Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

ΔΙΗΓΗΜΑ 
Ο "ΜΑΡΟΥΛΑΣ"
ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
"Κολίγα γιος του παππού μου ο παππούς
κολίγα γιος του παππού μου ο πατέρας
κι ο παππούς μου κολίγας κι αυτός."
Γιάννης Νεγρεπόντης
Πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα σ`ένα ορεινό χωριό του Ψηλορείτη.Ο Σήφης ζούσε με την οικογένεια του και τα έξη παιδιά του φτωχικά κάτω από το φως του λύχνου.Είχε στην ιδιοκτησία του 50 πρόβατα και 100 λιόδεντρα.Είχε δικό του σπίτι με δύο καμάρες από κληρονομιά, ένα μικρό αμπελάκι και ένα επίσης μικρό χωραφάκι για να το καλλιεργεί για τα χρειαζούμενα κηπευτικά της οικογενείας του.Δύσκολα τα έβγαζε πέρα και εργαζόταν πότε ως εργάτης γης και πότε ως βοηθός τυροκόμου στα μιτάτα {τυροκομεία}των βοσκών της Κρήτης. Την καλοκαιρινή περίοδο που είχε λάσκα από δουλειά φόρτωνε στον γάιδαρο του δύο τελάρα ψάρια που τα προμηθευόταν από τα ψαροκάικα του πλησιέστερο λιμανιού και τα πουλούσε στα γύρω χωριά.Μαζί του ακολουθούσε και η μεγαλύτερη κόρη του η Βαγγελιώ που περνούσε την περίοδο της εφηβείας και την είχε για να του ζυγίζει τα ψάρια και να εισπράττει τα χρήματα των πελατών.
Ο Σήφης απελπίστηκε από την σκληρή ζωή του χωριού και μια ημέρα σαν κι αυτή πήρε τη οικογένεια του και κατέβηκε μετανάστης στην πόλη του Ηρακλείου.
Την δουλειά του πωλητή ψαριών με το γαϊδουράκι του, την συνέχισε στην πόλη του Ηρακλείου.
Τα παιδιά του μόλις τέλειωσαν το δημοτικό δούλευαν σε διάφορα επαγγέλματα σαν παραγυιοί και παρακόρες όπου αλλού μπορούσαν.
Όταν πέθανε από γεράματα ο γάιδαρος του που τον έκλαψε σαν αδερφό του, τον αντικατέστησε με ένα ξύλινο τετράροδο χειροκίνητο καρότσι. Αγόραζε ποσότητες μαρούλια από την λαχαναγορά μαζί με φρέσκα κρεμμύδια. Γυρνούσε και τα πουλούσε γύρα γύρα από τα μαγαζιά της πόλης.Ο κόσμος τον έμαθε και περίμενε την συγκεκριμένη ώρα να περάσει ο "μαρουλάς" για να προμηθευτούν το φρέσκο μαρούλι τους με το πράσινο κρεμμύδι που θα κοσμούσε την σαλάτα τους το μεσημέρι. Το "μαρουλάς" έμεινε σαν παρανόμι και όλοι είχαν ξεχάσει το πραγματικό του όνομα και τον φώναζαν "μαρουλά."Μάλιστα μερικοί πελάτες νόμιζαν ότι λέγεται "Μαρουλάκης" και τον αποκαλούσα κ. "Μαρουλάκη." Ο Σήφης δεν παρεξηγούσε απλώς γελούσε και τους έκανε χάζι.Την μεγαλύτερη από την κόρη του την Βαγγελιώ
ο Ιωσήφ την πάντρεψε μόλις 17 χρονών.Την εποχή εκείνη που ο μέσος όρος ζωής ήταν μικρός, οι γονείς πάντρευαν οι ίδιοι με αυταρχικό τρόπο τα παιδιά τους πριν βγουν από το αυγό.Για ελευθερία σχέσεων και σεξουαλική απελευθέρωση ούτε λόγος στην καθυστερημένη και αναλφάβητη Ελλάδα πρώην επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.Ήταν μακρινό όνειρο ακόμη και για την Αμερική, τότε στην εποχή της "γκρέητ ντισπρέσιον" του 1929-32. Ο γαμπρός που τον έλεγαν Βασίλη, ήταν μόλις είκοσι χρονών,και χωρίς σταθερή εργασία.Ο πεθερός Ιωσήφ προθυμοποιήθηκε να τον βοηθήσει. Την καθιερωμένη προίκα που ήταν σε χρυσές λίρες Αγγλίας του τις έδωσε σε μετρητά.Τάκα τάκα και ούτω βωήσωμεν. Του πρότεινε την μόνη δουλειά που ήξερε να κάνει καλά και με την εξυπνάδα του και τις οικονομίες του, είχε φτιάξει μια περιουσία σε ακίνητα και μετρητά.Του αγόρασε ένα καροτσάκι και από την κεντρική λαχαναγορά φρέσκιες μπανάνες το φόρτωσε "σαν το γάϊδαρο" και τις παρέδωσε στον Βασιλάκη."Βγες τώρα στην πιάτσα του λέει και καλοτάξιδος."Αν έχεις όρεξη για δουλειά και είσαι οικονόμος θα τα καταφέρεις καλά να μεγαλώσεις την οικογένεια που θα δημιουργήσετε με την πάροδο του χρόνου με την κόρη μου." "Η νύφη σαν θα παντρευτεί της πεθεράς της μοιάζει." Λέει η λαϊκή παροιμία.Αμ δε.Δεν υπάρχει δυστυχώς, παρόμοια παροιμία για τους γαμπρούς.Βέβαια είναι γνωστή μια παροιμία που λέει¨ "σαν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός τύφλα να`χει ο πεθερός." Δεν ταιριάζει όμως στην περίπτωση μας.Διότι ο Σήφης πάντρεψε ο ίδιος την κόρη του με δόξα και τιμή. Ο γαμπρός όμως δεν ήταν της πιάτσας και της αγοράς. Δεν σε πουλούσε και σε αγόραζε. "Δεν καλύκωνε τον ψύλο"όπως ο πεθερός. Ήταν ένας ονειροπόλος νέος που ονειρευόταν να ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο, που δεν είχε τελειώσει ούτε το δημοτικό, αλλά διάβαζε συνεχώς βιβλία, που μεταξύ των άλλων ήθελε να γίνει ηθοποιός και συγγραφέας."Μπίγκο." Που τον βρήκε αυτόν τον "τόσο ταιριαστό" στην οικογένεια του γαμπρό; Άτιμη προξενήτρα με τα παινέματα σου την έκαψες την κοπέλα.Ο Βασιλάκης ξόδεψε τις λίρες σε διασκεδάσεις και έμεινε στον άσο.Και να ήταν μόνο αυτό; Αράδιαζε συνεχώς παιδιά στην Βαγγελιώ όπου με το πρώτο σμίξιμο "έπιανε παιδί." Την ανάγκασε να αλλάξει κρεβάτι και να παίρνει δύο παιδιά μαζί της για να μην την πλησιάζει ο άνδρας της.Η Βαγγελιώ αγαπούσε τον άνδρα της. Ήταν ο μοναδικός άνδρας που γνώρισε στην ζωή της.Από τις κακουχίες όμως που περνούσε στα χέρια του έμεινε "το πετσί και το κόκαλο." Όταν την πλησίαζες νόμιζες πως αν την φυσούσες λίγο θα την έπαιρνε ο άνεμος.Τα κουτσούβελα τους τα έστρωσαν από νήπια στην δουλειά.Ο πατέρας άλλωστε δεν εργαζόταν πολύ τακτικά.Τον έβλεπες σε ταβερνάκια να μεθά και να τραγουδά αμανέδες.Που τις έμαθε αφού δεν ήταν Μικρασιάτης ήταν ένα μυστήριο. Ο μεγάλος γιος ο Κωστάκης που ήταν πια ένα παλικαράκι βγήκε στην αγορά με το καροτσάκι του πατέρα του.Πουλούσε μόνο τομάτες φρέσκιες και ζωντανές.Καμιά φορά τον ακολουθούσε και πατέρας του επειδή ήταν παλιός και τον γνώριζαν οι πελάτες.Ο Κωστάκης σαν ο πιο μεγάλος αδελφός θα ήταν στο εξής ο προστάτης της οικογενείας όπου θα προστάτευε και θα βοηθούσε να παντρευτούν οι αδελφές του σύμφωνα με την παράδοση.
"Κολίγα γιος του παππού μου ο παππούς
κολίγα γιος του παππού μου ο πατέρας
κι ο παππούς μου κολίγας κι αυτός."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου