Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑ
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
Ήταν κάποτε ο Ηλίας. Μαζί παίζαμε στις αλάνες ξυλίκι καμάκι, όταν ήμασταν παιδιά προς τα τέλη της δεκαετίας του 50. Οι δρόμοι ήταν χωματόδρομοι, και γεμάτοι χαλίκια. Εμείς τα παιδιά όμως, αντέχαμε διότι είχαμε μάθει να περπατάμε, και να παίζουμε ξυπόλητα. Τα πόδια μας είχαν σκληρύνει, στα πέλματα και στις πατούσες , και τρέχαμε σαν άλογα χλιμιντρίζοντας, στα χωράφια όπου παίζαμε τα παιχνίδια μας, ή κλωτσούσαμε την μπάλα με άνεση. Κάποια ημέρα μου έβαλε η μητέρα μου, τα ναυτικά μου ρούχα, και κατεβήκαμε στην πόλη των Χανίων. Αμέ, εγώ είχα τότε ένα καινούργιο κοστουμάκι με ναυτικά ρουχαλάκια. Αν δεν με πιστεύετε φυλάω και φωτογραφία να σας την δείξω. Μη μου πείτε. Όμορφο παιδί δεν ήμουν? Από τότε φαινόταν ότι θα γινόμουν ωραίο παλικάρι. Απορώ , με αυτή την φτώχεια που μας έδερνε, εκείνη την εποχή, που βρήκε τα χρήματα η μακαρίτισσα η μητέρα, να μου αγοράσει εκείνο το ναυτικό κοστουμάκι. Όμως η κυρά Ευαγγελία, ήταν γερός καπετάνιος στο σπίτι κι έκανε σωστά το κολάι. Ήθελε τα παιδιά της να εμφανίζονται στο δημόσιο χώρο καθαρά, και καλοντυμένα. Μία ημέρα είχα κατέβει στην πόλη με τον φίλο μου τον Ηλία. Παρατηρήσαμε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, έξω από το ταχυδρομείο. Τότε τα αυτοκίνητα ήταν ελάχιστα και το χαζεύαμε με περιέργεια. Μέσα στο αυτοκίνητο, ήταν ένα τεράστιο μπουλντόγκ. Κοιτάξαμε προς το μέρος του, και μας ανταπέδωσε το βλέμμα γαυγίζοντας. Δίπλα στο μπουλντόγκ στη θέση του οδηγού, καθόταν ένας ηλικιωμένος ευτραφής κύριος. Μάθαμε ότι ήταν ένας πλούσιος Χανιώτης κτηματίας, όπου ονομαζόταν Πιστολάκης. Εκείνη την εποχή υπήρχε η ευτράπελη στιχομυθία
από τους Χανιώτες. Για αυτόν ο οποίος, χρωστούσε και δεν είχε να τα δώσει, όπου έλεγε στον άλλον ¨ «Φίλε δεν έχω χρήματα.» «Πήγαινε να τα πάρεις από του Πιστολάκη το γραφείο.» Εννοούσε βέβαια αυτός που το έλεγε, ότι¨ «εγώ είμαι φτωχός σου χρωστάω και δεν έχω , πήγαινε στον πλούσιο που έχει να τα πάρεις.»
Στην παρέα των παιδιών της γειτονιάς ήταν και ο Χρίστος. Σε όλα τα παιδιά πουλούσε τσαμπουκά. Ήθελε να επιβληθεί σε όλους , να μας έχει να καθόμαστε προσοχή μπροστά του. Δεν μπορούσα να ανεχτώ την συμπεριφορά του, και κάποια μέρα πάνω σένα καυγά του έδωσα μια γερή γροθιά και του έσπασα ένα δόντι. Μου αντεπιτέθηκε μου έδωσε δυο δυνατές στο στομάχι, και μου έσκισε και το πουκάμισο.
Περιττό να σας εξομολογηθώ, ότι φάγαμε ξύλο διότι είχαμε έναν άγριο καυγά στο σπίτι, από τους γονείς μας. Παρά λίγο, εξαιτίας μας να μαλώσουν και να γίνουν μαλλιά κουβάρια, και οι πατέρες μας. Μετά από αυτό το επεισόδιο ο Χρίστος άλλαξε γειτονιά, και δεν τον ξανασυναντήσαμε. Άλλαξε και σχολείο . Αργότερα μάθαμε ότι η οικογένεια του έφυγε για την Αθήνα. Ήταν Νοέμβριος. Στης 8 του μηνός ήταν η εορτή του Μιχαήλ του Αρχαγγέλου. Γιόρταζε το χωριό της μητέρας μου. Ο Μιχαήλ Αρχάγγελος ήταν η κεντρική εκκλησία του χωριού και βρισκόταν σε περίοπτη θέση. Με πήρε από το χέρι η μητέρα μου, και μπήκαμε στο μεσημεριανό λεωφορείο, για να είμαστε από βραδύς στην πανήγυρη του χωριού. Δεν θα ξεχάσω τον φόβο μου, όταν μπήκε στο λεωφορείο ένας άνθρωπος με μακριά γενειάδα κρατώντας ένα ταμπλά, με κουλούρια. Στο ένα του χέρι φορούσε ένα γάντζο. Στο άλλο χέρι είχε μόνο δύο δάχτυλα το μικρό και το μεγάλο. Η μητέρα μου, του ζήτησε δύο κουλούρια. Εγώ μόλις πλησίασε, ζάρωσα στο κάθισμα μου φοβισμένος. Ο άνθρωπος αυτός ο οποίος είχε δύο πανέξυπνα σπινθηροβόλα μάτια, αντιλήφθηκε τον φόβο μου , και μου έκλεισε το μάτι. Σαν να μου έλεγε.¨ «Μη φοβάσαι μικρέ.» «Είμαι κι εγώ σαν όλους τους άλλους.» Εκείνες τις ημέρες, στην γειτονιά μας είχε γίνει σούσουρο. Ο κυρ Μιχάλης μετακόμιζε με την οικογένεια του, στην Αθήνα. Γιατί έφυγε έτσι ξαφνικά παρακαλώ; Άκουσα την μαμά μου να λέει ότι ο πατέρας του κυρ Μιχάλη, ο οποίος ζούσε μαζί τους, ήταν μουρντάρης, και έβαζε χέρι στην νύφη του. Ήμουν πολύ περίεργος και ρώτησα την μαμά μου «Τι θα πει μουρντάρης», και «τι είδος χέρι έβαζε ο πατέρας του κυρ Μιχάλη, στην νύφη του»; Η μητέρα μου παριστάνοντας την θυμωμένη, μου έδωσε μια στον ποπό. Μου είπε¨ «Μην ανακατεύεσαι εσύ στις κουβέντες των μεγάλων».Αρχίσαμε να μεγαλώνομε. Ο φίλος μου ο Ηλίας, ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερος μου. Ο ίδιος εργαζόταν στις οικοδομές μαζί με τον πατέρα του. Ο δικός μου ο πατέρας είχε αποδημήσει στο κύριο, πριν δύο χρόνια . Θα τον θυμάμαι πάντα με αγάπη,και θα τον βλέπω,"ζωντανά" από τις φωτογραφίες του. Η μητέρα μου, με έστειλε σένα γείτονα υδραυλικό, για να μάθω την τέχνη . Ο Ηλίας εκτός από την τέχνη του τεχνίτη στις οικοδομές,
τον είχε χτυπήσει και το βέλος του έρωτα. Αγάπησε την Κωνσταντίνα, μια όμορφη κοπελίτσα κάτοικο της «νέας χώρας».Μια βραδιά έρχομαι από την δουλειά στο σπίτι, και μαθαίνω ότι ο Ηλίας με την Κωνσταντίνα κλέφτηκαν και έφυγαν για το Ηράκλειο. Έκτοτε δεν συναντούσα τον παλιό μου φίλο τον Ηλία, παρά μόνο τον καιρό που ερχόταν να επισκεφθεί τους γονείς του στην παλιά του γειτονιά.
Φίλε Ηλία εσύ παντρεύτηκες, έκανες παιδιά, αργότερα εγγόνια, νοικοκυρεύτηκες. Εγώ έμεινα μαγκούφης, δεν έκανα ούτε οικογένεια ούτε παιδιά. Ζω μόνος μου σένα μεγάλο και άδειο δωμάτιο παρέα με τις αναμνήσεις μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου