Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

ΠΙΚΡΕΣ ΗΜΕΡΕΣ

Είδε τη μάνα ξαφνικά
να ζαλίζεται σαν μεθυσμένη
να πέφτει στο πάτωμα.
Εκεί να μένει με τα μάτια
κλειστά, ωχρή, ακίνητη, νεκρή.
Ήταν έφηβος δεν είχε
εμπειρίες,δεν είχε περπατήσει 
στης ζωής τις πορείες.
Ακόμη δεν είχε αρχίσει
ταξίδια μακρινά ψάχνοντας
την Ιθάκη του.

Κόπασε λίγο ο πανικός και
η λύπη όταν οι γιατροί
διέγνωσαν "θα ζήσει."
Πέρασαν χρόνια και
καιροί.

Ταξίδια μακρινά
της μέρας μέσα στη νύκτα.
Η φτωχή μητέρα
καθηλώθηκε ανάπηρη
από την ασθένεια
με πλήθος φάρμακα στο
κομοδίνο που ήταν άνοστα
σαν την πίκρα της ζωής.

Από το κρεβάτι στη καρέκλα
και πάλι στο κρεβάτι.
Για απασχόληση κρατούσε
στο "καλό" το χέρι, βελονάκι
και έπλεκε εργόχειρο.

Ο γιος λυπόταν,που τη κατάσταση
δεν μπορούσε να αλλάξει.
Ούτε την αρρώστια να υποτάξει.
Έτσι το θέλησαν οι Θεοί, η φύση,
Να είναι οι άνθρωποι εύθραυστοι θνητοί.

Την έβλεπε καθηλωμένη μελαγχολική,
και άλλοτε χαρούμενη νοσταλγική .
Την ικέτευε ο γιος
με άμαξα και αυτοκίνητο
έξω να βγάλει τη μητέρα
να πάρει καθαρό αέρα.
Να δει το κόσμο να χαιρετήσει.
Να πάρει οξυγόνο από τη ζωή.
Η στάση της πάντα ήταν αρνητική.
Σαν να ήθελε να τιμωρήσει
τον εαυτόν της για τη καθήλωση της.

Ίσως δεν ήθελε αυτή
η αγέρωχη γυναίκα
την αναπηρία της κανένας να δει.
Θύμωσε ο νέος και της λέει¨
"Πως ζεις μάνα απομονωμένη;"
"Δεν είναι ζωή αυτή, είσαι σαν πεθαμένη."
Συναισθανόμενος την ύβρι βγήκε
έξω και έκλαψε πικρά.
Σκληρές οι μάνες του παλιού καιρού
με τον εαυτόν τους.
Βίωσαν
δύσκολους, ματωμένους, καιρούς
όταν τα σύννεφα έκρυβαν τον ήλιο.

ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου