Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012


ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑ ΑΝ ΗΤΑΝ ΟΛΑ ΑΛΛΙΩΣ ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ Ο Βαγγέλης Στρατίδης σκεπτόταν το παρελθόν του. Γεννήθηκε το 1910, στην ορεινή Αρκαδία με «μαμή» μια έμπειρη χωρική, μια νύχτα που το κρύο σε έκανε να τρέμεις και να θέλεις να κουκουλωθείς σε κουβέρτες και παπλώματα. Ο πατέρας του είχε άλλα 8 παιδιά ανάμικτα, και 80 πρόβατα. Η Γερμανική κατοχή είχε τελειώσει κι είχε αφήσει παντού τα σημάδια της. Μετά τη κατοχή, το 1946 ακολούθησε και ο εμφύλιος σπαραγμός. Φαίνεται ότι εμείς οι Έλληνες το`χουμε στο αίμα μας να τρωγόμαστε μεταξύ μας. Από διχασμό σε διχασμό πάμε, για να μην μπορέσουμε να εργαστούμε δημιουργικά και να δούμε μιαν άσπρη ημέρα. Η ύπαιθρος περνούσε εκείνη την εποχή επισιτιστική κρίση. Οι νέοι αλλά και οι οικογενειάρχες την εγκατέλειπαν ομαδικά για να γεμίσουν τις παρυφές των πόλεων με αυθαίρετα και παράγκες. Ο κυρ Βαγγέλης σκεπτόταν να μετακομίσει οικογενειακώς στην Αθήνα. Το μετάνιωσε όμως γιατί εκεί δεν γνώριζε κανένα και θα ήταν άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Φοβόταν την μοναξιά και την απομόνωση. «Μετανάστευσε» καλύτερα για την Πάτρα όπου ζούσε η αδελφή του η Ιουλία παντρεμένη με τον Χαρίλαο ένα μονόφθαλμο χωριανό τους, όπου είχαν εγκατασταθεί εκεί, σε μια φτωχογειτονιά αμέσως μετά την κατοχή. Ο Βαγγέλης αγόρασε ένα κομμάτι χωραφάκι δίπλα στην παραγκούπολη που κατοικούσε η αδελφή του με την οικογένεια της. Έλαβε βοήθεια από τους νέους γειτόνους, και έκτισε στο άψε σβήσε πριν το πάρουν χαμπάρι οι χωροφύλακες δύο δωμάτια με τσιμεντότουβλα με σκεπή από αμιαντοτσιμέντο. Εκεί εγκαταστάθηκε η οικογένεια του . Με λάμπα πετρελαίου μέχρι να έρθει η εταιρεία ηλεκτρισμού. Είχε την ελπίδα ότι σιγά σιγά θα έκτιζε κι άλλα δωμάτια να μην είναι τόσο στριμωγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Ο Βαγγέλης για να ζήσει άρχισε να πουλάει παγωτά στους κεντρικούς δρόμους της Πάτρας, και στην παραλία του λιμανιού εκεί που ταξίδευαν τα καράβια για την Ιταλία. Τις περισσότερες φορές ερχόταν μαζί του το Γιωργάκη το στερνοπούλι του επειδή του είχε μεγάλα αδυναμία. Το Γιωργάκη ήταν πολύ καλός μαθητής, παρά τη φτώχεια τους που το ανάγκαζε να πηγαίνει καμιά φορά, ξυπόλητο στο σχολείο. Ο κυρ Βαγγέλης λυπόταν τα παιδιά του που οι συνθήκες ήταν τόσο σκληρές και δεν μπορούσε να τα βοηθήσει. Τα μεγαλύτερα του παιδιά απελπισμένα πήραν το δρόμο της Αυστραλίας.Το Γιωργάκη ήταν μικρό ακόμη και έμεινε μαζί του. Όταν ξαφνικά «έφυγε» από την καρδιά του, ο πατέρας του, τον έκλαψε πικρά. Ήταν καλοκαίρι και μόλις είχε τελειώσει το δημοτικό σχολείο. Πήγε στο αφεντικό του πατέρα του και τον παρακάλεσε να αναλάβει αυτός το καροτσάκι με τα παγωτά. Το Γιωργάκη ήταν πολύ λυπημένο που δεν πήγε στο γυμνάσιο να μάθει γράμματα. Όταν όμως πήγαινε στο σπίτι με γεμάτη την τσέπη χαρτονομίσματα και κέρματα έβλεπε το πρόσωπο της μητέρας του να λάμπει από ευχαρίστηση. «Δόξα τον Θεό έλεγε και έκανε τον σταυρό της.» «Θα γέμιζε η κατσαρόλα και την αυριανή ημέρα.» Κάποτε του έλεγε η μητέρα του ότι έφυγαν από την χωριό τους για καλύτερες ημέρες. «Για να μη καταντήσουν τα παιδιά βοσκοί .» Το Γιωργάκη όπου έβλεπε αρκετούς από τους παλιούς του συμμαθητές να μαθαίνουν γράμματα ενώ ήταν χειρότεροι μαθητές από αυτόν δάκρυζε από τη λύπη του. «Χωρίς περίσκεψιν χωρίς λύπην χωρίς αιδώ μεγάλα και υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.» «Τι είναι καλύτερα αναρωτιόταν το Γιωργάκη. Βοσκός στο χωριό η να πουλάς παγωτά στην πόλη;»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου