Παρασκευή 9 Ιουλίου 2010

ΔΙΗΓΗΜΑ - ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΊΑ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
Παππού θα μου διηγηθείς ένα παραμύθι; Μετά χαράς κουκλίτσα μου. Με όλη μου την ευχαρίστηση Λαμπρινή μου. Άλλωστε πάντα εγώ από τότε που γεννήθηκες σου ψιθύριζα παραμύθια, και σε νανούριζα ,έστω κι αν δεν τα καταλάβαινες επειδή ήσουν βρέφος. Τώρα παππού; Ε, τώρα που πάς στο σχολείο και έμαθες να διαβάζεις και να γράφεις καταλαβαίνεις περισσότερα πράγματα και μπορώ να σου ειπώ ένα παραμύθι το οποίο μοιάζει με αληθινή ιστορία. Την ιστορία αυτή την οφείλω ,και σε ένα άλλο παιδί , πολύ ευαίσθητο και ταλαιπωρημένο όπου έχει πίκρα και πόνο στη ψυχή του, το οποίο αγαπώ πολύ. Επιθυμώ να δηλώσω σαυτό το παλικάρι, ότι είμαι υπερήφανος για την ζωή του. Επειδή αγωνίστηκε πολύ, πάλεψε με τα φουρτουνιασμένα κύματα , πέρασε από συμπληγάδες πέτρες, απέκτησε εμπειρίες δημιούργησε οικογένεια μεγάλωσε παιδιά, τα στήριξε τα βοήθησε στις σπουδές τους και πάντα όσο ζει , και αναπνέει θα βρίσκεται κοντά στην οικογένεια του. Δεν είναι απλό πράγμα η πορεία προς την Ιθάκη. Δεν θα συναντήσεις όμως¨ «τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες τον άγριο Ποσειδώνα αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου» αλλά αν συνεχίσεις αταλάντευτα την πορεία σου και δεν μαγευτείς από την Κίρκη και μεταμορφωθείς σε λύκο αντί για χοίρο ,όπως επιτάσσουν οι σύγχρονες περιστάσεις τότε θα καταλάβεις ότι «Η Ιθάκη δεν σε γέλασε» κι ότι έκανες ένα υπέροχο ταξίδι επειδή εσύ με τις πράξεις σου το νοηματοδότησες, του έδωσες σάρκα και οστά. «Έτσι σοφός που έγινες , με τόση πείρα ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν». «Τι έγινε ύστερα παππού»; -«Ακόμη δεν αρχίσαμε μωρό μου». «Βρισκόμαστε μονάχα στον πρόλογο». Θα σου διηγηθώ για ένα παιδί φτωχό παιδί το οποίο καθόταν «σε μία γωνία και κοιτούσε τους διαβάτες με καημό» από πολυμελή εργατική οικογένεια. Ήταν από τους καλύτερους μαθητές στην τάξη του στο δημοτικό σχολείο. Ίσως εσένα τώρα η ιστοριούλα αυτή, να σου φαίνεται ασήμαντη . Για το παιδί όμως εκείνο, ήταν η ιστορία του κι ήταν πολύ σημαντική . Όπως και κάθε ανθρώπου η ζωή είναι σημαντική γιατί¨ «κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός και γεννιέται μόνο μια φορά και ποτέ ξανά». Και επίσης μη ξεχνούμε ότι¨ «κάθε ανθρώπου θάνατος λιγοστεύει εμένα τον ίδιο γιατί είμαι αξεδιάλυτα δεμένος με όλη την ανθρωπότητα». Ο μπαμπάς του όμως , δεν είχε σταθερή εργασία ,και είχε πολλά παιδιά να μεγαλώσει. Ποιόν από όλους να βοηθήσει για να μην παραπονεθούν τα άλλα του αδέρφια; Αφήστε ότι και να το επιθυμούσε ο μπαμπάς του, δεν είχε την οικονομική ευχέρεια να στηρίξει κανένα του παιδί. Ήταν τόσο δύσκολα τα χρόνια εκείνα όπου πολλές φορές οι οικογένειες τρεφόντουσαν μονάχα με χόρτα με άφθονο λάδι , με επιτραπέζιες ελιές ,μερικές φορές και όσπρια. Υπήρχαν φορές όπου δεν τα είχαν ούτε αυτά, και την έβγαζαν με λάδι ψωμί κι ελιές. Έτσι στον στενόχωρο εκείνο καιρό, όλα τα φτωχά παιδιά μόλις τέλειωναν το δημοτικό έβγαιναν στην δουλειά . Οποιαδήποτε δουλειά αρκεί να έφερνε λεφτά στο σπίτι. Ο Βασιλάκης έτσι έλεγαν το παιδάκι εκείνο, μόλις τέλειωσε το δημοτικό σχολείο άρχισε να πουλάει καραμέλες στα λεωφορεία του υπεραστικού ΚΤΕΛ. Για να βλέπει δωρεάν κινηματογράφο στους θερινούς κινηματογράφους τα καλοκαίρια, παρακαλούσε τον υπεύθυνο που εργαζόταν στο κυλικείο να του δίνει να πουλάει φιστίκια, ή γκαζόζες στα διαλείμματα.. Έτσι έβλεπε και θαύμαζε τις μαγικές εικόνες του κινηματογράφου. Το ταξίδι του στην σκληρή πραγματικότητα της ζωής, και ας την πούμε την «επαγγελματική του σταδιοδρομία» την ξεκίνησε μόλις τέλειωσε το δημοτικό σχολείο ως πλανόδιος μικροπωλητής. Τα δύσκολα εκείνα χρόνια δεν επέτρεπαν στους φτωχούς γονείς να βοηθήσουν τα παιδιά τους να αποκτήσουν δεξιότητες και πολλά εφόδια. Πολλοί νέοι και νέες τότε μετανάστευαν στο εξωτερικό, για να βρουν εργασία. Και τι δεν πούλησε όλο εκείνο τον καιρό που τα θεωρεί τα δικά του «πέτρινα χρόνια». Παγωτά , κουλούρια, γλυκά ,καλαμπόκια βραστά, ψιλικά, μέχρι και σουβλάκια στα κάρβουνα. Όταν πήγαινε από έξω από τα γυμνάσια για να πουλήσει παγωτά την καλοκαιρινή περίοδο ή γλυκά το χειμώνα., αυτός πού ήταν από τους καλύτερους μαθητές της τάξης, έβλεπε τους συμμαθητές του να μαθαίνουν γράμματα και να παίζουν ανέμελα στα διαλείμματα. Κι λυπόταν που ήταν αναγκασμένος να τους πουλάει παγωτά , ή γλυκά ντρεπόταν και έσκυβε χαμηλά το κεφάλι. Αισθανόταν καταφρόνια για τον εαυτόν του και χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Κάποιες φορές που βρισκόταν σε απελπισία , αναρωτιόταν αν είχε γονείς , και γιατί τον άφησαν στο δρόμο αβοήθητο. «Μήπως είμαι ναυαγός και με ξέβρασαν τα κύματα στο νησί»; Παρόλα αυτά το παιδί εκείνο σκλήρυνε την ψυχή του για να αντέξει τον τραχύ ανηφορικό δρόμο που του έλαχε η τύχη του. Αγωνίστηκε με νύχια και με δόντια και τα κατάφερε. Σήμερα σε ώριμη ηλικία χαίρετε παιδιά και εγγόνια.
Εδώ σταματάω Λαμπρινούλα μου για να μην σε κουράσω. Σε ευχαριστώ παππού είσαι πολύ καλός. Μου αρέσει να μου διηγείσαι ιστορίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου