Σάββατο 25 Αυγούστου 2012


ΔΙΗΓΗΜΑ—Η ΠΡΟΙΚΑ ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ Ο Γίγαντας εκείνη την ημέρα μάλωνε με την μάνα του την κυρά Μαριώ. Γιώργος ήταν το βαφτιστικό του Γίγαντα, αλλά λόγω του ότι ήταν υψηλότερος δύο κεφάλια από τα άλλα παιδιά, από τότε που πήγαινε στο δημοτικό, του έμεινε το παρανόμι «γίγαντας.» Το παράπονο του Γίγαντα ήταν ότι δεν παντρεύτηκε, να δημιουργήσει την δική του οικογένεια. Όποτε θύμωνε το χτυπούσε στην μάνα του. «Εγώ σας ταϊζω και σας ντύνω, όλους εδώ μέσα και χαντακώθηκα μωρέ μάνα.» «Ήσουν παιδί μου άτυχος του λέει μάνα του.» Ήσουν το μεγαλύτερο παιδί ανάμεσα σε πέντε κορίτσια. Έχουμε και το στερνοπούλι μας τον Ανδρέα, αλλά είναι μόλις δώδεκα χρονών. Τι να σου κάνει το καημένο. «Τώρα που τελειώνει κι ο Ανδρέας μας το δημοτικό τον ζήτησε ο Βασίλης ο εργολάβος να τον πάρει βοηθό στην οικοδομή.» «Υπήρξαμε άτυχοι οικογένεια παιδί μου, γιατί ο πατέρας σας σκοτώθηκε σε ατύχημα και σας άφησε μικρά και απροστάτευτα.» Τέλος πάντων. «Τώρα που με την δύναμη του Θεού παντρεύτηκαν οι αδελφές σου ήρθε και η σειρά σου.» «Ας μη βοηθούσα εγώ μάνα να φτιαχτούν οι προίκες? «Δεν τους έχτισα σπίτια, γιατί δεν είχα την δύναμη αλλά το ρουχισμό και τα έπιπλα. Να δούμε τότε τι θα έκανε ο Θεός σου.» -Ναι γιόκα μου αλλά ποιος σου έδωσε τη δύναμη να τα κάνεις όλα αυτά; Ο μεγαλοδύναμος Θεός.» Η μάνα του Γίγαντα δεν γνώριζε ούτε να βάζει την υπογραφή της, και πίστευε στην θρησκεία με την εμμονή ενός θρησκόληπτου. Ο Γίγαντας τις ελεύθερες του ώρες διάβαζε ασταμάτητα και αμφισβητούσε τα πάντα. Πολιτική και θρησκεία. Ήταν όμως ένας ευαίσθητος «γίγαντας» με μυαλό πολλές φορές μικρού παιδιού. Αγαπούσε σχεδόν παθολογικά την μάνα του, και υπήρξε βράχος για την οικογένεια του όλες τις δύσκολες στιγμές. Η μάνα του η κυρά Μαριώ, του είχε και εκείνη αδυναμία. Τον είχε «αντικαταστήσει» μετά τον θάνατο του συζύγου ως προστάτη του σπιτιού τους. Όταν τους έβλεπε από μακριά ένας τρίτος να του ψιθυρίζει η ψιλόλιγνη κυρά Μαριώ στο αυτί, για να του δώσει προφορικά τις παραγγελίες για τις ανάγκες του σπιτιού, θα νόμιζε πω ήταν ερωτευμένο ανδρόγυνο. Η αδυναμία της προς τον μεγάλο της γιο και ο ισχυρός της χαρακτήρας, είχε ως αποτέλεσμα να γίνει ο γίγαντας ένας εύπλαστος χαρακτήρας πειθήνιος στην μητέρα. Το ζήτημα ήταν ότι ο Γίγαντας, από τότε που έφυγε ξαφνικά και άδικα ο πατέρας του, από μικρός φορτώθηκε ένα βάρος δυσανάλογο και δυσβάστακτο για την ηλικία του. Ανέλαβε ευθύνες οικογενειάρχη, που δεν του αναλογούσαν. Έδωσε την ζωή του, για να βοηθήσει την πολυμελή οικογένεια του πατέρα του. Βοηθούσε τους δικούς του, {άλλους} θεληματικά, επειδή το έλεγε η ψυχή του. Αν γκρίνιαζε μερικές φορές ήταν γιατί ήταν άνθρωπος και είχε κι αυτός τις κακές του στιγμές, τις λύπες του και τις απελπισίες του. Μόλις του περνούσε ο θυμός ζητούσε συγνώμη από την μάνα του. «Συγνώμη μάνα γιατί είχα τα νεύρα μου. «Δεν το εννοούσα αυτό που έλεγα.» Η μάνα του έβλεπε ότι ο μεγάλος της γιος είχε γίνει νευρικός και ευερέθιστος, και δεν του αντιμιλούσε μέχρι που του περνούσαν τα μπουρίνια. Μετά ήταν όλα μέλι γάλα. Από μικρός δούλευε ο γίγαντας για την οικογένεια του. Στο τέλος οι αδελφές του βρήκαν γαμπρούς και παντρεύτηκαν. Σκορπίστηκαν κι αυτές στους πέντε ηπείρους εκείνη την δύσκολη εποχή για να βρουν την τύχη τους. Ο Γίγαντας κόντευε τα σαράντα. Σκεπτόμενος ότι κόντευε να φθάσει να τον λέει η γειτονιά γεροντοπαλίκαρο, ξέσπασε στην μάνα του. «Όλοι εσείς φταίτε μάνα, για την δική μου κατάντια.» «Σώπα βρε κουτέ και ήρθε η ώρα σου και εσένα.» Του λέει μάνα του. «Άνοιξε και εσένα η τύχη σου και βρέθηκε μια γυναίκα και για πάρτη σου.» «Αλήθεια μάνα ρώτησε ο γίγαντας αναθαρρημμένος.» «Ναι Γιώργη μου η Καλλιόπη η προξενήτρα μας έφερε το καλό μαντάτο.»Μια ημέρα ήρθε η κυρά Καλλιόπη η προξενήτρα στο σπίτι του. Ήπιε δύο καφέδες μέχρι να τελειώσει η δουλειά, και έφαγε και το μισό βαζάκι από το γλυκό του κουταλιού. ‘Όταν αναχώρησε από το σπίτι τους η κυρά Καλλιόπη όλα ήταν μιλημένα και συμφωνημένα. Ο Γίγαντας θα παντρευόταν την Κωστούλα κόρη εξαίρετου οικογενείας, και θα του έδιναν προίκα ένα διαμέρισμα τεσσάρι στα Κάτω Πατήσια , και 200.000 δραχμές της εποχής μετρητά, σένα βιβλιάριο τραπέζης με από κοινού λογαριασμό με την σύζυγο του. Ο αρραβώνας κράτησε έξι μήνες και ετοιμαζόταν για τον γάμο. Πλην όμως τα μετρητά δεν έμπαιναν σύμφωνα με την συμφωνία στο βιβλιάριο της τράπεζας. Ο Γίγαντας είχε αρχίσει να ψιλοερωτεύεται την αρραβωνιατικιά του και δεν έδωσε μεγάλη σημασία. Η μάνα του όμως ως κέρβερος των συμφερόντων του γιού της, τον πίεσε αφόρητα να φθάσει μέχρι τον εκβιασμό. «Ή θα μου δώσετε τα υπεσχημένα ή δεν παντρεύομαι την Κωστούλα» μήνυσε στους δικούς της και σε ένα φάκελο έβαλε την επιστροφή της βέρας. Ο πατέρας της Κωστούλας κατάφερε και μάζεψε τις 100.000 δραχμές και με την υπόσχεση ότι αργότερα θα τους έδινε τα υπόλοιπα έγινε ο γάμος. Στην Κωστούλα έμεινε η απορία. Αν την αγάπησε καθόλου ο γίγαντας ή απλώς την παντρεύτηκε επειδή έτσι ήταν το έθιμο, και για να αποκτήσει δικό του σπίτι επειδή έμενε ως τότε στο ενοίκιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου