Τρίτη 19 Ιουνίου 2012


ΔΙΗΓΗΜΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ Ο καιρός εκείνο το απόγευμα στο λιμάνι της Σούδας ήταν μουντός. Έμοιαζε με την μελαγχολική διάθεση στις ψυχές της οικογένειας Καραμάνου. Ο Καραμάνος η γυναίκα του Σοφία, με το τσούρμο από τα παιδιά του, αδέλφια, και αδελφές στην σειρά, με πόνο στην ψυχή και δάκρυα στα μάτια, κουνούσαν ψηλά το μαντήλι με τα χέρια υψωμένα για χαιρετισμό. Αποχαιρετούσαν την μεγάλη τους κόρη που έφευγε για ένα μεγάλο ταξίδι. «Αντίο παιδί μου» «Ποιος ξέρει αν ζήσω για να σε ξαναδώ» λέει¨ η μάνα. «Να πας στο καλό και στην ευχή μου.» -«Αντίο και να μας γράφεις τακτικά γράμματα, ψιθύρισε με γεμάτη τη ψυχή του πόνο, ο πατέρας.» Εκείνο το απόγευμα ήταν η ώρα του αποχαιρετισμού, της αγαπημένης τους πρωτοκόρης. Η Πέρσα είχε ανέβει στο πλοίο, και τους κοίταζε όλους από το τελευταίο κατάστρωμα του καραβιού, σαν να ήθελε να τους αγκαλιάσει με το βλέμμα της. Η ψιλόλιγνη σιλουέτα της είχε κυρτώσει. Ήταν όρθια και τους κοίταζε, με το βλέμμα απλανές, κι ένα βουβό κλάμα να την συνταράζει. Τα μάτια της είχαν κοκκινίσει από το κλάμα. «Φιλιά σε όλους» είπε σιγανά και ξεψυχισμένα, στην οικογένεια της, και κινήθηκε για λίγο. Κούνησε τρέμοντας για τελευταία φορά το χέρι ψηλά, και έτρεξε να απομονωθεί στην καμπίνα της. Πριν ένα χρόνο στο σπίτι των γονιών της. Η συζήτηση μεταξύ των γονιών ήταν για το προξενιό της Περσεφόνης. Ο γαμπρός που τον έλεγαν Θεοφάνη αλλά στην Αμερική τον φώναζαν Τεώ είχε μεταναστεύσει, μερικά χρόνια πριν, προσκαλεσμένος από τα μεγαλύτερα αδέλφια του. Κατοικούσε έξω από το Σικάγο, στην Πολιτεία του Ιλινόϊς. Εκεί δούλευε σε μια μεγάλη βιομηχανία αυτοκινήτων. Ήταν τυχερός γιατί δεν πήγε ως ανειδίκευτος εργάτης αναγκασμένος να δουλεύει λάντζα στα εστιατόρια, αλλά ως τεχνίτης. Είχε σπουδάσει στην Ελλάδα σε τεχνικό λύκειο, και συνέχισε σε συνεργείο αυτοκινήτων μερικά χρόνια για εξάσκηση. Στην Αμερική μετανάστευσε διότι είχαν πρωτοπάει τα αδέλφια του εκεί, και είχαν τραβήξει και την χήρα μητέρα τους. Τον πίεζαν να πάει για να είναι όλοι μαζί. Κατά βάθος δεν ήθελε να μεταναστεύσει από την Ελληνική πατρίδα. Ο Θεοφάνης αγαπούσε παθιασμένα την Ελλάδα. Ήταν όμως δεμένος και με τα αδέλφια του. Ο μεγαλύτερος αδελφός του, όταν ήταν μικρός του στάθηκε σαν πατέρας. Εκείνος πλήρωνε τα δίδακτρα στην τεχνική σχολή, όταν τους «άφησε» ξαφνικά ο πατέρας του. Όταν πήραν και την μάνα τους πάνω στην Αμερική, αισθανόταν να μένει μετέωρος. Τώρα θα έμενε μόνος σαν το καλάμι στην ερημιά. Το απεφάσισε μια ημέρα, και έφυγε για το μεγάλο ταξίδι. Έζησε μαζί τους δύο ολόκληρα χρόνια, και τον κούρασαν. Στην Αμερική, δεν άντεχε να ζει άλλο στο ίδιο σπίτι με την γηραιά μάνα του και τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του, με τις οικογένειες τους. Είχαν στριμωχτεί όπως το κουτί με τις σαρδέλες. Αισθανόταν μοναξιά. Ήθελε να γνωρίσει μια γυναίκα να παντρευτεί να δημιουργήσει οικογένεια. Έβλεπε τις ξεπλυμένες ξανθιές Αμερικανίδες, αλλά δεν τον συγκινούσαν καθόλου. Ήθελε «παπούτσι από τον τόπο του κι ας είναι και μπαλωμένο» σύμφωνα με την παροιμία. Έστειλε γράμματα στα ξαδέλφια του και στην θεία του την Μερόπη. Θεία Μερόπη, το… και… το.» Γιάννη, Γιώργο, Βάσω το.. και… το.» «Ελληνίδα νύφη θέλω όμορφη και νοικοκυρά.» «Τι ζητάω, μια ευκαιρία στον παράδεισο να πάω.» Η θεία Μερόπη κινήθηκε άμεσα. Φωνάζει τον Ιάκωβο Κυπαρίση τον γείτονα της όπου είχε πέντε κόρες. Ο κ. Ιάκωβος ήταν καλός άνθρωπος. Είχε μετοικίσει πριν μερικά χρόνια με την οικογένεια του από το χωριό του, τον Σάσαλο Κισάμου στην πόλη. Για να ζήσει πήγαινε στο υπεραστικό ΚΤΕΛ και αγόραζε κοτόπουλα που έφερναν οι χωρικοί για πούλημα. Τα αγόραζε μαζεμένα και τα πουλούσε λιανικώς, σε πελάτες. Με αυτό το μικρεμπόριο ζούσε φτωχικά την οικογένεια του. Όταν ήρθαν τα νέα στο σπίτι το ανδρόγυνο στην αρχή κατέβασε τα μούτρα. Δεν ήθελαν τα παιδιά τους να φύγουν στην άκρη του κόσμου. Όμως «ανάγκα και Θεοί πείθονται.» Συμφωνήθηκε από την θεία Μερόπη και την Πέρσα να αρχίσουν ο Θεοφάνης από την Αμερική και η Πέρσα από την Ελλάδα, να αλληλογραφούν για να γνωριστούν έστω και από φωτογραφίες. Αντάλλαξαν μερικές επιστολές και σχετικές φωτογραφίες. Πριν ορισθεί το μεγάλο ταξίδι με το υπερωκεάνιο «ΕΛΛΑΣ» η οικογένεια της Μερόπης και του Ιάκωβου Κυπαρίση, αποφάσισαν να τηρήσουν το έθιμο. Μαζεύτηκαν στο σπίτι της νύφης, οι δύο οικογένειες και λίγοι στενοί συγγενείς. Στο τραπέζι είχαν βάλει σε μεγέθυνση σε μεγάλη κορνίζα την φωτογραφία του γαμπρού Θεοφάνη. Την βέρα που θα έδινε στην νύφη, ο Θεοφάνης, την έδωσε ο ξάδελφος του ο Γιάννης, κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του, να τους κοιτάζει σιωπηλός, και ήρεμος, μέσα από την φωτογραφία του. Ήταν σαν να της έλεγε¨ «Λυπάμαι που δεν γνωριστήκαμε πρωτύτερα. Φαίνεσαι καλό κορίτσι και νοικοκυρά. Όταν έρθεις στην Αμερική θα γνωριστούμε και θα αγαπηθούμε. Το όνειρο μου είναι να κάνουμε μαζί οικογένεια με πολλά παιδιά.» Καλή αντάμωση Πέρσα στην Αμερική. Μην ξεχάσεις να μου κρατάς και λίγο χώμα από την αγαπημένη μας πατρίδα.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου