Σάββατο 19 Μαΐου 2012


ΔΙΗΓΗΜΑ ΞΑΦΝΙΚΟ ΣΥΜΒΑΝ Γράφει ο Μανούσος Γ. Δασκαλάκης Την Κυριακή που μας πέρασε δηλαδή πριν τρις ημέρες, έγινε ο γάμος της κόρης μου, στο γραφικό εκκλησάκι των Αγίων Αποστόλων. Γνώριζα ότι ο γαμπρός και η νύφη δεν ήταν οι πιστότεροι Χριστιανοί, μάλλον ότι δεν πίστευαν καθόλου σε θρησκείες. Ρώτησα την κόρη μου τη Βαγγελιώ γιατί, δεν πραγματοποιούν πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο. «Θα μας κοστίσει και λιγότερο βρε παιδί μου σήμερα στην εποχή της οικονομικής κρίσης.» «Αποφασίσαμε να τηρήσουμε τις παραδόσεις μπαμπά.» «Να μη δυσαρεστηθούν και οι γονείς του Κώστα που είναι πιστοί στα παραδοσιακά έθιμα του τόπου μας.»Είδατε τι αόρατες δικτατορίες επιβάλλουν οι θρησκείες; Η συνεστίαση του γάμου έγινε σε στενό οικογενειακό κύκλο, μετά ολίγων καλών φίλων.Τα παιδιά και δικαίως, δεν πίστευαν στους επιδεικτικούς γάμους στην μεγάλη βαβούρα με πάμπολλους γνωστούς και αγνώστους καλεσμένους. Για να είμαστε ειλικρινής και να ήθελαν, να το κάνουν, τα οικονομικά ήταν πενιχρά και δεν το επέτρεπαν για ανοιχτό γάμο. Το πρωινό της Τετάρτης με βρήκε με βρήκε να ξυπνάω ανάποδα. Αφορμή στάθηκε το αναθεματισμένο τηλέφωνο που κτυπούσε αξημέρωτα σαν δαιμονισμένο δίπλα, στο κομοδίνο μου. Έπνιξα μια βρισιά μέσα στα δόντια μου. Ποιος είναι; Ρώτησα με βραχνή φωνή που μόλις έβγαινε από το στόμα μου. «Εγώ είμαι Βασίλη μου.» Νυσταγμένος ακόμη, από το απότομο πρωινό ξύπνημα δεν γνώρισα την φωνή. «Ποιος εγώ.» Η αδελφή σου η Σοφία.» «Συγνώμη Σοφία αλλά είμαι ακόμη από τον ύπνο, και δεν σε κατάλαβα.»Εν ολίγοις η αδελφή μου η Σοφία μου ανάγγειλε ότι απεβίωσε ξαφνικά ο αδελφός του πατέρα μας ο αγαπητός θείος Σταύρος.» «Ζωή σ`εσένα.» «Και σ`εσένα αδελφή μου.» «Τι είναι ο άνθρωπος. μια σκιά του ήλιου είναι ο άνθρωπος.» Ο θείος μου βέβαια ο Σταύρος δεν έμοιαζε καθόλου με σκιά. Ήταν ένας άντρακλας ίσαμε ένα και ενενήντα, και γερός σαν βράχος. Ήταν εργένης ο Θείος. «Στην εποχή μού , μου είπε μια ημέρα που τον ρώτησα για τα προσωπικά του, δεν παντρευόταν οι άντρες στην οικογένεια αν δεν πάντρευαν τις αδελφές τους.» Βοήθησα την οικογένεια μου όσο μπορούσα για να συντρέξω τον πατέρα.. «Μέχρι να παντρευτούν οι αδελφές μεγάλωσα ,πέρασαν τα χρόνια κι έμεινα στο ράφι. Μου τα είπε αυτά γελώντας, τάχα μου αδιάφορα. Μέσα όμως από το γελαστό βλέμμα και το πρόσχαρο χαμόγελο του, διέκρινες μια σκιά μελαγχολίας. «Εμπρός Σοφία είσαι ακόμη στο τηλέφωνο; Ναι εδώ είμαι.» Από τι «έφυγε» ο θείος; «Μήπως κατά την προσφιλή του συνήθεια έφαγε μισό αρνί στη σούβλα;» «Όχι καλέ. Στο κρεβάτι του βρέθηκε και μάλλον έπαθε καρδιακή εμβολή.» Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου, και πήγα στο μπάνιο. Έριξα άφθονο νερό στο πρόσωπο μου, έκανα κι ένα δροσερό ντους ντύθηκα και πήρα το πρωινό μου. Αμέσως μετά έκλεισα με το τηλέφωνο αεροπλάνο με την ολυμπιακή για τις δώδεκα το μεσημέρι. Γύρω στις δύο βρισκόμουν στο σπίτι του θείου Σταύρου. Ο θείος μου ήταν μόνος στην ζωή. Είχε όμως αδελφές γαμπρούς ανίψια και ανιψιές. Ήταν όλοι μαζεμένοι εκεί στην ευρύχωρη γκαρσονιέρα του. Σε μια ώρα περίπου περίμεναν να τον παραλάβουν από το νεκροτομείο του νοσοκομείου. Χαιρέτησα τους συγγενείς μου και κάθισα σε μια άκρη συγκινημένος. Ο θείος Σταύρος ήταν ορειβάτης και δεινός περιπατητής. Διατηρούσε πάντα την φόρμα του, και παρόλο που δεν έκανε δίαιτα κι έτρωγε χωρίς έλεγχο, ήταν γερός και αδύνατος. Νόμιζα ότι θα ζούσε ακόμη ατελείωτα χρόνια. Μας είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι οι δικοί μας, μια ημέρα θα φύγουν από την ζωή, όπως όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί. Κοντά σ`εμένα στεκόταν όρθιοι ο θείος μου ο Μιχάλης και ο Στέφανος. Τους βλέπει από απέναντι, να σιγοψιθυρίζουν και έρχεται μαζί τους και ο κοντοστούπης Μύρων, ο άνδρας της θείας μου της Αντιόπης. Τους άκουσα να ψιθυρίζουν ότι πρέπει να βιαστούν για να προβούν σε ανάληψη την επομένη το πρωί, από τις καταθέσεις του θείου μου του μακαρίτη , που διατηρούσε στην τράπεζα, για να μη δώσουν φόρο στην εφορία. Άρχισαν να μοιράζουν μεταξύ τους και τα υπόλοιπα περιουσιακά του στοιχεία. Τα μοίρασαν στο πόδι, βιαστικά χωρίς ενδοισασμούς και ηθικές αναστολές, χωρίς να σκεφθούν για να αφήσουν τίποτα στα αδέλφια τους, που ζούσαν στην επαρχία. Συνεχώς μιλούσαν για τα περιουσιακά στοιχεία του θείου με ένταση και έξαψη. Σε κανενός δεν είδα ούτε ένα δάκρυ να κυλάει από το βλέφαρο του. «Καημένε θείε. Εσύ που έδωσες όλη σου την ψυχή στην οικογένεια σου.» «Γιατί δεν έχουν αυτοί αισθήματα λύπης και στέκονται από πάνω σου σαν κοράκια;» "Στενοί σου συγγενείς είναι , αδέλφια σου είναι, ή κρύα πλάσματα χωρίς ψυχή και αισθήματα;" «Τι είναι ο άνθρωπος;» «Μήπως είναι , ένα κοράκι που ορμά επί πτωμάτων, ή ένας λύκος ο άνθρωπος;»Αλλά η ρήση δεν λέει και δικαίως¨ "Γνώρισα τους ανθρώπους και αγάπησα τα ζώα."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου