Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

ΔΙΗΓΗΜΑ -ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ -114
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ.ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
Ο Κωστής ανέβηκε εκείνο το απόγευμα αργά, αργά τα σκαλιά του κτηρίου της οδού Κυδωνίας. Είχε ανακοινωθεί στον τύπο της εποχής, ότι η οργάνωση της «Δ.Ν.Λ» Χανίων, θα έπαιζε την απαγορευμένη στο κρατικό ραδιόφωνο μουσική του μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη , και του νεότερου και λιγότερου γνωστού Χρήστου Λεοντή. Τότε ο Κωστής θάταν γύρω στα δεκαεφτά, ένα λιγνό και ψιλό παλικαρόπουλο. Κατά τις οχτώ το βράδυ, έφθασε στα γραφεία της «Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη», όπως είχε ονομάσει η Ε.Δ.Α την νεολαία της, στο όνομα του βουλευτή της Ε.Δ.Α και Βαλκανιονίκη μαραθωνοδρόμου Γρηγόρη Λαμπράκη, όπου είχε πέσει νεκρός το 1963, στην Θεσσαλονίκη, από τα χτυπήματα τραμπούκων του παρακράτους, της νικήτριας του εμφυλίου πολέμου σκληρής δεξιάς, και των ανακτόρων, όπου κυβερνούσαν τότε την Ελλάδα. Όταν έφθασε στα γραφεία, οι νεολαίοι, ήδη είχαν τοποθετήσει τους δίσκους στο πικ απ, και ακουγόταν η επική μουσική του Μίκη Θεοδωράκη ,ο οποίος ήταν και πρόεδρος τη «Δ.Ν.Λ». Μετά το πέρας της εκδήλωσης , αφού κουβέντιασε λίγο με τα παιδιά , κατέβηκε για να πάει στο σπίτι του.
Κάτω από τα γραφεία ήταν τοποθετημένος από το τμήμα ασφαλείας Χανίων , ένας μυστικός χωροφύλακας, βλοσυρός κοκκινωπός μένα μουστάκι μαύρο και μεγάλο. Ο Κωστής από το φόβο του, νόμιζε ότι ήταν το μαύρο μουστάκι του σατανά. Έτσι φανταζόταν το διάβολο, όταν ήταν παιδί ο Κωστής. Έναν άνδρα, βλοσυρό, αγριωπό, με σουβλερά δόντια και ένα μεγάλο μαύρο μουστάκι, να καταγράφει τους ανθρώπους ,τους οποίους ετοίμαζε να πάρει μαζί του στην κόλαση. Όταν είδε τον άνδρα να σημειώνει, τους νέους ,τους οποίους κατέβαιναν τα σκαλοπάτια της νεολαίας της Ε.Δ.Α, σένα μπλοκάκι το οποίο κρατούσε στα χέρια του, άρχισε να τρέχει σαν δαιμονισμένος. Μετά από λίγο σταμάτησε να ξελαχανιάσει ξεφυσώντας. Κοίταξε πίσω του, και γύρω του . Κανείς δεν είχε τρέξει ξωπίσω του . Ο Κωστής όμως νόμιζε ότι τον κυνηγούσαν χίλιοι διάβολοι. Ήταν άπραγο παιδί ακόμη , το οποίο φοβόταν τις διώξεις , και τις κακουχίες. Είχε ακούσει πολλά για τους αριστερούς, τις εξορίες και τις φυλακές που έζησαν , κι είχε δημιουργηθεί μέσα του μια φοβική ατμόσφαιρα. Γιατί τον κατέγραψε εκείνος ο χωροφύλακας στο μπλοκάκι του; Μήπως είχε κάνει και τίποτα εναντίον του κράτους; Απολύτως τίποτα, εκτός ότι ιδεολογικά δεν συμφωνούσε μ τους εκμεταλλευτές των εργαζομένων, και δεν άντεχε την αδικία. Όταν σχόλασε από την οικοδομή, όπου εργαζόταν βοηθός , πήγε στο σπίτι του, και ξεκουράστηκε . Μετά λούστηκε , έκανε ένα δροσερό μπάνιο , και ετοιμάστηκε να πάει στην εκδήλωση της νεολαίας. Ένα εργατόπαιδο ήταν ο Κωστής και τίποτα άλλο. Την δουλειά του κοίταζε
την οποία εκτελούσε με ευσυνειδησία. Κάθε Σάββατο που πληρωνόταν, έδινε όλα τα χρήματα στην μάνα του να κάνει το κολάι , διότι ήταν μεγάλη οικογένεια κι είχαν άμεσες ανάγκες επιβίωσης. Αδελφές να παντρέψουν, μικρότερα αδέλφια να μεγαλώσουν ,γιατί την εποχή εκείνη δούλευαν όλα τα παιδιά από μικρά στις φτωχές οικογένειες ,αλλιώς δεν μπορούσαν να επιβιώσουν. Αν ήταν αριστερός ήταν, επειδή ο πατέρας του ψήφιζε αριστερά ,και είχε επηρεαστεί από το οικογενειακό περιβάλλον. Αργότερα βέβαια διάβασε καλλιεργήθηκε και έγινε ένας συνειδητός αριστερός, με δράση ,όπου και εξορίσθηκε το 1968 στον δεύτερο χρόνο, της δικτατορίας. Κατά μάνα κατά κύρη που λένε. Ο Κωστής θυμόταν και τον ερχομό του Σοφοκλή Βενιζέλου στα Χανιά ,τον λόγο που έβγαλε στην αγορά παρουσία πλήθους κόσμου, αλλά και τον θάνατο του ένα χρόνο πριν, ότι είχε πάει στην κηδεία του συναρχηγού , της ΕΚ Σοφοκλή Βενιζέλου στο Ακρωτήρι, όπου τάφηκε δίπλα στον μεγάλο πατέρα του Ελευθέριο Βενιζέλο. Θυμόταν επίσης και την οργισμένη υποδοχή στην πόλη των Χανίων του υπουργού των αποστατών , Κ. Μητσοτάκη με τομάτες και αυγά, από τους εξαγριωμένους οπαδούς και την νεολαία της Ε.Κ τον Ιούλιο του 1965, εξαιτίας της αποστασίας του ,από την κυβέρνηση του Γ.Παπανδρέου. Τι εποχή Θεέ μου μεστή πολιτικών γεγονότων. Μήπως μπορούσε να ξεχάσει τν ομιλία του Λεωνίδα Κύρκου το 1963 όταν ήταν μόλις δεκαπέντε χρόνων, και βρέθηκε τυχαία εκεί ,στην πλατεία Κοτζάμπαση, όπου γυρόφερναν επίτηδες αστυνομικοί με μοτοποδήλατα κι έκαναν θόρυβο με μαρσαρίματα των μηχανών τους, για να τρομοκρατήσουν τον λαό, και να μην συμμετέχει στην πολιτική εκδήλωση της αριστεράς; Η ατμόσφαιρα αυτή πείσμωσε τον Κωστή τον έκανε ένα συνειδητό πολίτη, και αριστερό νέο, όπου συμμετείχε έκτοτε, περισσότερα ενεργά στην ζωή της νεολαίας. Δεν άργησαν να πέσουν μαύρα σύννεφα στον πολιτικό ουρανό της Ελλάδας μας. Τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου του 1967 ξύπνησε ο Κωστής για να πάει στην δουλειά του, και είδε στους δρόμους μικτές περιπόλους στρατιωτικών - αστυνομικών ,όπου έδιναν διαταγές στους πολίτες να πάνε στα σπίτια του διότι απαγορευόταν η κυκλοφορία. Το ραδιόφωνο έπαιζε τον εθνικό ύμνο και άλλα πατριωτικά άσματα. Μία μεγάλη νύχτα άρχιζε για την Ελλάδα, όπου θα κρατούσε εφτά χρόνια. Ο Κωστής δεν έχασε καιρό. Συνδέθηκε αμέσως με την αντιστασιακή ομάδα του Π.Α.Μ κι άρχισαν να πετάνε προκηρύξεις και να γράφουν συνθήματα στους τοίχους.¨ « Κάτω η χούντα», «Ελευθερία» «Δημοκρατία» «114». Ο αγώνας εναντίον της τυραννίας μόλις άρχιζε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου