Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2012


ΔΙΗΓΗΜΑ-- ΤΟ ΔΙΛΛΗΜΑ ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ Ο Κωνσταντίνος είχε ξεπεράσει προ πολλού τα όρια του. Είχε αποφασίσει να τελειώσει με τη ζωή του. Η οικονομική κρίση τον έφερε σε αδιέξοδο. Η τράπεζα του έβγαλε στο σφυρί το διαμέρισμα του, όπου το είχε αγοράσει με δάνειο το οποίο δεν μπορούσε να ξεπληρώσει. Η σύζυγος του Σοφία, βρέθηκε ξαφνικά και αυτή άνεργη. Εργαζόταν σένα μικρό ιδιωτικό εκπαιδευτήριο το οποίο λόγω της κρίσης αναγκάστηκε να βάλλει λουκέτο. Ο Κωνσταντίνος διατηρούσε εμπορικό κατάστημα και το δικό του, ήταν ένα από τις χιλιάδες όπου έβαλαν λουκέτο πανελλαδικά υπό το βάρος της κρίσης του ανταγωνισμού των μεγάλων αλυσίδων, και της ανέχειας των λαϊκών στρωμάτων. Οι πιστωτές του τον κυνηγούσαν διότι άφησε ακάλυπτες επιταγές και είχε μπει στην μαύρη λίστα του «Τειρεσία.» Αισθανόταν ότι βρισκόταν σε απόλυτο αδιέξοδο. Σκέφθηκε να επιστρέψει στο χωριό του. Στον τόπο καταγωγής των γονέων του. Εκεί όμως δεν θα τον περίμενε κανένας. Οι γονείς του είχαν φύγει προ πολλού από την ζωή. Στο χωριό είχε μείνει ένα εντελώς ερειπωμένο μικρό κατάλυμα , και 20 απεριποίητα λιόδεντρα Δεν θα μπορούσε να ζήσει ούτε στο χωριό του. Χρήματα δεν είχε για να αναστηλώσει το σπίτι. Κτηματική περιουσία δεν είχε για να συντηρήσει την γυναίκα του και το τρίχρονο αγοράκι του. Μέσα του κυριαρχούσε το απόλυτο σκοτάδι. Προσωρινά έμεινε στο διαμέρισμα μέχρι να το παραλάβει ο νέος ιδιοκτήτης. Μετά θα βρισκόταν οικογενειακώς στο δρόμο ανέστιος και πένης. Η μοναξιά του ήταν αφόρητη. Δεν μπορούσε να αντέξει αυτή την ντροπή. Να αναγκαστεί να κοιμάται στα παγκάκια ή σε χαρτόκουτες αυτός ένας οικογενειάρχης και νοικοκύρης . Η ταπείνωση του ήταν αφόρητη και μεγάλη. Εξαιτίας της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης η Σοφία η γυναίκα του , του έριξε όλα τα φταιξίματα πάνω του .Πήρε το τρίχρονο αγοράκι τους και εγκατέλειψε το σπίτι τους. Οι σχέσεις τους δεν ήταν ποτέ μέλι γάλα. Μερικές φορές βρισκόταν στο ζενίθ και μερικές στο ναδίρ.»Δρυός πεσούσης…» Τώρα που ο Κωνσταντής τα έχασε όλα βρήκε και η Σοφία την ευκαιρία να του αδειάσει την γωνία. Ήταν πολύ σκληρή γυναίκα η Σοφία και δεν στάθηκε να του συμπαρασταθεί στις δύσκολες του στιγμές. Μόνος ανέστιος και πένης ο Κωνσταντής παράδερνε για μια εβδομάδα στους δρόμους της Αθήνας. Η ψυχή του ήταν κατάμαυρη κι έσταζε πικρό φαρμάκι. Κάθε τόσο τον έπαιρνε το παράπονο και ξεσπούσε σε κλάματα. Το μυαλό του είχε πάθει συσκότιση και δεν μπορούσε να σκεφθεί καθαρά. Ότι κι αν αντίκριζε του φαινόταν μαύρο θλιμμένο και σκοτεινό. Το συναίσθημα του είχε διαταραχτεί, και είχε κυριαρχήσει επί της λογικής παρασύροντας τον Κωνσταντίνο στην άβυσσο. Η Μαρίνα ήταν μια κοπέλα σχεδόν ψιλή , ευπαρουσίαστη με καστανά μαλλιά και πράσινα μάτια. Είχε τελειώσει φιλολογικά από την φιλοσοφική σχολή του Α.Π. Θεσσαλονίκης. Οι σπουδές της όμως δεν την ικανοποιούσαν. Ούτε έβλεπε διέξοδο στην αγορά εργασίας με το πλήθος των πτυχιούχων. Θέλησε να πάρει επίσης, και πτυχίο ψυχολογίας που ήταν η αρχική της προτίμηση. Καταγόταν όμως από φτωχή οικογένεια . Οι γονείς της δεν είχαν την δυνατότητα να την στηρίξουν οικονομικά. Η Μαρίνα λάβαινε μέχρι να πάρει το πτυχίο της το ενοίκιο της γκαρσονιέρας από τους δικούς της. Όλα τα επιπλέον έξοδα τα κέρδιζε η ίδια δουλεύοντας και παρέχοντας ιδιαίτερα σε μικρούς μαθητές, αλλά κυρίως ως σερβιτόρα σε καφετέριες. Μετά το πέρας των σπουδών της οι γονείς της έπαψαν να την τροφοδοτούν έστω και με τα ελάχιστα χρήματα που τις έδιναν. Στενοχωρήθηκε αλλά ήταν συνηθισμένη στην φτώχεια και στην δουλειά. Υπήρχαν φορές όπου τα βράδια το ψυγείο του μικρού δωματίου της ήταν άδειο. Δεν είχε χρήματα ούτε για ένα μπουκάλι γάλα, η για ένα γιαούρτι με χαμηλά λιπαρά. Μα δεν βαρυγκωμούσε καθόλου, γιατί ήταν προσηλωμένη στον στόχο της. Εκείνο το απόγευμα η Μαρίνα πήγαινε πεζή από την οδό Π. Μελά για να επιστρέψει στο δωμάτιο της. Παρατήρησε σε μια άκρη, κόσμο συγκεντρωμένο . Κοίταζαν ψηλά προς τον έκτο όροφο της πολυκατοικίας. Εκεί ήταν σε έξαλλη κατάσταση ένας νέος άνδρας, και απειλούσε να πηδήσει στο κενό. Ένας αναίσθητος νεαρός χούλιγκαν από κάτω, του φώναξε¨ «Γιατί το λες και δεν το κάνεις; Πέσε να δούμε αν είσαι άνδρας.» Οι συνετοί περίοικοι από κάτω είχαν προλάβει να ειδοποιήσουν πυροσβεστική και αστυνομία. Οι άνδρες της πυροσβεστικής με την συνεργασία της αστυνομίας πρόλαβαν και τον έσωσαν. Ήταν ο Κωνσταντίνος που πάνω στην απελπισία του προσπάθησε να πέσει στο κενό. Η Μαρίνα τον πλησίασε από κοντά. Του ζήτησε να γνωριστούν. Ο Κωνσταντίνος ήταν τριανταπεντάρης και ωραίο παλικάρι αν και ταλαιπωρημένος από την προσωπική του περιπέτεια. Η Μαρίνα τον έπεισε να απευθυνθεί στον καθηγητή της όπου θα μεσολαβούσε η ίδια για δωρεάν στήριξη. Μέχρι να ξαναβρεί ο Κωνσταντίνος τις δυνάμεις του για να συνεχίσει την ζωή του. Μια αμοιβαία συμπάθεια άρχισε να κυοφορείτε στις ψυχές των δύο νέων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου