Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012


ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ Η Ντίνα με την οικογένεια της ζούσε στο Ηράκλειο. Την δεκαετία του 60 παντρεύτηκε από έρωτα. Θάταν γύρω στα είκοσι έξη, με είκοσι εφτά χρονών και ήδη αισθανόταν γεροντοκόρη. Η αυστηρότητα των ηθών της εποχής δεν της επέτρεπε, να βγει έξω να φλερτάρει ελεύθερα , να βρει φίλο να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Ο αυστηρός πατέρας και τα αδέλφια προστάτευαν την «τιμή» της κόρης τους, που ήταν η αγνότητα της. Όχι, ζώνες αγνότητας δεν φορούσαν οι κοπέλες εκείνης της εποχής, γιατί οι σταυροφόροι είχαν διαλύσει ήδη, την βυζαντινή αυτοκρατορία. Η Ντίνα είχε αγχωθεί που δεν βρισκόταν γαμπρός , και φοβόταν μην καταντήσει σαν την θεία της την Αφροδίτη, που είχε μείνει μόνη και είχε μαζέψει ένα κοπάδι γάτες στο σπίτι της, για να της κάνουν συντροφιά. Κάποια ημέρα η θεία της η Τούλα της μίλησε για τον Γιώργη , που ήταν μικροεργολάβος στις οικοδομές. Μια ημέρα που πήγαιναν βόλτα με την θεία της στα μαγαζιά ο Γιώργης περνούσε «δήθεν τυχαία» από την περιοχή, έκανε στάση, και τους χαιρέτησε. Είπαν μερικά τυπικά λόγια στο πόδι μετά, είπε «αντίο, και ότι χάρηκε», ο άνθρωπος και αποχώρισε. Την ρωτάει αμέσως η θεία; «Τι εντύπωση σου έκανε ο Γιώργης;» Η Ντίνα στραβομουτσούνιασε και απάντησε αρνητικά. «Δεν μου αρέσει.» Δεν πρόλαβε η Ντίνα να τον γνωρίσει τον άνθρωπο, και του βρήκε χίλια ψεγάδια. «Έχει στραβά πόδια ,έχει πυκνά φρύδια σαν του Καραμανλή, η δουλειά του δεν μου αρέσει, γιατί θα έρχεται κάθε μέρα στο σπίτι γεμάτος λάσπες.» «Ντίνα παιδί μου, μήπως είσαι ερωτευμένη με άλλον. «Όχι θεία δεν είμαι ερωτευμένη.» Η Τούλα γνώριζε ότι η ανιψιά της πετούσε στα σύννεφα. Ονειρευόταν διαρκώς, όπως και κάθε κοπέλα που σέβεται τον εαυτόν της, «έναν πρίγκιπα καβάλα σένα άσπρο άλογο.» Δεν άντεξε όμως γιατί γνώριζε και την φτώχεια της αδελφής της με τα πολλά παιδιά, και την αγωνία της να αρχίσει να παντρεύει τις κόρες της. «Τότε γιατί διαλέγεις συνεχώς και απορρίπτεις;» «Ποια νομίζεις ότι είσαι;» «Ένα βρακί έχεις κι ένα φόρεμα που ακόμη το χρωστάτε.» "Νομίζεις ότι είσαι η κόρη του Μποδοσάκη, ή του Ωνάση, και ψηλοπετάς; Η Ντίνα δεν απάντησε στην θεία της, αλλά γύρισε στο σπίτι μουτρωμένη. Στο σπίτι πάντα βρισκόταν το εβδομαδιαίο λαϊκό περιοδικό «Ρομάντζο.» Το περιοδικό είχε στήλη αλληλογραφίας εσωτερικού και εξωτερικού. Μέσω του περιοδικού μπορούσατε να αλληλογραφήσετε με έλληνες που ήταν κυρίως μετανάστες του εξωτερικού. Η Ντίνα άνοιξε αλληλογραφία με έναν νέο, από το Γιοχάνεσμπουργκ της Νοτίου Αφρικής και με κάποιον άλλον νέο, από την Νέα Υόρκη. Ο έφηβος δεκαεξάρης αδελφός της ο Βασιλάκης, που την έβλεπε να λαβαίνει γράμματα και φωτογραφίες τις έλεγε γεμάτος ανησυχία. «Είσαι καλά αδελφή;» «Θέλεις να κάνεις σχέση με ανθρώπους που δεν γνωρίζεις από την άκρη του κόσμου;» «Είναι σοβαρά πράγματα αυτά;» «Για να σου πω μικρέ αδελφέ;» «Δεν σου έδωσα κανένα δικαίωμα να ανακατεύεσαι στην προσωπική μου ζωή.» «Για το καλό σου το λέω ανόητη, της απάντησε ο Βασιλάκης» και φεύγοντας έκλεισε με θόρυβο την πόρτα πίσω του. Εκείνες τις ημέρες λαβαίνουν γράμμα από την Αθήνα, από την κ. Κωνσταντινίδου. Έτσι έλεγαν στο σπίτι τους την Τέρη που ήταν η μικρότερη αδελφή του πατέρα της. Ήταν τυχερή γιατί είχε παντρευτεί έναν δραστήριο,και αυτοδημιούργητο επιχειρηματία. Ποια ήταν αυτή τέλος πάντων ; Ένα απλό κορίτσι η οποία εργαζόταν σένα ατελιέ κοπτικής ραπτικής. Γνώρισε τον Ευάγγελο και άνοιξε η τύχη της. Σιγά, σιγά έγινε η κ. Κωνσταντινίδου και ο άνδρας της σεβαστός και ισχυρός επιχειρηματίας των Αθηνών .Στο σπίτι όλοι μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια, και ιδιαίτερα η μητέρα της, για τον δραστήριο και πανέξυπνο Κωνσταντινίδη, που τα κατάφερε και πέτυχε τόσο καλά στην ζωή του. Ενώ ο αδελφός της Τέρης, άνδρας της, και πατέρας της Ντίνας ήταν ένας πολύτεκνος άνεργος εργάτης βουτηγμένος στην φτώχεια ,και την ανέχεια. Υπήρχε μια δόση ζήλειας στα λόγια της μάνας της, κι ένα παράπονο ανάμικτο με πικρία, για τα ανεκπλήρωτα όνειρα της. Ο άνδρας της για να την πικάρει, της έλεγε ότι τα πρώτα του χρήματα, ο Κωνσταντινίδης που τόσο θαυμάζει, τα κέρδισε κάνοντας δουλειές με τους Γερμανούς στην κατοχή, ενώ γνώριζε ότι αυτά που ακουγόταν, ήταν κακόβουλες συκοφαντίες από ανταγωνιστές και από κακόβουλους ανθρώπους που φθονούν την επιτυχία . Η θεία Τέρη έγραφε στον αδελφό της ότι μιλούσε τακτικά, μένα φίλο του άνδρα της εύπορο επιχειρηματία με τα καλύτερα λόγια, για την Ντίνα , την καλοσύνη της και την νοικοκυροσύνη της, και ζήτησε να την γνωρίσει. Δεν χάσανε χρόνο και συνόδεψε ο κυρ Ηλίας την Ντίνα στην Αθήνα. Η Ντίνα τότε ζούσε με την οικογένεια της σένα άθλιο μικρό φτωχόσπιτο, με το λουτρό έξω. Όταν είδε την τεράστια βίλα της θείας της, πνιγμένη στο πράσινο σε μία πλούσια περιοχή των Αθηνών έμεινε άφωνη. Η Ντίνα δεν είχε ως τότε ταξιδέψει εκτός Κρήτης. Ρώτησε τον πατέρα της με αφέλια. «Έτσι ζουν οι πλούσιοι πατέρα ;» «Ξέρω εγώ παιδί μου;» «Σάματις κάνω παρέα με πλούσιους για να ξέρω πως ζουν;» «Εργάτες κάνω παρέα και αγρότες από το χωριό μας.» «Οι πλούσιοι ζουν σε άλλο κόσμο χωριστό από εμάς.» Ο Ηλίας άφησε την κόρη του μια εβδομάδα στο σπίτι της αδελφής του, και ό ίδιος γύρισε αμέσως με το πλοίο της γραμμής πίσω στο σπίτι του. Όταν επέστρεψε στο σπίτι η Ντίνα, όλοι έπεσαν πάνω της να την φάνε από περιέργεια. Την ρωτούσαν χίλια δυο πράγματα. Η Ντίνα δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη. Ο υποψήφιος γαμπρός ήταν κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερος της και φαλακρός σαν ένας γλόμπος που φέγγει την νύχτα στο σκοτάδι. Η δε καλή της θεία Τέρη, δεν της έδινε καμιά σημασία, και αισθανόταν ότι της φερόταν σχεδόν σαν υπηρέτρια. Ήταν συνεχώς απασχολημένη, να παίζει με τις φίλες της χαρτιά. Όμως γίνονται και θαύματα. Στον δρόμο της η Ντίνα συνάντησε έναν νέο άνδρα, όμορφο κομψοντυμένο ευγενικό, που της έκλεψε την καρδιά. Την ζήτησε από τους γονείς της και παρά τις αντιρρήσεις τους γιατί είχαν μάθει για το ποιόν του, σε έξι μήνες παντρεύτηκαν. Τα θαύματα όμως δεν κρατούν πολύ. «Κάθε θαύμα εφτά ημέρες.» Ο Τάσος της ήταν κρυφή πληγή. Της είχε κρύψει τον πραγματικό εαυτόν του. Ότι ήταν ένας αλητόβιος, «προστάτης» κοριτσιών σε κακόφημα μαγαζιά, και ένας άνεργος παλιάνθρωπος που ξημεροβραδιαζόταν σε χαρτοπαικτικές λέσχες. Η Ντίνα εργαζόταν ως κομμώτρια, και του ακουμπούσε τον μισθό της, όπου τον ξόδευε μέχρι δεκάρας .Όταν του έφερνε αντιρρήσεις, σήκωνε και το χέρι του και την χαστούκιζε. Το κορίτσι μας τυφλώθηκε από το πάθος του έρωτα και την πάτησε την πεπονόφλουδα. Θα τον άντεχε για πολύ ή θα έκοβε το νήμα;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου