Κυριακή 13 Μαΐου 2012


ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΑΞΙΔΙ ΜΕ ΤΡΑΙΝΟ ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ Με λένε Ευριπίδη. Δεν γνωρίζω γιατί μου έδωσαν οι δικοί μου αυτό το παράξενο όνομα. Η γιαγιά μού, μου είχε διηγηθεί ότι ένας λαϊκός οργανοπαίκτης, είχε έλθει εκείνη την ημέρα στο πανηγύρι του χωριού μας. Ότι ζήτησε από τον αφέντη μου να με βαφτίσει με το δικό του όνομα που ήταν Ευριπίδης. Οι συμμαθητές μου στο χωριό μας, μου έκαναν καζούρα με το όνομα μου. Γελούσαν, περιπαίζοντας με¨ «Ευριπίδη, Ευριπίδη, σύρε και δάγκωσε ένα φίδι.» Όταν μεγάλωσα ρώτησα και μου είπαν ότι τον όνομα μου προερχόταν από την αρχαία Ελλάδα. Ότι ο Ευριπίδης ήταν ένας πολύ σπουδαίος Αθηναίος συγγραφέας, που έγραφε τραγωδίες. Από τότε πήρα θάρρος. Γέμισα σιγουριά και αυτοπεποίθηση, και έλεγα όταν με ρωτούσαν το όνομα μου δυνατά, κι όχι ξεψυχισμένα όπως μέχρι τότε. Μόλις τέλειωσα το δημοτικό σχολείο δούλεψα στην αγροτική περιουσία του πατέρα μου. Εκείνη την εποχή όλα ήταν χειροποίητα και αγνά. Οι καλλιέργειες γινόταν με αλέτρι {άροτρο} που το τραβούσε ένα άλογο και μετά ένας βολόσυρος πίσω από το άλογο έσπαζε τους βόλους στο οργωμένο χώμα. Την εποχή της σοδειάς του λειοκάρπου μαζευόμαστε όλοι η οικογένεια μικροί μεγάλοι ,και συλλέγαμε τις ελιές. Τα χέρια μου πρηζόταν από το ράβδισμα για να πέσει ο λειόκαρπος στο έδαφος. Η ζωή μας στο χωριό ήταν πολύ σκληρή. Ρεύμα δεν είχαμε, και ζούσαμε με το φως του λύχνου και της λάμπας. Νερό δεν είχαμε και αντλούσαμε από πηγάδια. Τουαλέτες δεν είχαμε μέσα στα σπίτια μας και πηγαίναμε για πιπί μας στα χωράφια. Δρόμους δεν είχαμε παρά μόνο για γαϊδούρια και άλογα. Σήμερα θα μιλούσαμε για μεσαίωνα. Ο πατέρας μου ο Δημητρός, Θεός σχωρέστον με κάλεσε μια μέρα ιδιαιτέρως. Μου ανήγγειλε ότι έλαβε γράμμα από τον αδελφό του τον Μιχάλη, ο οποίος ήταν εγκατεστημένος στην Αθήνα. Ο θείος μου ο Μιχάλης ήταν μπογιατζής. Του έγραφε ότι είχε πάρει εργολαβία να βάψει μια πολυκατοικία. «Στείλε το μικρό» του έγραφε να του μάθω την δουλειά.» «Θα ζει στο σπίτι μου και θα τον έχω σαν παιδί μου.» Έτσι εγώ ο Ευριπίδης στα δεκατέσσερα μου, βρέθηκα στην πρωτεύουσα. Μην φανταστείτε ότι ο θείος μου ζούσε στο Κολωνάκι, στο Ψυχικό, ή στην Εκάλη. Ο καλός μου θείος είχε κτίσει ένα αυθαίρετο σένα ύψωμα στο Πέραμα, μια περιοχή μακριά από τον Πειραιά, που είχε και μια ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη. Ο θείος μου με αγαπούσε σαν παιδί του. Έζησα στο σπίτι του γύρω στα έξι με εφτά χρόνια, και μεγάλωσα μαζί με το αγοράκι του τον Σπύρο, όπου τότε ήταν μόλις έξι χρόνων. Όταν έγινα δεκάξι χρόνων κατηφορίσαμε ένα απόγευμα με τον φίλο μου τον Κώστα στην Τρούμπα, στην συνοικία με τα «κόκκινα φανάρια» του Πειραιά. Εκεί γίναμε «άντρες»,και την επομένη καυχιόμαστε σαν γύφτικα σκεπάρνια στους εργάτες όπου δουλεύαμε μαζί στην πολυκατοικία. Στο σπίτι του θείου μου του Μιχάλη έζησα καλά. Δεν είχα παράπονο γιατί δεν ήταν τσιγκούνης, ήταν καλός άνθρωπος και με αγνά αισθήματα Ήταν βεβαίως σκληρή η ζωή μου αλλά τι να έκανα; Ο κύρης μου ήταν πάμπτωχος αγρότης με επτά παιδιά. Οι σπουδές για εμένα ήταν απαγορευμένες λόγω διδάκτρων και ακραίας φτώχειας. Η ανάγκη για εργασία από τα δώδεκα χρόνια που τέλειωσα ως παιδί το δημοτικό ήταν ένας καταναγκασμός. Δεν μορφώθηκα. Δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να καλλιεργήσω τα όποια ταλέντα μου. Αυτή δεν ήταν ζωή. Ήταν σκλαβιά. Έφθασε το 1961. Πως περνάνε ρε παιδί μου τα χρόνια και δεν το καταλαβαίνουμε. Φεύγει η ζωή μας σαν αέρας και δεν μπορούμε να την χαρούμε ως δώρο του Θεού, ή αν θέλετε της φύσης. Μας τρώει το άγχος της καθημερινότητας, και τα προβλήματα που δημιουργεί η κοινωνική συμβίωση. Εδώ κι ένα χρόνο είχα απολυθεί από τον στρατό. Ζούσα ακόμη στο σπίτι του θείου μου, αλλά ήμουν άνεργος. Για την ακρίβεια ήμουν περιστασιακά εργαζόμενος, με ένα δύο μεροκάματα την βδομάδα. Ο καημένος ο θείος Μιχάλης είχε υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο και ήταν κατάκοιτος στο κρεβάτι. Ήμουν μελαγχολικός και απελπισμένος. Στο καφενείο που σύχναζε το σινάφι μας πολλοί εργάτες ετοίμαζαν τα χαρτιά τους για να μεταναστεύσουν στην Γερμανία. Δύο φίλοι μου, κοντά στην δική μου ηλικία ο Αλέξης και ο Γρηγόρης με παρακίνησαν να φύγουμε μαζί. Αμ έπος αμ έργον. Μπήκαμε ένα βουβό πρωινό, μέσα σένα τραίνο ,και έπειτα από ένα ατελείωτο ταξίδι φθάσαμε με τους φίλους μου, στην Γερμανία. Όταν έκλεινα τα μάτια μου καθισμένος στο συρμό, συνεχώς έβλεπα την εικόνα της μάνας μου στην αποβάθρα με κλαμένα τα μάτια της να μου κουνάει με το χέρι της, το σημείο του αποχαιρετισμού. «Γιατί κλαις καλέ μάνα;» «Για εσάς φεύγω.» «Για να σας στείλω χρήματα , να κάνετε τις προίκες των κοριτσιών.» «Για καλύτερη ζωή φεύγω μάνα.» «Μην δακρύζεις .» «Θα σας γράφω γράμματα.» «Θα γυρίσω σύντομα.» Φθάσαμε σε μια περιοχή έξω από την Στουτγάρδη. Επρόκειτο να δουλέψουμε με τους φίλους μου, σένα εργοστάσιο κονσερβοποιίας. Η βιομηχανία είχε ετοιμάσει μικρά δωμάτια σαν κουτιά, για εργένηδες, όπου μας τα παραχώρησε, όσο καιρό θα δουλεύαμε εκεί. «Μάνα μην κλαίς θα γυρίσω γρήγορα.» «Να μου στέλνεις δέματα με προϊόντα του χωριού μας. Και, μάνα μη ξεχάσεις να μου στέλνεις και δίσκους με τραγούδια του Καζαντζίδη.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου