Ελλάδα ζούμε φίλε μου απαντά ο Νεοκλής,.» «Οι Έλληνες παίρνουμε την αξία μας, από τους άλλους από τους απέναντι.» «Δεν έχουμε την αυτογνωσία «το γνώθει σαυτόν» των αρχαίων Ελλήνων και των δυτικών διαφωτισμένων. «Έλληνας είμαι και εγώ. «Θέλεις να σου ομολογήσω ότι είμαι καλύτερος από τους άλλους;» Ε? Όχι? Δεν είμαι.» Ο Νεοκλής σφυρίζοντας δήθεν αδιάφορα, εισήλθε στο πολυτελές σαλόνι του αυτοκινήτου του έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα του, άναψε ένα ακριβό τσιγάρο με φίλτρο,, κι άρχισε να φυσάει ψιλά τον καπνό . Άνοιξε τον διακόπτη του αυτοκινήτου, πάτησε το γκάζι και το αυτοκίνητο άρχισε να τσουλάει με μικρή ταχύτητα στην άσφαλτο. Στο βλέμμα του Νεοκλή υπήρχε μια αδιόρατη μελαγχολία. Ένοιωθε ότι το ακριβό αυτοκίνητο δεν του είχε γεμίσει τα κενά της ψυχής του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου