Τετάρτη 30 Μαΐου 2012


ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟ ΠΡΟΞΕΝΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΥΞΕΝΗΣ ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ Η Πολυξένη καταγόταν από την Μεσαρά Ηρακλείου. Ζούσε με τις αδελφές της σε νοικιασμένο σπίτι σε μια λαϊκή γειτονιά της πόλης. Ο πατέρας των κοριτσιών ο Μανώλης ήταν αγρότης, και τους τροφοδοτούσε με τρόφιμα και πουλερικά από το χωριό. Όταν ο Μανώλης απεφάσισε να στείλει τα παιδιά του στην πόλη ,η γυναίκα του η Μαρίκα έκλαιγε μια βδομάδα. Ο Μανώλης όμως ήταν τόσο απελπισμένος, για το μέλλον των παιδιών του στις σκληρές συνθήκες του χωριού, που δεν κάμφθηκε από τις ικεσίες της Μαρίκας του. « Που θα αφήσεις μοναχές τις κοπελιές ,να γυρίζουν στην πόλη;»-«Προκειμένου να μείνουν εδώ και να παντρευτούν χωριάτη , σαν κι εμένα και να σκάβουν όλη την ημέρα στα χωράφια, καλύτερα στην πόλη. Μήπως εκεί τους βοηθήσει η τύχη τους να καλοπαντρευτούν.» «Θα πηγαίνω τακτικά κι εγώ, να τις βλέπω θα στέλνω και τον παντρεμένο αδελφό τους τον Νικολή.»-«Ας μείνει τουλάχιστον εδώ άντρα μου, τον μικρό μας κορίτσι η Ευλαμπία.» Έμεινε η Ευλαμπία που ήταν δώδεκα χρονών, και την χρονιά εκείνη τέλειωνε το δημοτικό. Θα την έστελναν με τις άλλες αδελφές, δύο τρία χρόνια αργότερα. Τα μεγαλύτερα κορίτσια που ήταν πέντε, και στην γειτονιά που πήγαν, τις φώναζαν¨ «οι πέντε χάριτες», τακτοποιήθηκαν σε μια αυλή, σε λαϊκή συνοικία του Ηρακλείου. Εκεί έψαξαν αμέσως για δουλειά, γιατί η ανάγκη της πίεζε και δεν είχαν χρόνο για χάσιμο. Τα τρία κορίτσια η Πολυξένη, η Μαρία, και η Βαγγελιώ, μετά από ψάξιμο μιας εβδομάδας και τρέξιμο σε διάφορα μαγαζιά, βρήκαν δουλειά. Σε κομμωτήριο, σε υφασματάδικο, και σε εργαστήριο ζαχαροπλαστικής. Η Κατίνα και η Βάσω με την οικονομική στήριξη του εξαδέλφου τους Κωστή, όπου τους εγγυήθηκε ένα μικρό δάνειο, από την «Τράπεζα Κρήτης», άνοιξαν ένα μικρό μαγαζάκι, κάτι σαν κυλικείο, με τυρόπιτες, σάντουιτς, καφέδες κ.λ.π Με τους γονείς είχαν επικοινωνία μια φορά το μήνα όπου πήγαιναν με το λεωφορείο της γραμμής. Τακτικά ερχόταν για να της βλέπει, πότε ο πατέρας τους και πότε η μητέρα τους. Όταν επέστρεφαν στο χωριό ο γονείς, σχεδόν πάντα είχαν υγρασία στα βλέφαρα τους. Ο αδελφός των κοριτσιών ο Νικολής, είχε αγοράσει με δόσεις ένα μικρό αγροτικό αυτοκίνητο. Είχε βγάλει άδεια από την νομαρχία, και πουλούσε τα προϊόντα του στην λαϊκή του Ηρακλείου. Ο Νικολής περνούσε από το σπίτι των κοριτσιών δύο φορές την βδομάδα. Γευμάτιζε μαζί τους, όταν τέλειωνε την δουλειά από την λαϊκή. Πήγαινε πάντα ξεφυσώντας λαχανιασμένος, στο σπίτι των κοριτσιών, φορτωμένος με φρούτα και λαχανικά. Μερικές φορές έφερνε μαζί του από το χωριό, το τρίχρονο αγοράκι του τον μικρό Μανώλη. Οι θείες του το λάτρευαν το παιδί, γιατί εκτός από το πατέρα τους και τον αδελφό τους ήταν ο πρώτος «άντρας» στην οικογένεια .Η Πολυξένη τότε ήταν κορίτσι γύρω στα είκοσι τρία, όταν γνώρισε τον Παύλο έναν νεαρό χαμηλόβαθμο στρατιωτικό, ο οποίος υπηρετούσε στην σχολή εφέδρων αξιωματικών Ηρακλείου. Η Πολυξένη ήταν μια κούκλα. Είχε ύψος γύρω στο ένα και εβδομήντα, καλλίγραμμες γάμπες, μάτια πράσινα μακριά μαλλιά και καλοσχηματισμένη μυτούλα. Ο νέος που όπως είπαμε τον έλεγαν Παύλο, ήταν κοντύτερος της, με καμπυλωτή μύτη και γουρλωτά μάτια. Δεν ταίριαζαν στην εμφάνιση, αλλά όπως λένε στο νόμο της φυσικής τα αντίθετα έλκονται. Ερωτεύτηκαν οι νέοι και ο Παύλος έστελνε ραβασάκια με καρδούλες στην Πολυξένη στο κομμωτήριο όπου εργαζόταν. Ίσως η Πολυξένη να σκέφτηκε και το συμφέρον της. Σου λέει¨ «Αν τα φτιάξω μαζί του και παντρευτούμε τουλάχιστον αυτός, θα έχει μια μόνιμη δουλειά, και θα μπορούμε να κάνουμε οικογένεια.»Βγήκαν ραντεβού μερικές φορές, και τους βγήκε ξινό. Κάποιος ως φαίνεται συγγενής ή γείτονας, τους είδε μαζί και ειδοποίησε τους γονείς και τον αδελφό της. Η οικογένεια ήταν πολύ αυστηρών αρχών σύμφωνα και με τα ήθη της εποχής. Ένα απόγευμα ο Παύλος βρέθηκε με σπασμένα τα πλευρά από το ξύλο σε ένα χαντάκι. Ένας παράγοντας της πόλης συγγενής του πατέρα της Πολυξένης μεσολάβησε στον διοικητή της ΣΕΑΠ και μετάθεσαν τον Παύλο στην άλλη άκρη της Ελλάδος όπου χάθηκαν τα ίχνη του. Την Πολυξένη την πήρε πίσω ο πατέρας της στο χωριό για ένα χρόνο. Για να την επιβλέπει , και για να ξεχάσει τον Παύλο. Η κοπέλα στην αρχή μαράζωσε. Με τον καιρό οι δικοί της την έπεισαν ότι ο Παύλος δεν την αγαπούσε πραγματικά, αλλά ήθελε να περάσει τον καιρό του μαζί της. Η απόδειξη ήταν ότι εξαφανίστηκε χωρίς να θελήσει ποτέ να έχει επαφή μαζί της. Επειδή η Πολυξένη ήταν ισχυρός χαρακτήρας άντεξε , στον χωρισμό και ξαναβρήκε με τον καιρό την σειρά της. Όταν ξεχάστηκε το πράγμα ο πατέρας στέλνει πίσω στην πόλη την Πολυξένη στην παλιά της δουλειά, στο κομμωτήριο. Η ίδια είχε μαζέψει με οικονομίες μερικά χρήματα έβαλε και ο πατέρας της τα υπόλοιπα και λίγο αργότερα, της άνοιξε ένα μικρό κομμωτήριο στην συνοικία της Θερίσου. Η ζωή πήρε κανονικά τον ρυθμό της. Η μητέρα της όταν ερχόταν από το χωριό την πίεζε να παντρευτεί, «για να πάρουν σειρά και οι αδελφές της» όπως της έλεγε. Kάποιο ωραίο πρωινό της άνοιξης που τα λουλούδια ήταν ολάνθιστα στις αυλές ήρθε στο χωριό και βρήκε τον πατέρα της Πολυξένης ο ανιψιός του ο Στράτος. «Θείε Μανόλη του είπε γνωρίζω ένα καλό και άξιο παιδί με καταγωγή από την Κρήτη.» «Μένει όμως στην Αθήνα.» «Θέλεις να του μιλήσω για την Πολυξένη το καλοκαίρι που θα έρθει για διακοπές;» «Να του μιλήσεις παιδί μου, να τον γνωρίσουμε κι εμείς να δούμε τι καπνό φουμάρει.».Όταν έφθασε ο γαμπρός το καλοκαίρι, έκανε τα μπάνια του στην περιοχή της Χερσονήσου. Με την ευκαρία των διακοπών είδε και την Πολυξένη. Συνοδεία πατέρα αδελφού και ξαδέλφου. Του άρεσε η νύφη, της άρεσε ο γαμπρός και η συνέχεια στο σπίτι του πατέρα στο χωριό τους. «Νικολής» ¨ «Πατέρα ο γαμπρός θέλει να αρραβωνιαστεί την Πολυξένη μας, και να την πάρει μαζί του στην Αθήνα.» «Συμφωνείς πατέρα;» Ο πατέρας είχε απόλυτη εμπιστοσύνη στην κρίση του γιού. «Τι λες εσύ παιδί μου;» Εγώ δεν συμφωνώ πατέρα. Άμα την πάρει μαζί του στην Αθήνα, θα την μαλάσει εκεί μερικό καιρό.» «Κι αν μετανοήσει και την στείλει πίσω;» Πως θα σταθούμε ύστερα εμείς στο χωριό;» Ο πατέρας του το σκέφθηκε κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, και είπε στο Νικολή να απαντήσει αρνητικά. Ο υποψήφιος γαμπρός πήρε αρνητική απάντηση και έγινε καπνός. Τι δυστυχία να είναι τόσο αυστηρά τα ήθη στην Κρήτη; Είχαν περάσει πέντε χρόνια από την εποχή που ο Παύλος έφυγε κλοτσηδόν με μετάθεση για τον νομό Έβρου. Ο χρόνος όμως σβήνει τις πληγές. Όταν η υπηρεσία χρειάστηκε τον Πάυλο στο Ηράκλειο αποφάσισε να επιστρέψει όπως επιστρέφει ο δολοφόνος «στον τόπο του εγκλήματος.» Μια ημέρα του Μαγιού ολοφώτεινη εκεί που χάζευε μια βιτρίνα ανδρικών νεωτερισμών, συνάντησε την Πολυξένη τυχαία στον δρόμο. Στην αρχή ήταν μουδιασμένοι και οι δύο. Όταν συνήλθαν έδωσαν ραντεβού για την επομένη στο πάρκο «Γκρέκο.» Ο πρώτος τους έρωτας , άρχισε να φουντώνει ξανά. Ήταν και δύο νέοι και μόνοι ακόμη, στη ζωή. Ίσως και να υπήρχε μέσα τους ζωντανή και άσβηστη έστω μια μικρή φλογίτσα, που άναψε και έγινε πυρκαγιά. Ο Παύλος καταγόταν από την Λαμία Όμως απεφάσισε να τηρήσει τα έθιμα της Κρήτης. Να κλέψει την κοπελιά. Άλλωστε ήταν και δυο τους ενήλικες. Παντρεύτηκαν με παπά και με κουμπάρο σε ένα ερημικό εκκλησάκι. Αργότερα όταν ήρθε το πρώτο τους παιδί, τους δέχθηκε και ο αυστηρός Κρητικός πατέρας μαζί, κι ο άκαμπτος αδελφός. Μάλιστα όταν είδαν πόσο αγαπούσε την Πολυξένη του ζήτησαν συγνώμη για την προηγούμενη συμπεριφορά τους. Τέλος καλό όλα καλά. Σαν ασπρόμαυρη Ελληνική ταινία .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου