Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑ
Γράφει ο Μανούσος Γ. Δασκαλάκης
Ήταν ημέρα Πέμπτη κατά τις 10 το πρωί. Ο Γιώργος είχε παραγγείλει τον δεύτερο καφέ του, και τον έπινε καπνίζοντας το τσιγάρο του. Φυσούσε τον καπνό ψηλά στο ταβάνι, με το κεφάλι του κενό από κάθε σκέψη. Την ώρα εκείνη του έφερε ο μικρός του κυλικείου την τοπική εφημερίδα. Την ανοίγει στην σελίδα των κοινωνικών αγγελιών. Την Κυριακή περίμενε το μνημόσυνο του θείου τού του Γρηγόρη. Ο θείος του ο Γρηγόρης ,ήταν ο αγαπημένος του θείος. Ήταν ο μικρότερος αδελφός της μητέρας του. Ποτέ του δεν είχε κάνει γάμο, και δεν είχε την ευτυχία να αποκτήσει παιδιά. Αγαπούσε τα παιδιά της αδελφής του σαν δικά του. Τους φερόταν,- σε αυτόν και την Ευαγγελία την αδελφή του, από μικρά με αγάπη στοργή και τρυφερότητα. Δεν παντρεύτηκε ο θείος του, ο Γρηγόρης, διότι ήταν εκ πεποιθήσεως εναντίον του γάμου. Μερικές φορές έλεγε στους φίλους του¨ «Βλέπω δήθεν ευτυχισμένα ανδρόγυνα σε μεγάλη πια ηλικία με 50 χρόνια γάμου να μισούνται θανάσιμα.» «Έχω δει γυναίκες να απατούν τους άνδρες τους ,άνδρες να απατούν τις γυναίκες τους, παιδιά στο χωρισμό των γονέων να γίνονται μπαλάκι του πιγκ πογκ μεταξύ τους, για να εκδικηθούν εαυτούς και αλλήλους τραυματίζοντας την άγουρη ψυχή των αθώων παιδιών».Γιατί να παντρευτώ λοιπόν, και να καταντήσω σαν κι αυτούς; Έτσι ο Γρηγόρης έμεινε εργένης. Στο μέτρο του δυνατού προσπάθησε να ζήσει καλά. Ήταν ένας ψηλός άνδρας με αρρενωπά χαρακτηριστικά και αρκετή αυτοπεποίθηση. Ποτέ δεν του έλειψε το ωραίο φύλο. Πάντα κάποια γυναίκα είχε για συντροφιά του. Στα γεράματα του όμως παντρεύτηκε εικονικά, τυπικά και από ανάγκη. Προσέλαβε μια κυρία από την Βουλγαρία για να τον φροντίζει, την συμπάθησε και την παντρεύτηκε για να κληρονομήσει την σύνταξη του και την γκαρσονιέρα του. Ο Γιώργος ξεφύλλιζε την εφημερίδα κοιτάζοντας τις φωτογραφίες στα μνημόσυνα και τις κηδείες. Κοίταζε και μονολογούσε . «Πάει κι αυτός» . «Αυτός δεν είναι ο τάδε που περνούσε κάθε Πέμπτη από το γραφείο και πιάναμε κουβεντούλα».
«Τι είναι ο άνθρωπος βρε παιδί μου». «Ένα φύσημα του αγέρα είναι ο άνθρωπος».
«Σήμερα τον βλέπεις να χαίρεται την ζωή του και να γλεντά ,κι αύριο βρίσκεται δύο μέτρα κάτω από την γη». Ξαφνικά όπως κοίταζε τις αγγελίες των κηδειών και μνημοσύνων, πέφτει το μάτι του σένα γνωστό του άνδρα, εξηνταπεντάρη με μουστάκι. «Τον λατρευτόν μας …
Γιάννη Καραγιάννη κηδεύομαι σήμερον στις 5 το απόγευμα». Ο άνδρας αυτός ήταν ένας από την παρέα των φίλων που βρισκόντουσαν τουλάχιστον τρις φορές τα βδομάδα στην καφετέρια «ΑΝΙΜΑ» στο παλιό λιμάνι.Τον γνώριζε από τα μαθητικά τους χρόνια. Είχε να τον συναντήσει μια βδομάδα, μα νόμιζε ότι είχε πάει στην Αθήνα για προσωπική του εργασία.
Μόλις συνειδητοποίησε τι συνέβη, πήρε αμέσως στο τηλέφωνο έναν, έναν χωριστά τους φίλους, από την παρέα του. Συντετριμμένοι όλοι οι φίλοι από τον ξαφνικό και αναπάντεχο χαμό, που βρήκε τον αγαπητό τους φίλο Γιάννη, έδωσαν ραντεβού, στο νεκροταφείο του Αγίου Λουκά. Ο Γιώργος αναπολούσε τις παρέες που έκαναν όταν ήταν νέοι. Τότε που τέλειωναν μαζί το εξατάξιο γυμνάσιο το 1966.Τον καθηγητή τους της φιλολογίας, όπου ήταν κοντούλης και του κρεμούσαν χάρτινες ταμπέλες στην πλάτη που έγραφαν¨ «είσαι γίγαντας».Το ποδόσφαιρο που έπαιζαν μαζί με άλλους μαθητές στις αλάνες. Τις παρέες τους,με τα ξενύχτια και τα πάρτι, όπου φλέρταραν όμορφες νέες Χανιωτοπούλες. Συναντήθηκαν κατά τύχη και στο στρατό. Ο Γιώργος ήταν λοχίας σιτιστής στο πεζικό, και ο φίλος του ο Γιάννης έφεδρος ανθυπολοχαγός. Ήταν μια έκπληξη γι`αυτούς και το ευχαριστήθηκαν
αλλά για λίγο. Όταν είχαν έξοδο πήγαιναν στην κοινή τους αγάπη που ήταν το θέατρο. Στο εθνικό θέατρο τότε είδαν την παράσταση με έργο του Ε. Ίψεν «οι αγριόπαπιες», όπου πρωταγωνιστούσε ο Αλέξης Μινωτής. Επισκέφθηκαν και το υπόγειο του Κάρολου Κουν που τόσες παραστάσεις ποιότητας έδωσε στο Ελληνικό κοινό. Ο Γιάννης όμως είχε θείο του έναν ανώτερο αξιωματικό ο οποίος υπηρετούσε στο πεντάγωνο. Τον ρώτησε που ήθελε να τον μεταθέσει. Ο Γιάννης ζήτησε την Θεσσαλονίκη όπου είχε μία αδελφή παντρεμένη με δύο παιδιά, και τον θείο του τον Μάριο. Τότε χώρισαν οι φίλοι. Συναντήθηκαν αργότερα ξανά στα Χανιά και συνέχισαν την φιλία τους. Ήταν ώρα 5 μμ στο νεκροταφείο του Αγίου Λουκά. Οι φίλοι περίμεναν σιωπηλά να έρθει η πομπή με τον νεκρό. Όταν έφθασε η σωρός εισήλθαν όλοι μέσα στον χώρο του ναού. Όπως συνηθίζεται άναψαν κεριά και ασπάστηκαν το νεκρό. Πλησιάζοντας ο
Γιώργος να ασπαστεί τα σωρό του φίλου του, του φάνηκε πιο αδύνατος και χωρίς μουστάκι. «Φαίνεται ότι οι δικοί τού του έκοψαν του μακαρίτη το μουστάκι σκέφθηκε».Όσο για το αδυνάτισμα, νόμισε ότι μπορεί να ήταν και ιδέα του. Όταν τελείωσε η τελετή ο Γιώργος πλησίασε το μικρόφωνο άνοιξε το φύλο του χαρτιού, και άρχισε να διαβάζει ένα επικήδειο που είχε γράψει για τον παλιό του φίλο. Μετά το πέρας της κηδείας, ο Γιώργος με τους φίλους του, συλλυπήθηκαν τους συγγενείς και αναχώρησαν για τις οικίες τους. Ο μακαρίτης δεν είχε παιδιά . Με την γυναίκα του, είχε χωρίσει πριν δέκα χρόνια. Για τούτο δεν τους έκανε εντύπωση πως δεν γνώριζαν τους λοιπούς συγγενείς του φίλου τους. Είχαν περάσει γύρω στις είκοσι ημέρες και σχεδόν είχε ξεχαστεί το θλιβερό γεγονός. Ο Γιώργος περπατούσε αμέριμνος, στην οδό Τζανακάκη. Βλέπει μπροστά του έναν κύριο με γκρίζα μαλλιά όπου προχωρούσε με αργό βήμα. Έμοιαζε με τα χαρακτηριστικά του φίλου τού, του Γιάννη. Άρχισε να τσιμπιέται. Μονολογεί ψιθυριστά. «Γιώργο βλέπεις οπτασίες»."Μήπως έπαθες παράκρουση από την υπερφορολόγηση της κυβέρνησης;" Ο άνδρας που πήγαινε μπροστά του, πήρε απότομα στροφή και γύρισε προς το μέρος του. Ο Γώργος έμεινε κόκαλο. "Θεέ μου βλέπω το φάντασμα του Γιάννη." Τον είδε ο Γιάννης και πλησίασε να τον χαιρετήσει. «Ζεις βρε μπαγάσα του λέει ο Γιώργος εμβρόντητος σαν κεραυνόπληκτος. «Νόμιζες ότι πέθανα»; «Αν νόμιζα λέει». Ήρθαμε όλοι η παρέα στην κηδεία σου, και εγώ σου διάβασα και επικήδειο». Ο Γιάννης έβαλε τα γέλια. «Εγώ σήμερα ήρθα από την Αθήνα.» «Εσείς μπερδευτήκατε και πήγατε στην κηδεία του ξαδέρφου μου, ο οποίος είχε το ίδιο όνομα». "Καλά βρε παιδιά δεν σκεφτήκατε να με πάρετε ένα τηλέφωνο." "Που να σε παίρναμε τηλέφωνο." "Στον Άδη ή στη κόλαση;""Παίρνουν τηλέφωνο τους πεθαμένους;" Ο Γιώργος άρχισε να συνέρχεται.Τον έπιασαν ασταμάτητα γέλια. Πλησίασε τον Γιάννη πιο κοντά και του έδωσε μια φιλική γροθιά στο στομάχι. "Πάρε για να μάθεις γιατί μας κοψοχόλιασες».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου