Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

Ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία : από την πολιτική στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση. 1. Τα σοσιαλδημοκρατικά και σοσιαλιστικά κόμματα γεννήθηκαν ως κόμματα του κόσμου της εργασίας και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων[1]. Προσπαθούσαν να διαμορφώσουν ένα πρόγραμμα διεκδικήσεων και στόχων για το εργατικό κίνημα ενώ συγχρόνως ο τελικός τους σκοπός ήταν αυτός της ανατροπής του παρόντος συστήματος. Η συνεχής πάλη μεταξύ τελικού σκοπού και καθημερινών στόχων, τα οδήγησε σε τρεις μεγάλες αναθεωρήσεις. Με την πρώτη εγκατέλειψαν ουσιαστικά τον στόχο της επανάστασης και υιοθέτησε την πορεία προς τον σοσιαλισμό μέσα από μεταρρυθμίσεις, εντός του καπιταλιστικού συστήματος και όχι ενάντιά του. Πρόκειται ουσιαστικά για την γνωστή διαπάλη Μπερνστάιν και Καούτσκι στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Με τη δεύτερη αναθεώρηση εγκατέλειψαν κάθε σχεδιασμό υπέρβασης του καπιταλισμού, επιδιώκοντας κυρίως να του δώσουν ένα περισσότερο κοινωνικό και δίκαιο πρόσωπο. Η αναθεώρηση αυτή οδήγησε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα σε "συμφιλίωση με τον καπιταλισμό" σύμφωνα όμως με σοσιαλδημοκρατικούς όρους . Κλασικό παράδειγμα αποτελεί το πρόγραμμα του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Γερμανίας που υιοθετήθηκε στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε το 1958 στο προάστιο της Βόννης, Bad Godesberg . Στο συνέδριο αυτό εγκαταλείφθηκε επισήμως ο μαρξισμός. Σήμερα, βρίσκονται σε μια διαδικασία τρίτης αναθεώρησης, η οποία οδήγησε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στη συμφιλίωση με τον καπιταλισμό αυτή τη φορά με όρους νεοφιλελευθερισμού (στην εποχή της παγκοσμιοποίησης). Οι σοσιαλδημοκράτες επιδιώκουν να εμφανιστούν ως οι εκσυγχρονιστές και οι πιο αποτελεσματικοί διαχειριστές του καπιταλιστικού συστήματος. Η στροφή 180 μοιρών της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Φρανσουά Μιτεράν το 1982 , αποτελεί και το αρχιμήδειο σημείο αυτής της αναθεώρησης. Αυτός ο νέος αναθεωρητισμός, τείνει, μετά την εγκατάλειψη των θέσεων της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας, να εγκαταλείψει και τα σύμβολα, τις ιστορικές παραστάσεις και εικόνες που την συνόδευαν από την ημέρα της εμφάνισής της στο ιστορικό προσκήνιο. Η αλλαγή των συμβόλων σηματοδοτεί την συνειδητή απόφαση εγκατάλειψης του παρελθόντος . Σήμερα τα ιστορικά εργατικά κόμματα της Δύσης βιώνουν μία ακόμα κρίση, που τώρα όμως αγγίζει τον πυρήνα της ιστορικής τους ταυτότητας Η φάση του νέο αναθεωρητισμού χαρακτηρίζεται από την προσχηματική αδυναμία να προσδιοριστεί με ακρίβεια η σχέση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων με τον καπιταλισμό. Βρίσκονται στη φάση όπου περιορίζουν την μεταρρυθμιστική τους πολιτική σε εσωτερικές αλλαγές του καπιταλισμού σε ένα τετράγωνο πλαίσιο που τις πλευρές του αποτελούν οι οικονομικές έννοιες της ανταγωνιστικότητας, αποδοτικότητας , ευλυγισίας και ιδιωτικοποίησης. Παράλληλα διατυπώνεται και μια κάποια επίκληση ηθικών αρχών περί ελευθερίας και σε λιγότερες περιπτώσεις περί δίκαιης κοινωνίας. . Οι περιορισμοί αυτοί δεν μπορεί να εκφραστεί σε ένα ιδεολογικό και θεωρητικό λόγο διαφορετικό από αυτόν του οικονομικού φιλελευθερισμού εκτός από τη διέξοδο της επίκλησης ορισμένων αξιών του πολιτικού φιλελευθερισμού όπως αυτός διαμορφώθηκε την εποχή της μαζικοδημοκρατίας. Τα κόμματα αυτά δεν είναι σε θέση να πουν συνειδητά προς τα πού θέλουν να οδηγήσουν το σύστημα, εκτός εκείνων των κομμάτων που είναι σε χώρες σχετικά καθυστερημένες και επιδιώκουν να τις προσαρμόσουν στο επίπεδο των πιο προηγμένων όπως η Ελλάδα , η Ισπανία και η Πορτογαλία. Συνολικά, ο νέος αναθεωρητισμός δείχνει να γνωρίζει τι θέλει να εγκαταλείψει αποδεχόμενος πλήρως την οικονομική λογική του συστήματος , αλλά δεν μπορεί να προσδιορίσει πού θέλει να πάει, δεδομένου ότι έχει εγκλωβιστεί στις σημερινές δυνατότητες του καπιταλισμού και δεν μπορεί να σκεφτεί κάτι πέραν αυτών. Ακόμη περισσότερο ίσως να μην μπορεί να προσδιορίσει επειδή δεν υπάρχει κάτι να προσδιορίσει στο πλαίσιο της ακολουθούμενης λογικής του. Το αδιέξοδο είναι συνηθισμένη κατάληξη πολλών πολιτικών επιλογών στο παρελθόν και ως εκ τούτου και στο παρόν και στο μέλλον. Καθίσταται εμφανές ότι η σοσιαλδημοκρατία δεν μπορεί να επιβιώσει , ως τέτοια , κάνοντας απλά κριτική στον άλλο πυλώνα του συστήματος τους χριστιανοδημοκράτες-λαϊκά κόμματα , απλά και μόνο για λόγους εκλογικής τακτικής. Στην πραγματικότητα παρακολουθούμε την αργή έκλειψη του σοσιαλδημοκρατικού / σοσιαλιστικού προτάγματος από την προοδευτική ευρωπαϊκή πολιτική. Σήμερα το σοσιαλιστικό πρόταγμα το συναντάμε ως ιδεοληψία, δημαγωγία ή νοσταλγία. Και πάντα ως απογοήτευση. 2. Παρατηρώντας στην ιστορική διαδρομή την πορεία και την εξέλιξη των αριστερών / σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων μπορούμε αβίαστα να συνάγουμε ότι συνδέεται αποφασιστικά με την ιστορική φάση ανάδειξης του βιομηχανικού καπιταλισμού στην Κεντρική Ευρώπη και την μαζική και συγκεντρωμένη εργατική τάξη μέσα στους χώρους παραγωγής. Η σοσιαλδημοκρατία ευδοκίμησε σε ορισμένους κοινωνικούς σχηματισμούς που παρουσίαζαν όλοι κοινά χαρακτηριστικά: - Διέθεταν μία πλατιά εργατική τάξη, με ιστορικές ρίζες και αυτόνομες παραδόσεις. Εδώ και εκατό περίπου χρόνια η σοσιαλδημοκρατία εκφράζει πολιτικά την ευρωπαϊκή εργατική τάξη. - Διέθεταν ένα ισχυρό εργατικό κίνημα, που κάποια στιγμή διεκδίκησε το σοσιαλισμό, ως εναλλακτικό και αντιπαραθετικό προς τον καπιταλισμό πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης. Ως εκφραστής της εργατικής τάξης η σοσιαλδημοκρατία συνδέθηκε με τα επαναστατικά κηρύγματα και το σοσιαλιστικό πρόταγμα. Αναγκάσθηκε όμως να παρακολουθεί τις κοινωνικές αλλαγές που εξαφάνιζαν -ενάντια σε κάθε πρόβλεψη- το προλεταριάτο, μαζί με τις πολιτικές του παρακαταθήκες. - Διέθεταν αμιγή και ισχυρά εργατικά κόμματα, που διατηρούσαν οργανωτικούς δεσμούς με τα συνδικάτα και πλατειά εκλογική απήχηση. - Έφεραν, τέλος, από νωρίς τον προηγούμενο αιώνα, τα εργατικά αυτά κόμματα στην εξουσία. Τα καθήκοντα της διακυβέρνησης, και ότι αυτό συνεπάγεται την ωθεί να παρακολουθεί τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις ώστε να παραμένει κόμμα εξουσίας. Η σοσιαλδημοκρατία προκύπτει από το σοκ της σύγκρουσης των επαναστατικών οραμάτων με την πραγματικότητα της κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης. Ο γενετικός κώδικας της σοσιαλδημοκρατίας περιγράφεται έτσι από τη σύνδεση με το επαναστατικό πρόταγμα, τις ραγδαίες αλλαγές στην κοινωνική της βάση και τον κυβερνητικό προσανατολισμό της. Είναι παράλληλα η χρονική περίοδος που χαρακτηρίζεται από μια βασική αντίφαση. Ενώ τα αριστερά κόμματα προέβλεψαν με τον ένα ή άλλο τρόπο την υπέρβαση του καπιταλιστικού συστήματος , η συνδικαλιστική τους πολιτική βοήθησε σημαντικότατα στη διαιώνιση και την ανάπτυξή του. Συγχρόνως φαίνεται να δικαιώνεται η θέση του Λένιν , ο οποίος υποστήριζε ότι, αν αφεθεί στον εαυτό της η εργατική τάξη , χωρίς την ιδεολογική καθοδήγηση ενός πρωτοποριακού κόμματος , θα ανέπτυσσε «συνείδηση συνδικάτου» , και όχι επαναστατική, με τελική κατάληξη την παραμονή της και την περαιτέρω ενσωμάτωσή της στο κυρίαρχο ιδεολογικό πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος. Έχει παρατηρηθεί γενικά ότι η ακμή της σοσιαλδημοκρατίας στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες της Δυτικής Ευρώπης συνέπεσε ευρέως με τη μακρόχρονη , ραγδαία ανάπτυξη από τη δεκαετία του ’40 μέχρι τη δεκαετία του ’70. Στο νέο σύστημα ήταν ισχυρότατος ο ρόλος της οργανωμένης εργατικής τάξης μέσω των συνδικάτων, τα οποία μπορούσαν να επηρεάσουν την κατεύθυνση της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής με αποτέλεσμα σε κάποια κράτη να εφαρμοστεί το σύστημα γνωστό ως «εταιρισμός» στο οποίο η κυβέρνηση , το κεφάλαιο και η εργασία αναγνωρίζονταν ως τριμερή συμφέροντα σε μια συνεχιζόμενη διαπραγματευτική σχέση. Με τον τρόπο αυτό η εργασιακή διαμάχη μεταφέρθηκε από το πεδίο της ιδεολογίας στο πεδίο του συμφέροντος και έγινε διαπραγματεύσιμη. Το εργατικό ζήτημα δίχαζε την κοινωνία πάνω από πενήντα χρόνια , ωστόσο με το θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων δημιουργήθηκε ένα οικοδόμημα κοινωνικής ειρήνης. Θεμελιώδης αιτία γι’ αυτή την αλλαγή ήταν η οικονομική ανάπτυξη των αναπτυγμένων χωρών της Δ. Ευρώπης. Οι υψηλοί ρυθμοί μεγένθυσης των δυτικοευρωπαϊκών οικονομιών , η εσωτερική τους ανάπτυξη δηλαδή , εξαρτιόνταν από την επέκταση της στη διεθνή οικονομία και εδώ οι ΗΠΑ διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο στη διατήρηση ενός διεθνούς οικονομικού συστήματος βασισμένου στη μετατρεψιμότητα δολαρίου με τον χρυσό. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών ’50 και ’60 , ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες του ΟΟΣΑ ήταν σχεδόν 5% ανά έτος και αυτή ήταν η βάση για την ραγδαία ανάπτυξη των κοινωνικών δαπανών ως % του ΑΕΠ στις χώρες της Δ. Ευρώπης. Παράλληλα οι υψηλοί ρυθμοί μεγένθυσης επέτρεπαν τη διατήρηση της πλήρους απασχόλησης και τις δαπάνες για την κοινωνική πρόνοια χωρίς να υπονομεύεται η δυνατότητα κέρδους ή τα συμφέροντα του ιδιωτικού κεφαλαίου. Οι κοινωνικές δαπάνες αποτελούσαν το 1949 κατά Μ.Ο το 9% του ΑΕΠ σε 13 χώρες της Δ. Ευρώπης . Το 1960 μόλις το 11% ενώ μέχρι το 1970 είχαν αγγίξει το 15,8% , φθάνοντας το 22,4% μέχρι το 1977 σημειώνοντας την περίοδο αυτή την μεγαλύτερη ετήσια κατά ΜΟ αύξηση , 5,4%. Τη δεκαετία του ’70 όμως το παγκόσμιο οικονομικό αρχιτεκτόνημα εισέρχεται σε βαθιά ύφεση[2] , την περίοδο δηλαδή που οι κοινωνικές δαπάνες έχουν αγγίξει το υψηλότερο σημείο τους. Το 1974 ο μέσος όρος του ρυθμού μεγένθυσης των χωρών του ΟΟΣΑ ήταν 2% , ενώ τον επόμενο χρόνο εννέα χώρες του ΟΟΣΑ παρουσίασαν αρνητικούς ρυθμούς μεγένθυσης.. Το 1975 η ανεργία στις οικονομίες του ΟΟΣΑ βρισκόταν στο υψηλότερο επίπεδο μεταπολεμικά και ήταν της τάξεως των 15 εκατομμυρίων , μέγεθος που διπλασιάστηκε μέσα στην επόμενη δεκαετία, συνοδευόμενη από φθίνουσες επενδύσεις και κέρδη. Οι κυβερνήσεις αποτύγχαναν να επιτύχουν τους βασικούς στόχους στους οποίους είχε βασιστεί η μεταπολεμική τάξη πραγμάτων : η οικονομική μεγέθυνση , η πλήρης απασχόληση , ο χαμηλός πληθωρισμός[3]. 3. Αυτό που επεδίωξε η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, με πρωτοπόρο το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Σουηδίας , πριν ακόμα εμφανιστεί η πολιτική του New Deal με τον Φραγκλίνο Ρούσβελτ στις ΗΠΑ αλλά και η κεϋνσιανή «Γενική Θεωρία», ήταν η μετατροπή του δημοσίου από απλό τροφοδότη αγαθών και υπηρεσιών που για τεχνικούς δεν μπορούσαν να παραχθούν από τον ιδιωτικό τομέα σύμφωνα με την οικονομική θεωρία , σε μια «πολιτική αγορά» με βασικές κατανεμητικές εξουσίες οι οποίες να υποκαθιστούσαν εν μέρει τις λειτουργίες της καπιταλιστικής αγοράς αφού βεβαίως τις λάμβαναν υπόψη. Το όλο επιχείρημα προσέβλεπε στη δημιουργία μιας «πραγματικής δημόσιας σφαίρας», ενός «γνήσιου δημόσιου χώρου» μιας συγκρουσιακής πολιτικής αρένας όπου εκτός των δημοσίων αναγκών θα εκφράζονταν και θα επιλύονταν και οι ιδιωτικές επιθυμίες . Η όλη προσπάθεια στηρίχθηκε στην ανάληψη από το δημόσιο ορισμένων νέων καθηκόντων μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτά ήταν : Η επιβολή μιας κανονιστικής οικονομικής πολιτικής . Η παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 είχε δείξει ότι μόνο η συνειδητή δράση της κρατικής εξουσίας θα μπορούσε να δημιουργήσει τις απαραίτητες συνθήκες μακροχρόνιας επιβίωσης του συστήματος. Η διεύθυνση της οικονομίας μετατρέπεται σε κεντρικό κυβερνητικό έργο. Η δημοσιονομική , η νομισματική και η συναλλαγματική πολιτική αποκτούν ενεργό ρόλο στην χάραξη και στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Παράλληλα οι μεταβιβαστικές πληρωμές , οι επιδοτήσεις ενεργοποιούνται στην κατεύθυνση ανισοκατανομής του εισοδήματος. Το δημόσιο εμπλέκεται στις λειτουργίες σταθεροποίησης , ανάπτυξης και αναδιανομής του εισοδήματος. Η άμεση εμπλοκή του δημοσίου και η ανάληψη του μεγαλύτερου βάρους της διαδικασίας ανάπτυξης της επιστήμης και της τεχνολογίας . Η κεντρική σημασία της επιστήμης και η συστηματική χρησιμοποίηση και εφαρμογή της έρευνας σε όλο και περισσότερα επίπεδα της παραγωγής , από την ανάπτυξη βιομηχανιών όπως οι βιομηχανίες των υπολογιστών, των ηλεκτρονικών, των πολυμερών χημικών ουσιών μέχρι την διαχείριση οικονομικών συστημάτων επέβαλε την κρατική παρουσία. Η ανάληψη του κτισίματος του κράτους πρόνοιας. Η δέσμευση για μια ρυθμιστική κοινωνική πολιτική περιλάμβανε εκτός της δημόσια παιδεία , τη δημόσια υγεία , την πρόνοια για τις ευαίσθητες ηλικίες και την επέκταση των αστικών και κοινωνικών δικαιωμάτων ως βασικού συντελεστή διεύρυνσης της δημοκρατίας. Προϋπόθεση της ανάληψης των νέων καθηκόντων ήταν η πεποίθηση ότι η με ορθό τρόπο διεύρυνση του δημοσίου επεξέτεινε την ελευθερία των επιλογών, αυξάνοντας το αίσθημα της ασφάλειας στον καθημερινό άνθρωπο. Η πεποίθηση αυτή βασιζόταν σε μια διπλή προϋπόθεση : Η πρώτη, ότι η κοινωνικοοικονομική ισότητα και η αποδοτικότητα της οικονομίας αποτελούσαν συμπληρωματικούς μάλλον παρά αντιθετικούς στόχους και Η δεύτερη, ότι η επιδίωξη ήταν μια κοινωνικά ελεγχόμενη οικονομία της αγοράς περισσότερο , παρά μια κρατικά ελεγχόμενη οικονομία. Η ανάληψη και η σωστή διεκπεραίωση των παραπάνω καθηκόντων απετέλεσαν ουσιαστικά τα βασικά μέσα για την επιχείρηση της επίτευξης της δημοκρατίας της κατάργησης των κοινωνικών διακρίσεων και της εμπέδωσης του σοσιαλισμού ως συστήματος κυριαρχούμενου από την συλλογικότητα , την αλληλεγγύη και την ισότητα. Βεβαίως θα πρέπει να υπογραμμισθεί το πειστικό επιχείρημα ότι οι επιλογές αυτές της σοσιαλδημοκρατίας εναρμονιζόταν πλήρως με ορισμένες προϋπάρχουσες πλευρές των κοινωνιών των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης. Η ικανότητα ανάγνωσης και γραφής ήταν σε πολύ υψηλό επίπεδο . Στη Σουηδία για παράδειγμα η ικανότητα αυτή είχε ήδη φθάσει στο 100% του πληθυσμού από τον 17ο αιώνα και ενισχύθηκε από την ύπαρξη δημοτικών σχολείων σε κάθε χωριό γύρω στο 1850[4]. Επίσης η πολιτικός πολιτισμός των κατοίκων της Σουηδίας αλλά και των υπολοίπων χωρών της Σκανδιναβικής χερσονήσου και της Κεντρικής Ευρώπης χαρακτηρίζεται από αξίες που έχουν τις ρίζες τους στην προβιομηχανική κοινωνία : μετριοπάθεια, ροπή προς το κοινό καλό, δικαιοφροσύνη, σεβασμό στην αυτονομία του ατόμου και τη λουθηριανή προσήλωση στην εργασία.[5]. Οι κοινωνικές συμπεριφορές που τις χαρακτηρίζει η ισότητα και η αλληλεγγύη δεν μπορούν φυσικά να ιδωθούν παντελώς αποκομμένες από τις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες πάνω στις οποίες σιγά-σιγά διαμορφώθηκαν. Όμως η όλη σωστή λειτουργία του υποδείγματος και το κλειδί επίλυσης των προβλημάτων ήταν η οικονομική μεγέθυνση και η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, η οποία χρηματοδοτούσε το δημόσιο νοικοκυριό και επέτρεπε την αύξηση των μισθών. Δηλαδή η σωστή λειτουργία του οικονομικού υποδείγματος , το οποίο στηριζόταν στη κεϋνσιανή προβληματική της επίτευξης πλήρους απασχόλησης και επιμερισμού των αυξήσεων της παραγωγικότητας μεταξύ εργοδοτών , εργαζομένων και κράτους , αποτελούσε τη βάση του υποδείγματος της σοσιαλδημοκρατίας. Η κρίση του κεϋνσιανού υποδείγματος αποτέλεσε το αρχικό σημείο καμπής της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι , πέρα από προγραμματικές διακηρύξεις και σχεδιασμούς, στην πράξη, η δυτικοευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία συνέβαλε στη δημιουργία ενός διαφορετικού υποδείγματος καπιταλισμού, με περισσότερες κοινωνικές λειτουργίες και μηχανισμούς απ' ό,τι εκείνο του αμερικάνικου, ή και του ιαπωνικού.[6] Οι άρχουσες τάξεις υποχρεώθηκαν, γενικότερα, να προσαρμοστούν και να ικανοποιήσουν ορισμένες από τις ανάγκες των ανθρώπων της μισθωτής εργασίας . Κι' αυτό το οφείλεται όχι μόνο στα σοσιαλδημοκρατικά και σοσιαλιστικά κόμματα, αλλά και στα κομμουνιστικά και σε όλα τα υπόλοιπα αριστερά κόμματα. Μάλιστα, ακόμα και αυτές οι αστικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα στη δύση δεν θα υπήρχαν, τουλάχιστον με τη σημερινή τους έκταση και ποιότητα, χωρίς τις θυσίες του εργατικού κινήματος. Παράλληλα , χάρη και στην παρουσία των ριζοσπαστικών προγραμμάτων κυρίως της κομμουνιστικής αριστεράς, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία κατάφερα να συμβάλλει αποφασιστικά στη δημιουργία ενός οικονομικοκοινωνικού υποδείγματος αποτελεσματικού από οικονομική άποψη και ισχυρής προστασίας και ασφάλειας από κοινωνική άποψη . 4. Ένα ζήτημα που αποτέλεσε αντικείμενο πολλαπλής διαμάχης στη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων, ήταν το εάν και κατά πόσο ο σοσιαλισμός είναι ένα κίνημα ηθικής ανάπλασης ή αποτελεί μια προοπτική ανάπτυξης της ίδιας της κοινωνίας που στηρίζεται στην επιστημονική της ανάλυση. Πρόκειται για τη γνωστή διαμάχη ανάμεσα στον «ηθικό σοσιαλισμό» και τον «επιστημονικό σοσιαλισμό», ανάμεσα στον νεοκαντιανισμό και τον μαρξισμό, ανάμεσα στα επηρεαζόμενα από τον Καντ ρεύματα του σοσιαλισμού, όπως είναι ο αυστρομαρξισμός και η μαρξιστική συνέχεια του Χεγγελιανισμού. Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε λεπτομερώς στην επιχειρηματολογία σύμφωνα με την οποία ο Μαρξ ενσωμάτωσε στην ίδια την αξία του εμπορεύματος την αρχή της εκμετάλλευσης , αντικείμενο της οποίας στην καπιταλιστική οικονομία γίνονται οι εργαζόμενοι ως μισθωτοί εργάτες , δηλαδή εκείνοι οι οποίοι πωλούν την εργατική τους δύναμη στους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Σύμφωνα λοιπόν με τη μαρξιστική προσέγγιση η εκμετάλλευσης αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού συστήματος και η υπέρβαση της μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την κατάργηση του ιδίου του συστήματος. Δίχως να υπεισέλθουμε σε αξιολογικές κρίσεις σημειώνουμε ότι η σοσιαλδημοκρατία μετά την εγκατάλειψη του μαρξισμού ακολούθησε αντιθέτως τον λεγόμενο δρόμο της «κοινωνικής δικαιοσύνης» δηλαδή ασχολήθηκε με το πρόβλημα της αναδιανομής του εισοδήματος στην προσπάθειά της να περιορίσει τις ανισότητες που δημιουργούσε η καπιταλιστή αγορά. Έτσι βρέθηκε να ασχολείται με το ζήτημα της διανομής και όχι της παραγωγής. Το πρόβλημα μετατέθηκε και από τη θεωρία της αξίας οδηγήθηκε στην αναζήτηση μιας θεωρίας της δικαιοσύνης. Το κοινωνικό πρόβλημα της αλλαγής ή της μετεξέλιξης του καπιταλιστικού συστήματος μετατράπηκε στην αναζήτηση σε πρόβλημα δικαιότερης κατανομής του εισοδήματος. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί κατ’ αρχάς ότι το πρόβλημα αυτό δεν αποτελεί αποκλειστικό χώρο ενασχόλησης μιας σοσιαλδημοκρατικής θεωρίας διότι ως τέτοιο υπήρχε ήδη καταγραμμένο έστω και περιθωριακά στη σκέψη του πρώιμου φιλελευθερισμού (Τζον Λοκ) [7] από όπου ανασύρθηκε για να αποτελέσει την προβληματική του σύγχρονου δημοκρατικού φιλελευθερισμού (Τζον Ρώλς, Ρόναλντ Ντουόρκιν ) [8] όπως χαρακτηριστικά δείχνει ο Alain Renaut[9] . Μάλιστα ,και αυτό είναι το κυρίαρχο στη συγκεκριμένη περίπτωση , οι όποιες συστηματικές συμβολές συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας υποτυπώδους , in senso lato, θεωρίας της Δημόσιας Σφαίρας προήλθαν πρωταρχικά από τη μεριά της Φιλελεύθερης σκέψης και όχι από την αντίστοιχη Σοσιαλιστική. Στο σημείο αυτό προκύπτει ένα πρόβλημα που με ένταση έθεσε ο Daniel Bell[10] σχετικά με την ανυπαρξία συνολικής θεώρησης της Δημόσιας Σφαίρας και από τη μεριά της σοσιαλδημοκρατίας «…δεν έχουμε ολοκληρωμένη θεωρία της οικονομίας και της πολιτικής της δημόσιας διαχείρισης, δεν έχουμε κοινωνιολογία των δομικών συγκρούσεων μεταξύ τάξεων και κοινωνικών ομάδων πάνω στο κρίσιμο ζήτημα της φορολογίας , δεν έχουμε πολιτική φιλοσοφία (με εξαίρεση του John Rawls) η οποία να επιχειρεί μια θεωρία κατανεμητικής δικαιοσύνης βασισμένη στην κεντρική θέση του δημόσιου νοικοκυριού μέσα στην κοινωνία». 5. Η έννοια της «κοινωνικής δικαιοσύνης» στη σοσιαλδημοκρατική αντίληψη ήταν συνυφασμένη στενά με την αντίστοιχη έννοια της « ευημερίας» ως μεγέθους μετρήσιμου και συνεπώς ποσοτικού. Η κατίσχυση στο συλλογικό φαντασιακό των σύγχρονων κοινωνιών της «ευημερίας» προϋποθέτει την ανάδειξη , ως θεμελιώδους πολιτικής σημασίας , της έννοιας της «οικονομικής ανάπτυξης». Η «οικονομική ανάπτυξη» , ως γνωστόν, αποτελεί εκείνο το καθολικό ιδεολόγημα της σύγχρονης Δυτικής Κοινωνίας που ενεργοποιεί τη συλλογική βούληση και επιτρέπει την ύπαρξη των προταγμάτων της αναδιανεμητικής δικαιοσύνης, από τη μεριά των κοινωνικών ομαδοποιήσεων που τη συγκροτούν. Υπό μια έννοια η οικονομική ανάπτυξη είχε (και έχει) καταστεί η κοσμική θρησκεία των ανεπτυγμένων βιομηχανικών κοινωνιών : η πηγή της ατομικής κινητοποίησης , η βάση της πολιτικής σταθερότητας , το πεδίο για την επιστράτευση της κοινωνίας για έναν κοινό σκοπό. Όπως σημειώνει ο D. Bell[11] η οικονομική ανάπτυξη, κατά κάποια έννοια, προσφέροντας μιαν υπόσχεση αφθονίας στους πολίτες, έγινε το «ηθικό αντίβαρο» του πολέμου. Ο προγενέστερος πλούτος είχε αποκτηθεί με διαρπαγή , προσάρτηση, απαλλοτρίωση. Τώρα οι κοινωνίες επιστρατεύονται για μια συντονισμένη εσωτερική προσπάθεια και όχι για πόλεμο εναντίον ενός γειτονικού κράτους. Αυτό επιτυγχάνεται πρωτίστως μέσω της εμπειρικής εικόνας που παρουσιάζουν οι δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες την περίοδο 1945-1975. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου , υπό την ηγετική καθοδήγηση του κεϋνσιανού υποδείγματος και της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής «υπεδείκνυε» ότι η μονιμότητα της αναπτυξιακής διαδικασίας μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω της ενεργούς και συντονισμένης κυβερνητικής πολιτικής και όχι με την απλή επίκληση των νόμων μιας απρόσωπης αγοράς. Παράλληλα στο επίπεδο της ιδεολογίας σηματοδοτείται η αντίληψη ότι η προγραμματισμένη ανάπτυξη υπό την κυβερνητική διεύθυνση είναι ταυτόσημος με τη μεγιστοποίηση των ωφελημάτων που αφορούν κάθε κοινωνική κατηγορία ή ομάδα που συγκροτούν την κοινωνία. Η ανάπτυξη είναι μια θετική διαδικασία για όλους. Η ανάληψη της οικονομικής πολιτικής από το Πολιτικόν την καθιστά την καθιστά ταυτόχρονα και κοινωνική πολιτική . « Η Πολιτεία εγκαλείται να εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις για μια συνεχή και αέναη διόγκωση , επιχειρώντας ταυτόχρονα να μεθοδεύσει ολοένα πιο περίπλοκες και αντιφατικές λύσεις στις συγκρούσεις των συμφερόντων οι οποίες πηγάζουν από ένα ανταγωνιστικό επινεμητικό παιχνίδι που εμφανίζεται πάντοτε με τη μορφή μηδενικού αθροίσματος»[12]. Κοινωνική δικαιοσύνη και Οικονομική ανάπτυξη οδεύουν pari passo στην αντίληψη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Η οικονομική ανάπτυξη γίνεται πολιτικός στόχος. Το Πολιτικόν αφοσιώνεται στην εξυπηρέτηση ενός οικονομικού στόχου. Η λύση για όλα τα προβλήματα βρίσκεται στην επίτευξη της οικονομικής ανάπτυξης , η οποία με τον τρόπο αυτό μετατρέπεται σε «πολιτικό γιατροσόφι». Το Πολιτικόν αναδεικνύεται σε αποδέκτη και εκφραστή οικονομικών αιτημάτων στο όνομα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Όμως η εμφάνιση του Πολιτικού στο προσκήνιο της Ιστορίας με τη μορφή του Κοινωνικού κράτους και με τις νέες κατανεμητικές αρμοδιότητες δεν μπορεί παρά να γίνει εντός ενός καθορισμένου νομικού πλαισίου σύμφωνα με το οποίο συγκροτείται το Κράτος ως έκφραση της συλλογικής βούλησης. Το γεγονός αυτό επιβάλλει απαραιτήτως την ύπαρξη κανονιστικών όρων σε κάθε πτυχή της δράσης του. Οι όροι αυτοί δεν μπορούν να καθορισθούν με τρόπο ανεξάρτητο αλλά πάντοτε λαμβάνοντας υπόψη ότι το ήδη θεσπισμένο στα φιλελεύθερα πρότυπα Κράτος Δικαίου ισχύει απαρασάλευτα ως προς τον ορισμό των δυνατών φορέων των οικονομικών δικαιωμάτων . Τα οικονομικά δικαιώματα στο φιλελεύθερο Κράτος Δικαίου όμως ,αναφέρονται πάντοτε στο άτομο αφήνοντας αμετάβλητη με τον τρόπο αυτό την ατομοκεντρική θέσπιση της κοινωνίας. Έτσι όμως , η εμφάνιση του Κοινωνικού Κράτους παρουσιάστηκε ως μια ευκολότερη ευκαιρία για μεγιστοποίηση της «ευημερίας» κάθε ατόμου δεδομένου ότι ο φιλελεύθερος ατομικισμός εξακολουθούσε να κυριαρχεί δίχως ουσιαστικά προβλήματα. Με απλά λόγια ο ερχομός του Κοινωνικού Κράτους δεν δημιούργησε νέες μορφές κοινωνικών αξιώσεων που να υπερβαίνουν την ατομοκεντρική θέσπιση του κοινωνικού και οι οποίες να εγχαράσσονται βαθιά στο κοινωνικό φαντασιακό αλλά και στο οικονομικό και νομικό-δικαιακό σύστημα.. Δεν δημιουργήθηκε αλλαγή στην ηθική των οικονομικών σχέσεων του καπιταλιστικού συστήματος . Τα άτομα εξακολουθούσαν να αγωνίζονται στην καπιταλιστική αρένα για μεγιστοποίηση της ευημερίας τους με τη μόνη διαφορά ότι τώρα διεκδικούσαν, σχεδόν στο σύνολό τους, κομμάτι από την πίττα που το Κοινωνικό Κράτος κατείχε και με κάποιο έννομο τρόπο θα κατένεμε. αυτή η οικονομική διεκδίκηση προφανώς λάμβανε πολιτικό (άρα και συγκρουσιακό) χαρακτήρα και στηρίζονταν καθαρά στα αντιτιθέμενα συμφέροντα. « Η οικονομική κοινωνία παραμένει κοινωνία λύκων , που δεν τείνουν να εξανθρωπιστούν από το γεγονός ότι εξασφαλίζεται η στοιχειώδης τροφή τους»[13]. 6. Το ότι η νεωτερική κοινωνία χαρακτηρίσθηκε από το αίτημα της Ισότητας, αποτέλεσε άποψη πλείστων όσων διανοουμένων προερχομένων από διαφορετικούς ιδεολογικούς χώρους. Η πίεση αυτού του αιτήματος έφθασε σε υψηλά επίπεδα τη μεταπολεμική περίοδο και συνέπεσε με την κυριαρχία αλλά και τη διακυβέρνηση της σοσιαλδημοκρατίας. Το αίτημα για ισότητα την περίοδο αυτή διευρύνθηκε σε μια μεγαλύτερη γκάμα δικαιωμάτων – πολιτικών , αστικών και κοινωνικών. Σ’ αυτή τη διαδικασία οι μορφές που έλαβαν τα αιτήματα για τη διεύρυνση των δικαιωμάτων ήταν πολυποίκιλες. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες βρέθηκαν αντιμέτωπες με αυτό που ονομάστηκε «επανάσταση αναδυομένων δικαιωμάτων». Όμως εκείνο που πραγματικά χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη περίοδο είναι το ότι οι διεκδικήσεις των δικαιωμάτων προέρχονταν από όλες τις κοινωνικές ομάδες . Δεν διεκδικούσαν μόνον οι μειονεκτούντες , οι φτωχοί, οι ανήμποροι. Όλοι διεκδικούσαν. Με τον τρόπο αυτό όμως στερείται θεμελίου το διαχρονικά ενυπάρχον ηθικό περιεχόμενο του αιτήματος της κοινωνικής δικαιοσύνης , δεδομένου ότι η τελευταία ασκείται ή θα έπρεπε να ασκείται , μόνο επιλεκτικά μετά βεβαίως την καθιέρωση κριτηρίων καθορισμού των δικαιούχων. Το ότι διεκδικούν όλοι νομιμοποιείται από το ότι τη βάση της όλης θέσμισης που εξακολουθεί να διέπει την κοινωνική λειτουργία αποτελεί η μεγιστοποίηση της «οικονομικής ευημερίας» κάθε ατόμου. Κανένας δεν μπορεί να αποτρέψει το κάθε άτομο στο να επιχειρεί να αποσπάσει όλο και μεγαλύτερο μερίδιο (οποιασδήποτε μορφής : απολαβές, παροχές κτλ) από το Κοινωνικό Κράτος το οποίο έχει αναλάβει την κατανεμητική διαδικασία. Ο φιλελεύθερος ατομικισμός εξακολουθεί να είναι κυρίαρχος και στην οικονομική του διάσταση και θεωρητικά περιγράφεται από τα «οικονομικά της ευημερίας» και συγκεκριμένα από τα δύο θεμελιώδη θεωρήματα του Pareto[14]. Είναι γνωστό ότι τα «οικονομικά της ευημερίας» είναι ο κλάδος της οικονομίας που ασχολείται με δεοντολογικά ζητήματα. Κεντρικός στόχος των οικονομικών της ευημερίας είναι να παράσχει ένα πλαίσιο εντός του οποίου μπορούν συστηματικά να αξιολογούνται οι οικονομικές δραστηριότητες ως προς την αποτελεσματικότητα και την δικαιοσύνη – ισότητα ( εκφραζόμενη ως κατανομή του εισοδήματος) σε μια ανταγωνιστική (καπιταλιστική) οικονομία. Τα οικονομικά της ευημερίας «συλλαμβάνουν» εννοιολογικά ως αντίστροφες τις σχέσεις αποτελεσματικότητα – ισότητα. Ουσιαστικά η αποτελεσματικότητα εμπεριέχει την ισότητα , δεδομένου ότι η άριστη επίτευξη της αποτελεσματικότητας αποτελεί το μοναδικό στόχο της οικονομικής , και κάθε παρέκκλιση από την αποτελεσματική χρήση των πόρων μας οδηγεί σε καταστάσεις ανισορροπίας , άρα σε μη –αποτελεσματική θέση. Το πρώτο θεώρημα υποστηρίζει , ότι υπό συγκεκριμένους όρους , οι ανταγωνιστικές αγορές οδηγούν σε μια κατανομή πόρων τέτοια που να μην υπάρχει άλλη κατανομή που θα βελτιώνει τη θέση ενός ατόμου χωρίς , την ίδια στιγμή, να χειροτερεύει τη θέση κάποιου άλλου. Όμως το να είναι η οικονομία αποτελεσματική κατά Pareto προσδιορίζει και μια συγκεκριμένη κατανομή του εισοδήματος για την οποία το θεώρημα δεν μπορεί να μας πει τίποτε σχετικά. Το δεύτερο θεώρημα υποστηρίζει ότι αν δεν είναι αρεστή η διανομή του εισοδήματος που προκαλείται από την ανταγωνιστική αγορά , αυτό που χρειάζεται να γίνει είναι η αναδιανομή του αρχικού πλούτου και η ανταγωνιστική αγορά θα οδηγήσει σε μια νέα κατανομή του εισοδήματος. Το πεδίο εντός του οποίου μπορεί να κινηθεί η κρατική παρέμβαση καθορίζεται από τα δύο θεωρήματα ευημερίας του Pareto και ως εκ τούτου απαιτείται να συνάδει πρωταρχικά με το κριτήριο της αποτελεσματικότητας. Ο σκοπός της κρατικής παρέμβασης είναι η άρση των όποιων εμποδίων εμφανίζονται για τη σωστή και απρόσκοπτη λειτουργία της καπιταλιστικής αγοράς. Η κρατική παρέμβαση συνίσταται στην εξουδετέρωση των προβλημάτων ανεπάρκειας της αγοράς τα οποία μπορούν να προέλθουν από : αποτυχία του ανταγωνισμού, δημιουργία μονοπωλίων, ανάγκη δημοσίων αγαθών, επιβαρύνσεις από αρνητικές εξωτερικές οικονομίες κλίμακος, και μακροοικονομικές ανισορροπίες.. Εκτός των παραπάνω περιπτώσεων , ακόμα και αν η οικονομία ήταν αποτελεσματική κατά Pareto , υπάρχουν ακόμα δύο επιχειρήματα υπέρ της κρατικής παρέμβασης. Το πρώτο αφορά στην αναδιανομή του εισοδήματος. Το δεύτερο αφορά στην παροχή των λεγόμενων κοινωνικών αγαθών ( πχ η υποχρεωτική στοιχειώδης εκπαίδευση). Εκείνο που μας ενδιαφέρει πρωτίστως είναι ότι το κριτήριο της αποτελεσματικότητας κατά Pareto είναι απολύτως ατομιστικό συνάδοντας απολύτως με την φιλελεύθερη αντίληψη της οικονομίας και σε πλήρη συμφωνία με το φιλελεύθερο ατομοκεντρικό Κράτος Δικαίου που αποτελεί τη βάση του δικαιϊκού καθεστώτος των δυτικών δημοκρατιών. Μάλιστα το κριτήριο της αποτελεσματικότητας κατά Pareto είναι ατομιστικό[15] και μάλιστα υπό δύο έννοιες : Πρώτον , ενδιαφέρεται μόνο για την ευημερία του κάθε ατόμου και όχι για τη σχετική ευημερία διαφορετικών ατόμων. Δεν ασχολείται με την ανισότητα. Δεύτερον απηχεί ολοκληρωτικά την αντίληψη περί κυριαρχίας του καταναλωτή , σύμφωνα με την οποία το κάθε άτομο είναι υπεύθυνο για τον καθορισμό των αναγκών και επιθυμιών του. Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης, ότι η προσπάθεια δημιουργίας ενός κοινωνικού κριτηρίου ως έκφραση της βούλησης της Κοινωνίας ( η Συνάρτηση Κοινωνικής Ευημερίας[16]) δεν μπόρεσε να στεφθεί με επιτυχία[17] διότι στηρίχθηκε στην προσπάθεια απλής σύνθεσης ( άθροισμα) των ατομικών επιλογών . Η Κοινωνία δηλαδή στην αντίληψη αυτή αποτελεί το άθροισμα των ατόμων που την απαρτίζουν. Παρά τις προσπάθειες της σοσιαλδημοκρατικής σκέψης να δημιουργήσει , εντός του συστήματος , διαφορετικές θεωρήσεις στο οικονομικό επίπεδο της ευημερίας , προσέκρουε πάντοτε στην εμμένουσα αντίληψη περί αποδοτικότητας όπως αυτή καθοριζόταν από τη συμβατική οικονομική θεωρία με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην μπορέσει να παραχθεί μια εναλλακτική «οικονομική θεώρηση» αλλά στην πρώτη επικίνδυνη στροφή να κατακρημνισθεί στο βάραθρο του νεοφιλελευθερισμού. 7. Η κρίση του υποδείγματος που με αρκετή επιτυχία εφαρμόσθηκε από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι και τα τέλη σχεδόν της δεκαετίας του ’70 , γνωστού ως κεϋνσιανού-φορντικού υποδείγματος , οφείλεται στο ότι η διαδικασία συσσώρευσης που το υπόδειγμα αυτό εξυπηρετούσε , άρχισε σιγά-σιγά να μετατρέπεται σε φραγμό της αξιοποίησης του κεφαλαίου. Το καθεστώς αυτό της συσσώρευσης του κεφαλαίου του οποίου το κυρίαρχο μακροοικονομικό χαρακτηριστικό ήταν η τόνωση της ενεργούς ζήτησης διαμέσου της δημοσιονομικής και νομισματικής επέκτασης , φαίνεται ότι οδηγήθηκε στα όριά του όταν οι πολιτικές επέκτασης έδωσαν ώθηση στην κλιμάκωση του πληθωρισμού παράλληλα με περαιτέρω συμπίεση των κερδών , πάγωμα των επενδύσεων και αύξηση της ανεργίας. Το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού αποτέλεσε τη θεωρητική ταφόπετρα του ήδη ευνουχισμένου κεϋνσιανού υποδείγματος ανάπτυξης. Η ολική κρίση του κεϋνσιανού-φορντικού υποδείγματος και του απορρέοντος καθεστώτος συσσώρευσης ήταν αναμενόμενο να παρασύρει σειρά βασικών ρυθμίσεων της κεφαλαιακής σχέσης , οι οποίες αποτελούσαν εγγενείς συνιστώσες και δομικά χαρακτηριστικά του , τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές πλαίσιο. Όπως ειπώθηκε , η αιτία της κρίσης του φορντικού υποδείγματος βρίσκεται στο ότι η δομή συσσώρευσης του υποδείγματος και της ηγεμονίας που αυτό εξασφάλιζε άρχισε να γίνεται φραγμός της αξιοποίησης του κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει ότι ο τρόπος ρύθμισης της οικονομικής , πολιτικής και κοινωνικής διαδικασίας παραγωγής κέρδους που υιοθετήθηκε σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή εξυπηρετώντας τις ανάγκες αξιοποίησης του κεφαλαίου , είχε «ωριμάσει» σε τέτοιο βαθμό , ώστε όχι μόνο να μην εξυπηρετεί τις ανάγκες αυτές , αλλά να γίνεται εμπόδιο στη διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου αυτή καθ’ αυτή. Επομένως να μην είναι βέβαιο ότι μπορούν να εξασφαλιστούν μακροχρόνια οι συνθήκες αναπαραγωγής αυτού του τρόπου ρύθμισης έτσι ώστε απρόσκοπτα να συνεχίζει να παράγεται το απαιτούμενο ποσοστό κέρδους. Οι ειδικές μορφές έκφρασης της κρίσης μπορούν να εντοπισθούν στην εμφάνιση του στασιμοπληθωρισμού , στις μειωμένες επενδύσεις, στη μείωση του ποσοστού κέρδους. Όπως εύκολα γίνεται κατανοητό , οι ειδικές μορφές έκφρασης αντανακλούν την απαξίωση των βασικών λειτουργικών στηριγμάτων του φορντικού υποδείγματος. Η απαξίωση αυτή , και εδώ είναι η πλέον ενδιαφέρουσα πλευρά των εξελίξεων , άνοιξε διάπλατα τις πόρτες στην επερχόμενη νεοφιλελεύθερη θύελλα , της οποίας η θεωρητική θεμελίωση επί σειρά ετών «ασκούνταν» συστηματικά στα πανεπιστήμια του Σικάγο και του Στάνφορντ και η οποία βρήκε την πολιτική της έκφραση στην πολιτική του Ρέιγκαν και της Θάτσερ. Η απαξίωση αυτή , και εδώ είναι η πλέον ενδιαφέρουσα πλευρά των εξελίξεων , άνοιξε διάπλατα τις πόρτες στην επερχόμενη νεοφιλελεύθερη θύελλα , της οποίας η θεωρητική θεμελίωση επί σειρά ετών «ασκούνταν» συστηματικά στα πανεπιστήμια του Σικάγο και του Στάνφορντ και η οποία βρήκε την πολιτική της έκφραση στην πολιτική του Ρέιγκαν και της Θάτσερ. Το ενδιαφέρον του θέματος έγκειται στο ότι στην περίοδο που το συνδικαλιστικό κίνημα εξασκούσε όλο και περισσότερες πιέσεις, διεκδικητικού χαρακτήρα , στο σύστημα και είχε κατακτήσει αξιόλογες θέσεις η απάντηση ήταν μια κλιμακούμενη αντεπίθεση που οδήγησε όχι μόνο σε πισωγυρίσματα αλλά και σε συντριπτική ήττα. 8. Η βάση οργάνωσης της εργασίας στο κεϋνσιανό-φορντικό υπόδειγμα ήταν η τεϋλοριστική[18] σύλληψη. Τα όρια του φορντικού υποδείγματος τίθενται από την περιορισμένη ικανότητα του κεφαλαίου να αυξάνει συνεχώς τη συνολική παραγωγικότητα με ρυθμούς τέτοιους που να επαρκούν για την αφομοίωση του κόστους ,που προέρχεται από τη ροπή συνεχούς εισαγωγής τεχνολογικών καινοτομιών στο πλαίσιο της ανταγωνιστικής αγοράς , τη μετατόπιση μεγάλου μέρους της παραγωγικής διαδικασίας στην παραγωγή υπηρεσιών και στις πιέσεις από τη μεριά του συνόλου των εργαζομένων στο πλαίσιο της διεκδίκησης των κοινωνικών τους δικαιωμάτων. Η συνεχής προσπάθεια αύξησης της παραγωγικότητας είναι μια από τις βασικές αντίρροπες δυνάμεις στην τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει. Όμως τα αποθέματα παραγωγικότητας που περιέχονται στο συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης της εργασίας βαθμιαία εξαντλήθηκαν με συνέπεια να μην έχει αποτελεσματικότητα η αντίρροπη δράση στην τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει. Η πολυπλοκότητα των παραγωγικών συστημάτων λόγω των εξελισσομένων τεχνολογικών εφαρμογών και παράλληλα οι απαιτούμενες και παράλληλα οι απαιτούμενες για την εγκαθίδρυσή τους υψηλές δαπάνες επένδυσης είχαν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή εξάλειψη του τεϋλοριστικού μαζικού εργάτη ως παραγωγού (και καταναλωτή) , δεδομένου ότι απαιτείται πλέον ένας ικανός αριθμός άκρως εξειδικευμένων εργαζομένων , οι οποίοι θα διαπλέκονται με τις τεχνολογικές εξελίξεις , και ένας πολύ μεγαλύτερος αριθμός , που θα «υπακούει» ρητά και σε ατομική βάση στις απαιτήσεις μιας μονότονης εξουθενωτικής και κακοπληρωμένης εργασίας. Η μείωση της ζωντανής εργασίας στο πλαίσιο των νέων τεχνολογικών εφαρμογών οδηγεί προς μια επαναδιοργάνωση της εργασιακής διαδικασίας με στόχο τη θεμελίωση νέων , περισσότερο ευέλικτων συνδυασμών προσώπου και μηχανής , τη δημιουργία «νέων» ιεραρχιών μεταξύ των εργαζομένων και τη συστηματική εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων. Συνεπώς η τεϋλοριστική εργασία με το πέρασμα του χρόνου παύει να είναι ο σταθεροποιητικός παράγοντας του κεϋνσιανού-φορντικού υποδείγματος καπιταλιστικής παραγωγής στο διττό του ρόλο, δηλαδή τόσο ως παραγωγική ικανότητα όσο και ως καταναλωτική δυνατότητα. Τούτο θέτει εκ των πραγμάτων νάρκη στα θεμέλια του αναπαραγωγικού μηχανισμού του εν λόγω υποδείγματος. Παράλληλα η ρύθμιση του κοινωνικού κυκλώματος της διανομής , αποτελεί βασικό παράγοντα δημιουργίας και πραγμάτωσης του κέρδους και ως εκ τούτου ευάλωτο σημείο του φορντικού υποδείγματος. Η δυσκολία έγκειται στη ρύθμιση του ποσοστού διανομής δίχως να τεθεί σε κίνδυνο η συνεχής συσσώρευση του κεφαλαίου και το προσδοκώμενο ποσοστό κέρδους. Στο πλαίσιο του κεϋνσιανού-φορντικού υποδείγματος η κοινωνική ασφάλιση είναι σχεδιασμένη κατά τρόπο που διατηρεί τους ανέργους ή τους μη έχοντες συγκυριακά εργασία ως καταναλωτές[19]. Έτσι η κοινωνική πρόνοια θεωρείται ως μια αναγκαία δαπάνη ή ένα τμήμα μη αξιοποιήσιμου παραγωγικά κεφαλαίου προκειμένου να διατηρηθεί το επίπεδο της συνολικής κατανάλωσης η οποία δρα σταθεροποιητικά στη διευρυμένη αναπαραγωγή της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Το πλέγμα αυτών των ρυθμίσεων , που αφορούν στην κοινωνική ασφάλιση , δημιούργησε ένα ιατρικό -νοσοκομειακό-φαρμακοβιομηχανικό σύμπλεγμα το οποίο με το πέρασμα του χρόνου αναπτύσσει μια σχεδόν ανεξέλεγκτη δυναμική αυξανόμενου κόστους με ταυτόχρονη μείωση της αποτελεσματικότητας στην παροχή υπηρεσιών υγείας και περίθαλψης. Παράλληλα , οι χαμηλοί ρυθμοί μεγένθυσης της οικονομίας προκαλούν αυξανόμενες ανάγκες υποστήριξης των ατόμων στους οποίους προκλήθηκαν κοινωνικές βλάβες(άνεργοι κ.τ.λ) , με αποτέλεσμα την απορρόφηση μεγάλων χρηματικών ποσοτήτων και συνεπώς τη δημιουργία δημοσιονομικών πιέσεων. Έξάλλου η ύπαρξη συγκεντρωτικών συντεχνιακών και ενσωματωμένων στο σύστημα εργατικών συνδικάτων , γεγονός που οφείλεται το ότι η πλειοψηφία του εργατικού δυναμικού έχει τη μορφή «ομογενοποιημένου τεϋλοριστικού εργάτη», τους επιτρέπει μέσω της υπογραφής των συλλογικών συμβάσεων εργασίας να αντιστέκονται στη μείωση του πραγματικού μισθού. Μέχρι του σημείου που η παραγωγικότητα της εργασίας υπερβαίνει την αύξηση του κόστους το οποίο προέρχεται από την προσαρμογή των μισθών , τα εργατικά συνδικάτα «ασκούν» την εξουσία τους. Συνεπώς το σύνολο του θεσμικού πλαισίου που υιοθετήθηκε από το κεϋνσιανό-φορντικό υπόδειγμα , με το πέρασμα του χρόνου γίνεται εμπόδιο και απειλή για το καπιταλιστικό κέρδος , λαμβάνοντας τη μορφή των φθινόντων ρυθμών ανάπτυξης και των δυσκολιών συσσώρευσης της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου. 9. Η σταδιακή αλλά συνεχής αναθεωρητική και προσαρμοστική πορεία των ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων ήταν αδύνατον να μην συμπεριλάβει ένα από τα κομβικά σημεία της πολιτικής θεωρίας που αφορά στη σύλληψη και στις λειτουργίες του κράτους. Η συζήτηση στην ευρωπαϊκή αριστερά γύρω από το κράτος. Ουσιαστικά δρομολογήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και στην οποία συμμετείχαν τα σημαντικότερα πολιτικά πρόσωπα της εποχής : Μπερνστάιν, Καούτσκι, οι αυστρομαρξιστές Μπάουερ, Άντλερ και Ρέννερ ,ο Μπουχάριν, ο Γκράμσι ,ο Λαμπριόλα καθώς και ο Λένιν. Το αντικείμενο της συζήτησης ήταν αφενός η μελέτη της λειτουργίας του αστικού κράτους και αφετέρου η θεωρητική προσέγγιση της οργάνωσης και λειτουργίας του σοσιαλιστικού κράτους ως εναλλακτικό θεσμικό υποκείμενο αναγκαίο στη σοσιαλιστική θεωρία . Όλοι οι συμμετέχοντες θεωρούσαν ότι το κράτος ήταν ένας εργαλειακός μηχανισμός. Η πρώτη άποψη που διατυπώθηκε (σοσιαλδημοκρατική) , θεωρούσε ότι το κράτος είναι ένα κοινωνικό εργαλείο, ένα εργαλείο αναπαραγωγής του κοινωνικού γίγνεσθαι και της συνεκτικότητάς του και επομένως πλήρως υποταγμένο στις ανάγκες της κοινωνίας. Ανάλογα με το ποιος ήταν επικυρίαρχος μπορούσε να το χρησιμοποιήσει για τη διασφάλιση των συμφερόντων του. Αν επικυρίαρχη ήταν η αστική τάξη τότε κράτος ήταν ένα κοινωνικό κράτος στα χέρια της αστικής τάξης. Αυτό σήμαινε ότι εάν πέρναγε αυτό το ουδέτερο κράτος στα χέρια του εργατικού σοσιαλδημοκρατικού εργατικού κινήματος, αυτό θα γινόταν το κράτος-εργαλείο με το οποίο θα μπορούσε να προωθηθεί ο σοσιαλισμός. Η δεύτερη αντίληψη (Γκραμσιανή) θεωρεί ότι το κράτος σαφέστατα εκφράζει συμφέροντα κάποιων κοινωνικών τάξεων αλλά συγχρόνως διατηρεί μια σχετική αυτονομία από αυτά. Ουσιαστικά η πρώτη αντίληψη , που μας ενδιαφέρει, αντιμετώπιζε το κράτος ως κάτι αυτόνομο από τα κοινωνικά πλαίσια κυριαρχίας ως ένα εργαλείο το οποίο θα μπορούσε να κατακτήσει το Σοσιαλιστικό κόμμα από το κυρίαρχο κοινωνικά μπλοκ δυνάμεων και να το μετατρέψει σε εργαλείο οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Αυτό αποτέλεσε και το θεωρητικό επιχείρημα που επικαλέσθηκαν τα σοσιαλδημοκρατικά / σοσιαλιστικά κόμματα για να δικαιολογήσουν την συμμετοχή τους σε κυβερνήσεις κατά την διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου και σε όλη την περίοδο ύστερα απ' αυτόν.. Παράλληλα είναι γνωστό ότι χρησιμοποίησαν ως δικαιολογία και το εθνικό συμφέρον των χωρών τους. Στον βαθμό, δε, που εγκατέλειπαν τον σοσιαλισμό ως στόχο , αποδεχόμενοι την θεωρητική θέση ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι το παν, μετασχηματίσθηκε και η ίδια η θεωρία των σοσιαλιστικών κομμάτων περί του κράτους. Εάν το αστικό κράτος μπορούσε να γίνει φορέας ακόμα και της σοσιαλιστικής αλλαγής αρκεί να εξέφραζε συμπυκνωμένα νέους συσχετισμούς ισχύος δια της συμμετοχής των σοσιαλιστών στη διακυβέρνηση είναι φανερό ότι ακόμα πιο εύκολα θα μπορούσε να γίνει εργαλείο μεταρρυθμίσεων. Αρχικά , μιας σειράς μεταρρυθμίσεων που θα εντάσσονταν οργανικά στην πορεία προς τον σοσιαλισμό, και στη συνέχεια , την μεταπολεμική περίοδο, όταν το σοσιαλιστικό όραμα εγκαταλείφθηκε, μια σειρά μεταρρυθμίσεων που θα οδηγούσαν την μετατροπή του κράτους από αντιλαϊκό και αυταρχικό, σε κράτος "δημοκρατικό ", " ευμάρειας" και «κοινωνικό». Με τον τρόπο αυτό , ήταν εύκολο να υποστηριχθεί η άποψη ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μπορούσαν να καταλάβουν την κυβερνητική εξουσία και μέσω του υπάρχοντος κράτους να τη διαχειριστούν φιλολαϊκά. Οι σοσιαλιστές έγιναν φορείς αυτής της αντίληψης , μετά από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και αφού αρχικά είχαν προσανατολιστεί στη δημιουργία ενός κοινωνικά δίκαιου καπιταλισμού, στη συνέχεια μετακινήθηκαν στη θέση για τον εκσυγχρονισμό του συστήματος, χωρίς να κάνουν συνειδητά λόγο για την εγκατάλειψη των προγραμματικών τους στόχων. Σύμφωνα λοιπόν με την παραπάνω θεωρητική αντίληψη η ειδική μορφή κράτους που υιοθετήθηκε την περίοδο αυτή είναι το κεϋνσιανό συντεχνιακό κράτος πρόνοιας και κοινωνικής ασφάλισης. Η θεσμοποίηση ειρηνοποιού συμπεριφοράς του κράτους , με την αποδοχή του ως «εθνικού» παράγοντα συνομιλητή μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας και επίσης ως τελικού διαιτητή των παρουσιαζόμενων διαφορών , αποτελεί τη βασική μορφή ρύθμισης του φορντικού υποδείγματος. Με τον τρόπο αυτόν το φορντικό κράτος κατέχει σημαντική θέση στη ρύθμιση της κοινωνικής αναπαραγωγής. Ως εκ τούτου οι λειτουργίες του είναι πολλαπλές : οικονομικής , πολιτικής και ιδεολογικής φύσεως. Στο πολιτικό επίπεδο εμφανίζεται ως ο φορέας του εθνικού συμφέροντος , υπεράνω των επιμέρους ταξικών συμφερόντων . Οι παρεμβάσεις του μέσα στο καθορισμένο πλαίσιο , για επίλυση των διαφορών μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας αφορούν μόνο στη διανομή του προϊόντος και ουδόλως στην παραγωγή του. Κρατικοποιεί την κοινωνία ως μέσον ενσωμάτωσης της, τόσο μέσω της δημιουργίας μαζικών κομμάτων τα οποία χάνοντας κάθε επαφή με την ουσία της πολιτικής, υποβοηθούν την επικυρίαρχη συναινετική ενσωμάτωση της κοινωνίας, δεδομένου ότι σε τελευταία ανάλυση πρόκειται για ενσωματωμένα συστατικά του κράτους. Στον ιδεολογικό τομέα , λόγοι περί ισότητας, ελευθερίας, ανταγωνιστικότητας, παραγωγικότητας και γενικά περί ορθολογικότητας του κρατικού σχεδιασμού λειτουργούν για την απάλειψη δυσκολιών και για την απρόσκοπτη λειτουργία και επίλυση των διαφορών εντός του φορντικού υποδείγματος. Στο οικονομικό επίπεδο , το παρεμβατικό κράτος, εκτός από τις συνολικές παρεμβάσεις που αφορούν στην αναπαραγωγή της εργασίας μέσω των ρυθμίσεων της διανομής , παρεμβαίνει όπως είναι αναμενόμενο, διευκολύνοντας σαφέστατα τους όρους αξιοποίησης του κεφαλαίου. Οι πολιτικές τεχνολογικής ανάπτυξης και υποδομών αποτελούν βασικό παράγοντα δράσης του φορντικού κράτους με σκοπό τη μείωση του κόστους του κεφαλαίου (εκτός του ότι οι δημόσιες επενδύσεις στην πλειοψηφία τους εκτελούνται από ιδιωτικές επιχειρήσεις, άρα και αυτές αποτελούν σημαντικότατο τμήμα των εσόδων τους) και ως εκ τούτου την αύξηση της αποδοτικότητας των επενδυμένων κεφαλαίων. Με το άνοιγμα των παγκοσμίων αγορών και τις πιέσεις που αυτές ασκούν, γίνεται προφανές ότι υπάρχουν όρια στην ικανότητα του παρεμβατικού κράτους να ασκήσει «δομική πολιτική» προσαρμογής, προκειμένου να διατηρηθεί η ικανότητα παραγωγής κέρδους σε εθνικό επίπεδο έναντι ενός συνεχώς διεθνοποιημένου κεφαλαίου. Φαίνεται λοιπόν, ότι το παρεμβατικό φορντικό κράτος γίνεται συντελεστής της κρίσης όχι μόνον ως φορέας εξασφάλισης της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, αλλά και ως φορέας αδυναμίας δομικής προσαρμογής στις νέες συνθήκες που διαμορφώνει η πολιτική βούληση των κυρίαρχων ταξικών δυνάμεων. Η νέα διεθνοποίηση του κεφαλαίου απαιτεί νέες ρυθμίσεις ενσωμάτωσης του εθνικού και του κοινωνικού χώρου. Οι γενικοί στρατηγικοί στόχοι ενός μετασχηματισμένου κράτους προκύπτουν από του στόχους και τους περιορισμούς που επιβάλλονται από τη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας. Οι γενικοί στόχοι παραμένουν οι ίδιοι : να συγκρατηθεί η πτώση του μέσου ποσοστού κέρδους και αν είναι δυνατόν να αυξηθεί μέσω της αξιοποίησης νέων επενδυτικών επικερδών τοποθετήσεων. Οι περιορισμοί είναι νέοι: η συνεχώς διευρυνόμενη διεθνοποίηση της παγκόσμιας αγοράς μέσω των βασικών δρώντων υποκειμένων , διεθνή κονσέρν , καρτέλ και διεθνείς χρηματοοικονομικούς οργανισμούς, επιβάλλει στην εθνική κρατική οντότητα να απενδυθεί το μανδύα του φορντικού παρεμβατικού κράτους πρόνοιας και να ενδυθεί το μανδύα ενός κράτους παρεμβατικού προς δύο κατευθύνσεις : η πρώτη ότι αυτό αναλαμβάνει όλο το βάρος της απορύθμισης της θεωρούμενης απαρχαιωμένης ρυθμιστικής σχέσης και η δεύτερη μέσω της προώθησης ρυθμιστικών παρεμβάσεων που να προωθούν τον «εκσυγχρονισμό» στο πλαίσιο των απαιτήσεων του διεθνούς ανταγωνισμού και άρα των απαιτήσεων των φορέων αυτού του διεθνούς ανταγωνισμού, ενώ παράλληλα θα πρέπει να ανακαλύψει τρόπους «απορρόφησης» των κραδασμών που δημιουργεί η νέα τάξη πραγμάτων στον οικονομικοκοινωνικό τομέα (ανεργία, φτώχεια , ανέχεια, φόβος, εγκληματικότητα). Συνεπώς το εθνικό κράτος της νέας εποχής κατ’ αρχάς δεν είναι ουδόλως ένα ανίσχυρο κράτος αυτονομημένο και αποκομμένο από την κοινωνία. Η πολιτική των εθνικών κρατών είναι αυτή που καθορίζει το πλαίσιο του ανταγωνισμού διαμεσολαβώντας στην ενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία όχι μόνο προσαρμόστηκε πλήρως στα κελεύσματα του διεθνούς καπιταλισμού αλλά πρωτοστάτησε σε μια προσπάθεια να αποδείξει ότι αποτελεί το μοναδικό φορέα του σύγχρονου «εκσυγχρονισμού». 10. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ακολούθησαν σχεδόν πιστά στην εξωτερική πολιτική τις επιλογές της άρχουσας τάξης και των κρατικών παραδόσεων των χωρών τους. Επιλογές και παραδόσεις οι οποίες είχαν διαμορφωθεί κατά κανόνα από τα συντηρητικά κόμματα ως αυθεντικών εκφραστών της κάθε εθνικής άρχουσας τάξης. Την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’70, την σοσιαλδημοκρατία χαρακτηρίζει ένας ιδιότυπος κοινωνικός εθνικισμός , ενώ παράλληλα η σοσιαλδημοκρατία υιοθέτησε την κοινή ευρωπαϊκή προοπτική, η οποία θα αποτελούσε έναν κοινό ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο ενταγμένο στο πλαίσιο της αμερικανικής γεωστρατηγικής ηγεμονίας και της αντιπαράθεσης των δύο συστημάτων . Τα περισσότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα θεώρησαν τη δική τους κατάσταση τόσο θετικά ώστε ενστερνίστηκαν τον εθνικισμό , ενώ άλλα είχαν επικεντρωθεί στην εφαρμογή του προγράμματός τους στην πατρίδα τους , χωρίς να ενδιαφέρονται για τις διεθνείς εξελίξεις. Ο διεθνισμός στην πράξη είναι πολύ δύσκολος. Στην πορεία επιχείρησε να δημιουργήσει ένα περισσότερο «θεσμοποιημένο όχημα» για την αντιμετώπιση του διεθνούς ανταγωνισμού των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας στο νέο παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο που επέβαλε η αμερικάνικη κυριαρχία. Η όξυνση των αντιθέσεων[20] του ευρωπαϊκού οικονομικού υποδείγματος λόγω εσωτερικών και εξωτερικών αιτιών οδήγησε τη σοσιαλδημοκρατία να ταυτιστεί ουσιαστικά με τις παγκοσμιοποιητικές διαδικασίες χωρίς, όμως να αντιληφθεί τις μακροχρόνιες επιπτώσεις που αυτές θα είχαν στη ταυτότητα της. Τα σοσιαλδημοκρατικά/ σοσιαλιστικά/ εργατικά κόμματα της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Μ. Βρετανίας και της Ιταλίας, στήριξαν την ένταξη των χωρών τους στο ΝΑΤΟ και στους ευρωατλαντικούς οργανισμούς, έστω και με ορισμένες ταλαντεύσεις και δυσκολίες, ιδιαίτερα στην πρώτη. Το ίδιο συνέβη και στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Αυστρίας και ορισμένων σκανδιναβικών χωρών (ιδιαίτερα της Σουηδίας και της Φινλανδίας) που παρότι ακολούθησαν μια πολιτική ενεργούς ουδετερότητας, προωθώντας τις επιλογές τους στην εξωτερική πολιτική σε συνάφεια με τις γεωπολιτικές ιδιαιτερότητες της χώρας τους, καθώς και τους προσανατολισμούς των μεγάλων εξαγωγικών επιχειρήσεών τους ,δεν αρνήθηκαν ποτέ ότι ανήκουν στη Δύση και ότι υποστηρίζουν τους ευρωατλαντικούς οργανισμούς. Η κατ’ αρχάς επιλογή και στη συνέχεια η πλήρης αποδοχή από τη μεριά των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων ότι οι ευρωπαϊκές χώρες αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα «της Δύσης» υπήρξε αποτέλεσμα της έντονης αντίθεσής τους με τα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ,αλλά και της ιδεολογικής τους διαφωνίας γενικότερα με τα μαρξιστικά δόγματα. Η θέση αυτή , οδηγούσε σχεδόν "νομοτελειακά" στην αποδοχή των δυτικών υπερεθνικών θεσμών, όπως της ΕΟΚ και του ΝΑΤΟ και κατά προέκταση την «υποταγή» τους στα ηγεμονικά σχέδια των ΗΠΑ. Η όποια θεωρητική διερεύνηση στην αναζήτηση ενός τρίτου δρόμου[21] ουσιαστικά προϋπέθεται ότι αυτός ο δρόμος θα υλοποιηθεί σύμφωνα με τα δυτικά, ευρωατλαντικά ή και μόνο ατλαντικά πλαίσια. Μάλιστα, για αρκετά κόμματα, αυτό σήμαινε ότι ο τρίτος δρόμος θα υλοποιούταν χωρίς τη διαταραχή των δεσμών της κάθε χώρας με τις ΗΠΑ. Ο ρόλος των ΗΠΑ ήταν καθοριστικός πάνω στα σοσιαλδημοκρατικά /σοσιαλιστικά κόμματα. Από τη μία η υπερδύναμη καθόριζε πάντοτε την ιεράρχηση των παγκοσμίων προβλημάτων που θα έπρεπε να συζητηθούν επιβάλλοντας πάντοτε τις απόψεις της στις εκάστοτε κυβερνήσεις. Από την άλλη επιδρούσε άμεσα σε πολίτες και ηγεσίες των κομμάτων που δεν αμφισβητούσαν το καπιταλιστικό σύστημα με την ισχυρή οικονομία της, τις κυρίαρχες μορφές πολιτισμού, αλλά και την στρατιωτική της ισχύ και την ομπρέλα προστασίας που προσέφερε στις ευρωπαϊκές χώρες . Ακόμα, και αν περιοριστεί κανείς στην εξέταση των σοσιαλδημοκρατικών / σοσιαλιστικών κομμάτων, η όποια ανάλυσή τους θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της τις επιδράσεις που είχε πάνω στα μέλη και στην κυβερνητική τους πρακτική η παρουσία ισχυρών ή μη Κομμουνιστικών Κομμάτων, καθώς και εκείνη των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Έτσι ακόμα και αν τα κόμματα κινούνται στους ίδιους πολιτικούς άξονες, η πολιτική πρακτική τους διαφέρει δεδομένου ότι αυτοί οι παράγοντες , επιδρούσαν διαφορετικά στη χώρα τους. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί η γειτονική μας Ιταλία όπου η ύπαρξη ισχυρού και μαζικού Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος «έσπρωξε» το Σοσιαλιστικό Κόμμα σε πλήρη ενσωμάτωση με τον αντλαντισμό. Το μοναδικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που παρουσίασε ιδιαιτερότητα στην εξωτερική πολιτική που ακολούθησε, ήταν η γερμανική σοσιαλδημοκρατία. Η πολιτική ύφεσης που ακολούθησε απέναντι στον ανατολικό κόσμο και της αναγνώρισης των πραγματικοτήτων που είχαν δημιουργηθεί μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (δεύτερο γερμανικό κράτος, νέα σύνορα, μετακινήσεις πληθυσμών κ.ο.κ.) θα υποστηρίζαμε ότι αποτέλεσε μια ρηξικέλευθη πολιτική από κυβέρνηση της Δυτικής Ευρώπης. Στη σημερινή εποχή , της αμερικανικής μονοκρατορίας τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα πρωτοστάτησαν στη δημιουργία της Ενωμένης Ευρώπης με σαφή νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά.. Στο πλαίσιο αυτό το ζήτημα του Πολιτικού [22]εκλείπει παντελώς από τη σημερινή συζήτηση για το πολιτικόν μέλλον της Ενωμένης Ευρώπης είναι πασιφανές και σε όλους γνωστόν. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, όχι μόνο στερείται στη μέχρι σήμερα πορεία της πολιτικής ολοκλήρωσης το πλέον βασικό, δηλαδή μιας αυτοδύναμης «πολιτικής ύπαρξης» αλλά αρνείται ευσχήμως την όποια συζήτηση περί αυτού. Η όποια «πολιτική» έκφραση υπάρχει σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελεί τη συνισταμένη των «διακυβερνητικών» βουλήσεων των εθνικών κυβερνήσεων. Οι βουλήσεις αυτές ουσιαστικά συνίστανται σε μια διεύρυνση της εσωτερικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και οι εθνικές κυβερνήσεις δρουν πρωτίστως και αποκλειστικώς ως εκφραστές των εθνικών συμφερόντων. Η «κοινή υπόθεση» της Ευρώπης δεν μπορεί να είναι στόχος «διακρατικών» συμφωνιών, αλλά το κοινό αγαθόν μιας ενιαίας πολιτικής βούλησης. Μέχρι τώρα υπάρχει υπεραπασχόληση με την οικονομική οργάνωση της ενώ ουδόλως απασχολεί η πολιτική της υπόσταση. Το θέμα της κοινής εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας που αφορά στην καθαυτή «πολιτική» ύπαρξη της Ενωμένης Ευρώπης, σιωπηρά παραπέμπεται εις «τας ελληνικάς καλένδας». Η πολιτική υπόσταση της, κυριολεκτικά έχει «ανατεθεί» στις ΗΠΑ. Παρότι τα κράτη που συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτουν στρατό, τούτος βρίσκεται ενταγμένος στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, την ηγεσία του οποίου ασκούν με απόλυτο και αδιαμφισβήτητο τρόπο οι ΗΠΑ. Στο διαμορφούμενο νέο διεθνές σκηνικό, κανένας λόγος δεν γίνεται για τον πολιτικό ρόλο της Ενωμένης Ευρώπης και αν γίνεται, αφορά σε συζητήσεις περιθωριακές, αντιφατικές και ελάχιστα πειστικές. Σιωπηρώς ισχύει η αρχή της «υποταγής» και μέσω της «υποταγής» εξασφαλίζεται η πολιτική προστασία από την υπερδύναμη της αντίπερα όχθης του Ατλαντικού. Ενώ στο οικονομικό πεδίο επανειλημμένως οριοθετούνται ως ανταγωνιστές, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία και μάλιστα πλείστα όσα αναφέρονται για τους επερχόμενους «οικονομικούς πολέμους», στο Πολιτικό επίπεδο που αποτελεί το ΛΟΓΟ ΥΠΑΡΞΗΣ κάθε Οντότητας , η Ενωμένη Ευρώπη αναζητεί ακόμη τον υποτιθέμενο ΕΧΘΡΟ της σε χώρους όπως η τρομοκρατία , η μετανάστευση και τη διακίνηση των ναρκωτικών , δηλώνοντας απερίφραστα ότι η « φιλελεύθερη ευημερία» αποτελεί το ύψιστον πολιτικόν αγαθό. 11. Η ιστορία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας δείχνει με τρόπο κατηγορηματικό , πώς οι εθνικοποιήσεις , οι κρατικοποιήσεις και γενικά η δημιουργία ενός δημόσιου τομέα οδηγούσαν την αριστερά σε αδιέξοδα και όχι στην πραγματοποίηση μιας αυθεντικά "μικτής οικονομίας", διότι έπαιρνε πάνω της το ρίσκο να υπερασπίζεται τη λειτουργικότητα του αστικού κράτους. Και όταν βέβαια η διαδικασία της συσσώρευσης το επέτρεπε, η πολιτική αυτή είχε επιτυχίες. Όταν, όμως, ο καπιταλισμός απαιτούσε διαφορετικούς χειρισμούς, και οι συσχετισμοί δύναμης το επέτρεπαν άλλαζαν άρδην τα κριτήρια καθορισμού του δημοσίου και του ιδιωτικού αφήνοντας την αριστερά να υπερασπίζεται τις προηγούμενες επιλογές του αστικού κράτους.. Διότι μέσω του αιτήματος για τις εθνικοποιήσεις, η αριστερά ουσιαστικά προσχωρούσε στη θέση ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί το αστικό κράτος στα καπιταλιστικά πλαίσια με τρόπο που να διευκολύνει την εισαγωγή του σοσιαλισμού. Σχήμα ασφαλώς με αντιφάσεις, αν όχι και μια δόση θεωρητικής σχιζοφρένειας η οποία εξίσωνε τον καπιταλισμό με τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας και τον σοσιαλισμό με τον κρατισμό, τουλάχιστον όσον αφορά στα επιμέρους αιτήματα. Η αποτυχία της σχεδιασμένης «σοσιαλιστικής» οικονομίας της Ανατολικής Ευρώπης , των διαφόρων χωρών του τρίτου κόσμου ,τα οποία επικαλούνταν τη Μαρξιστική θεωρία να δημιουργήσουν ένα διαφορετικό καθεστώς από το καπιταλιστικό , οι αλλεπάλληλες ήττες των ευρωπαϊκών εργατικών / σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, η συρρίκνωση των εργατικών συνδικάτων και οι αλλαγές στο χώρο της παραγωγικής βάσης του καπιταλισμού και της οργάνωσης της εργασίας των χωρών της Δύσης προκαλούν για ένα βαθύ αναστοχασμό της αριστερής προβληματικής.[23] Κώστας Μελάς .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου