Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012


ΔΙΗΓΗΜΑ «Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ» ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ Ο κυρ Βαγγέλης νόμιζε ήταν ένας άρχοντας. Βεβαίως και δεν ήταν αληθινός άρχοντας αλλά είχε ένα ψευτοεγωϊσμό κι ένα τουπέ στο χωριό του, ίσαμε τον ουρανό. Κόρδιζε πολύ και με την παραμικρή αφορμή. Άλλο που δεν ήθελαν οι χωριανοί να τον φωνάζουν «άρχοντα.» Ο Βαγγέλης για να τους πικάρει περισσότερο τους έλεγε ότι κατάγεται από το Ρέθυμνο, από την ευγενή και πλούσια επί Ενετών οικογένεια των Καλλέργηδων. Το πήγαινε και παρακάτω. Διέδιδε ότι η γυναίκα του είναι απόγονη του Σκορδίλη, που ήταν ένα από τα δώδεκα αρχοντόπουλα που έφερε ο Βυζαντινός στρατηγός Νικηφόρος Φωκάς, όταν ήρθε να απελευθερώσει την Κρήτη από τους Σαρακηνούς Άραβες. Βεβαίως όλα αυτά ήταν μυθεύματα, τα οποία, του τα είχε βάλει στο μυαλό ο δάσκαλος του χωριού, γιατί ο Βαγγέλης ήταν ολιγογράμματος, και αγνοούσε την τοπική Κρητική ιστορία. Ο δάσκαλος του έβαζε λόγια και ύστερα τον έκανε χάζι στο καφενείο, όταν αμολούσε τις αρλούμπες του, και τις κοτσάνες του. Όλοι στο χωριό είχαν παρατσούκλια και κανέναν δεν άκουγες με το πραγματικό του επίθετο. «Πετσαλά» φώναζαν τον γέρο Μαντά με τα 12 παιδιά, γιατί οι παλάμες των χεριών του ήταν χοντροπετσιασμένες από την σκληρή αγροτική εργασία. Τον Μαθιό τον έλεγαν «Βασιλιά» γιατί συνέχεια επαναλάμβανε στο καφενείο όταν μιλούσαν για πολιτικά ότι αυτός ήταν¨ «βασιλικός και δεξιός του Καραμανλή.» Τον Κώστα που είχε στην κατοχή του ένα λιόφυτο παραπάνω από τους άλλους χωρικούς, δύο αμπέλια και είκοσι πρόβατα, το άκουγες ως¨ «ο πλούσιοκωστας.»Την Μαρίνα που είχε χάσει νωρίς τον άνδρα της από το καταραμένο το «χτικιό» και την άφησε χήρα με δύο μικρά κορίτσια την άκουγες ως «η χήρα.» Λέτε και είχε ξανά βαπτιστεί και είχε χάσει το παλιό της όνομα. Η καημένη η Μαρίνα και να ήθελε να αγιάσει δεν την άφηναν οι κουτσομπόλες του χωριού. Πότε έλεγαν ότι τα έχει με τον ένα χωριανό, όπου την επισκέπτεται κρυφά κατά τις δώδεκα τα μεσάνυχτα, πότε με τον Μανώλη ένα νεαρό μακρινό συγγενή της από την διπλανή κωμόπολη που την επισκεπτόταν ταχτικά. Ο Βαγγέλης είχε έξη κόρες και κανένα αγόρι. Το είχε μαράζι που δεν έκανε γιο, και έλεγε στο καφενείο ότι δεν θα έκανε τόσες κόρες, αλλά πάντα είχε την ελπίδα ότι θα του τύχει και ένας γιος. «Βαγγέλη μου που είχες το νου σου , όταν ο Θεός έστελνε τους γιούς;»Τον πείραζε ο Χρίστος. «Είδες εγώ που έμαθα την τέχνη κι έκαμα εφτά γιούς?» "Αμ δεν τους έκανες μόνο εσύ" μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του χολωμένος ο Βαγγέλης. «Ας είναι καλά που βοήθησαν την γυναίκα σου, και οι νεότεροι χωριανοί.» Ο Γιώργης , του Κασιδομανώλη ο γιος, που είχε ένα κτήμα κοντά στο ρέμα, είχε βάλλει στο μάτι την Μαρίνα την χήρα. Η Μαρίνα ήταν μια όμορφη γυναίκα μετρίου αναστήματος με κορμί αδύνατο σαν μανεκέν, με θηλυκές καμπύλες μύτη μικρή, μάτια μαύρα και μεγάλα, μακριά ίσια μαλλιά, με μια ζωηρή και λικνιστή περπατησιά. Όταν βρισκόταν στον δρόμο για να ψωνίσει από το μπακάλικο του χωριού , οι άνδρες νέοι και γέροι την κοίταζαν αδιάντροπα, με ένα λάγνο και λαίμαργο βλέμμα γεμάτο ανολοκλήρωτη ηδονή. Η Μαρίνα που είχε τελειώσει το λύκειο στην πόλη γνώριζε γράμματα, αλλά και την νοοτροπία των χωριανών και προσπαθούσε να μη δίνει αφορμή για σχόλια. Ο Γιώργης ήταν σε μια ηλικία γύρω στα σαράντα και πίσω του ψιθύριζαν ότι ήταν ¨ «γεροντοπαλίκαρο.»Σκεπτόταν την Μαρίνα στον ύπνο του και στο ξύπνιο του και έτρεχαν τα σάλια του. Μια δύο φορές που κατάφερε να την ξεμοναχιάσει της το έφερνε αποδώ της το έφερνε αποκεί, αλλά η Μαρίνα τον απέκρουε ευγενικά. Ως τελευταία προσπάθεια έστειλε στην Μαρίνα, την θεία του την Αννίτσα που είχε ανακατευτεί και σε άλλα πετυχημένα προξενιά στο χωριό , και στα γύρω χωριά. Τζίφος για τον Γιώργη . Η θεία επέστρεψε με έτοιμη την.. χυλόπιτα. Σκύλιασε ο Γιώργης από τον θυμό του, και αποφάσισε να την εκδικηθεί. Ο εγωισμός του πληγώθηκε θανάσιμα και δεν άντεξε την προσβολή. Αποφάσισε να την παρακολουθεί συνεχώς για να δει μήπως είχε δεσμό και γιαυτό τον αρνήθηκε. Πήγε στην πόλη και αγόρασε μια βιντεοκάμερα. Έμεινε σε ξενοδοχείο μια εβδομάδα και πλήρωσε για να του κάνουν μαθήματα χειρισμού της βιντεοκάμερας. Γύρισε στο χωριό με αχώριστο σύντροφο την ερασιτεχνική βιντεοκάμερα. Όταν τον ρωτούσαν οι χωριανοί¨ «Ηντανε Γιώργη τούτο το μαραφέτι;» τους απαντούσε ότι¨ «Από μικρός του άρεσαν οι φωτογραφίες και αγόρασε μια μηχανή για να φωτογραφίζει τις ομορφιές της φύσης.» Τις νύχτες ο Γιώργης φορτωμένος με την μηχανή του, και κρυμμένος πίσω από μια συστάδα δέντρων σκόπευε στην είσοδο του σπιτιού της Μαρίνας. Είχε ένα προαίσθημα ότι θα έβγαζε λαυράκι. «Δεν μπορεί σκεπτόταν μια τόσο νέα και όμορφη γυναίκα να επιλέξει την μοναξιά.» Η Μαρίνα απουσίαζε κάθε σαββατοκύριακο για την πόλη. Τότε ο Γιώργης ηρεμούσε και έκανε αναγκαστικά ρεπό. Από τότε είχαν περάσει σχεδόν δύο μήνες που ήταν στημένος κάθε βράδυ πέντε ημέρες την βδομάδα με την μηχανή, στο ίδιο μέρος και άρχισε να χάνει την υπομονή του. Σκεπτόταν να τα παρατήσει όταν είδε έναν ψηλό νέο άντρα να χτυπάει την πόρτα της του σπιτιού της Μαρίνας. Η Μαρίνα τον φίλησε με θάρρος στα χείλη και έκλεισε την πόρτα. Ο Γιώργης σκίρτησε από χαρά. Την επομένη φώναξε ένα ειδικό από την πόλη και σε στιγμές απουσίας της Μαρίνας, όπου άφηνε ανασφάλιστη την πόρτα της εισόδου εισήλθε ο ειδικός και τοποθέτησε κρυφές κάμερες στο υπνοδωμάτιο της. Σε μια βδομάδα πήγε ο Γιώργης στο καφενείο και πρόβαλλε δημόσια το υλικό από τις κάμερες, με την Μαρίνα και τον νέο άνδρα σε καθεστώς ερωτικών περιπτύξεων. Ο Γιώργης πάνω στο θυμό του νόμιζε ότι θα ρεζίλευε την Μαρίνα. Ήταν εκεί κι ο γιος του Σταύρακα ο Γρηγόρης, όπου μόλις είχε πάρει το πτυχίο των πολιτικών επιστημών από το «Πάντειο Πανεπιστήμιο», και έκανε διακοπές στο χωριό. Πήρε το μέρος της Μαρίνας. Είπε ότι¨ «αυτή η πράξη είναι παραβίαση προσωπικών δεδομένων και ότι σε περίπτωση, που θελήσει η Μαρίνα να μηνύσει τον Γιώργη, θα την υπερασπιστεί στο δικαστήριο.» Η Μαρίνα όμως όταν πληροφορήθηκε το γεγονός περιφρόνησε για μια ακόμη φορά τον Γιώργη. Σε ένα μήνα περίπου παντρεύτηκε τον αγαπημένο της και έφυγε από το χωριό. Ο «άρχοντας» του χωριού ο Βαγγέλης είχε πάρει το μέρος του Γιώργη. Δικαιολογήθηκε ότι είχε ένα τσούρμο κόρες και ήθελε να προστατεύσει «την τιμή τους.» Καμιά όμως δεν παντρεύτηκε με προξενιό σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής. Όλα τα κορίτσια του με την σειρά τους, τα είχε στείλει στην κοντινή κωμόπολη να μάθουν τέχνες . Εκεί γνωρίστηκαν με νέους έκαναν δεσμούς, και παντρεύτηκαν από έρωτα. Ο «άρχοντας» Βαγγέλης ο οποίος ήταν πάμπτωχος και έτσι απαλλάχτηκε και από την υποχρέωση για τις προίκες των κοριτσιών, κοκορευόταν στους χωριανούς του. «Όλες μου τις κοπελιές εγώ τα πάντρεψα χωρίς προίκα.» Αμέ? Χαχάνιζε σαν το χαζό ευχαριστημένος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου