Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

Μανώλης Ρασούλης: Πάμε προς τον καταρράκτη. Ο Θεός βοηθός. 18:09, 28 Σεπ 2012 | Κρυσταλία Πατούλη tvxs.gr/node/107087 *Εκτροχιαστήκαμε. Φαινόταν, παλαιόθεν. Κι όμως, πάμε προς τον καταρράκτη. Ο Θεός βοηθός. Συν Αθηνά και χείρα κίνει. Και μηδένα προ του τέλους μακάριζε. Ελπίζω να πούμε «τέλος καλό, όλα καλά». Και βέβαια, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία." Μανώλης Ρασούλης Εκτός από την ηχογράφηση της Εκδίκησης της γυφτιάς, η Αθήνα για φι, χι, ψι λόγους με εξέβρασε επί ξύλου κρεμάμενο στη Σαλονίκη. Σιγά σιγά, μου παρέσχε δουλειά και κάπως στανιάρισα από την ένδεια της Αθήνας. Επίσης, το 70% των σχέσεών μου με το άλλο φύλλο, κατά μυστήριο τρόπο, ήταν και είναι Σαλονικιές. Έρως και πάθος για επικοινωνία. Μ’ όλα τα σκαμπανεβάσματα, τις αγωνίες, τις συγκινήσεις… Επιθυμώ να αφιερώσω όλο το έργο μου στη Θεσσαλονίκη. Και αν κάποιος θα ’θελε να μελετήσει το μικρό μου έργο, να ’ρχεται στη Θεσσαλονίκη να ερευνά. Ο πολιτιστικός χαρακτήρας της πόλης είναι σύνθετος κι έτσι αντανακλάται και στην ποικίλη δουλειά μου. Αναπόφευκτα έχω γράψει πολλά έχοντας στο μυαλό μου τη Θεσσαλονίκη είτε ως φόντο είτε ως θέμα: το βιβλίο μου Κνώσοντας την αλήθεια – Το κρητικό μανιφέστο, το’γραψα εδώ. Δεκάδες άρθρα σε περιοδικά και στην εφημερίδα «Αγγελιοφόρος». Συνεντεύξεις, εκπομπές στα ραδιόφωνά της. Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, έχω την αίσθηση ότι θα μπορούσε να ήταν καλύτερα τα πράγματα. Τι άλλο να πω στους ανθρώπους; Έχω πει τόσα πολλά. Αν και -παρ’ όλα αυτά- νιώθω ότι σπέρνω στον βράχο. Είναι δεμένοι με τον πολύ ανθρώπινο τρόπο ζωής. Δεν είναι να τους πω. Να είμαι παράδειγμα για το τι εννοώ. Νοιώθειν. Αυτό είναι πιο εσωτερικό, πιο ψυχικό, πιο εικονοκλαστικό. Ζούμε στην εποχή της εικόνας. Με βλέπουν κάθε μέρα στους δρόμους. Καλημεριζόμαστε. Φτάνει. Νιώθουν ότι είμαι δικός τους, ένας απ’ αυτούς. Όταν ήμουν μικρός είχα πρότυπο κατ’ αρχάς, τον πατέρα μου. Δύο άλλοι ήταν ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Μίκης Θεοδωράκης. Βαυκαλίζομαι ότι συνθέτω και τους τρεις. Αργότερα γνώρισα την περίπτωση του Τρότσκι. Σχεδόν τον ερωτεύτηκα! Έκανα ό,τι μπορούσα για την παγκόσμια επανάσταση, και ακόμα είμαι ενεργών στη «διαρκή επανάσταση», θεωρία του Τρότσκι. Μετά κατάλαβα ότι ο κύκλος έκλεισε κι εκεί ως διά μαγείας γνώρισα τον Osho! Και τον σύστησα στους Έλληνες. Ο πατέρας μου ήταν σκληρός ΚΚΕ, πήγε στην Αλβανία, μετά εξορία, στις φυλακές των Ιταλών και όταν δίναν τις συντάξεις για την Εθνική Αντίσταση, του λέω «δεν θα πας να πάρεις τη σύνταξη»; Μου λέει «εγώ πολέμησα για την πατρίδα μου, δεν πολέμησα για τη σύνταξη». Περάσαμε κι εμείς από τη Αριστεράντζα κάργα. Πώς σκέφτηκα να θέσω το «Κούδας» στον στίχο μου συνδυάζοντάς το με το «Βούδας»; Η ουσία του βουδισμού είναι να παίρνεις τη ζωή σαν παιχνίδι. Ο Βούδας από τη μια πλευρά το δίδασκε αυτό και ο Κούδας από την άλλη δίδασκε το ίδιο, αλλά στο ανθρώπινο επίπεδο: Πως το παιχνίδι είναι η ξανακατακτημένη παιδικότητα που ονομάζουμε «βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο!». Γιατί ο Γιώργος ήταν «βραζιλιάνος» ποδοσφαιριστής, ήταν magic! Έτσι μου «έκατσε» πολύ στιχουργικά, το Βούδας – Κούδας. Και εγώ πλέον λέω «και Βούδας και Κούδας» δηλαδή έχουμε και το ανθρώπινο και το θεϊκό. Μακάρι να αντιλαμβανόμασταν τη ζωή μας σαν ένα παιχνίδι που έχει μαγεία, μας οδηγεί κάπου, στη γνώση, στην απελευθέρωση, στη λύτρωση. Να ζούμε όπως ο Κούδας έπαιζε μπάλα. Αέρινος, δυνατός, μάτζικ. Παιχνίδι με νόημα, ζωή με νόημα. Ελπίζω να βάλω κι εγώ –πολιτιστικά μιλώντας- γκολ στα δίχτυα της άγνοιας. Τι θάλεγα σε ένα παιδί που θέλει να ασχοληθεί με τη μουσική; Μου βάζεις δύσκολη ερώτηση. Είναι πολύ σκληρός ο τομέας αυτός. Νομίζουνε ότι θα λανσαριστούνε από την πρώτη στιγμή να γίνουνε διάσημοι και πλούσιοι. Πρέπει να εργαστείς, πρέπει όχι να φτύσεις αίμα, αλλά να είσαι υπεύθυνος γι αυτό που κάνεις. Ύστερα μπορεί το ποδόσφαιρο να είναι μια παγκόσμια γλώσσα έκφρασης, αλλά όταν τραγουδάς ελληνικά τραγούδια είσαι δραματικά ταυτισμένος με το ελληνικό έθνος, με την ελληνική γλώσσα, μ’ αυτά που συμβαίνουν. Το τραγούδι δεν βγαίνει μέσα από την τηλεόραση, βγαίνει εδώ που τρώμε, μιλάμε, συγχνωτιζόμαστε. Μέσα από τη συντροφικότητα. Τα προκάτ, σαν αυτά που ο Νίκος Μουρατίδης και κάτι άλλοι φτιάχνουν, είναι η καταστροφή του ελληνικού τραγουδιού και κρούω τον κώδωνα του κινδύνου στους νέους. Προσπαθούνε να μπλέξουνε τα τρόλεϊ με τα βόλεϊ δηλαδή, τον Βαμβακάρη και τον Τσιτσάνη με τον Πλούταρχο και τη Βανδή, τον Μητροπάνο με την Πέγκυ Ζήνα, τη Μαριώ με τη Βίσση: Ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει… Εγώ δεν το δέχομαι αυτό. Ποιός είναι ποιός και τι είναι τι; Άμα δεν έχεις ξεκάθαρο το παρμπρίζ, θα κουτουλήσεις στον τοίχο! Στη ζωή μου με σημάδεψαν η ινδική ταινία Μαγκάλα, το Ρόδο των Ινδιών, και το ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου. Αργότερα και άλλα πολλά. Αγαπημένα μου αποφθέγματα είναι τα «Ουκ εν τω πολλώ το ΕΥ» και «Ουδέν κακόν αμιγές καλού». Όλοι οι άνθρωποι στο βάθος θέλουνε να αγαπάν και να τους αγαπάνε. Επομένως όταν το κάνεις πράξη, αυτό είναι το γκολ!- Ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι ότι δεν θα προλάβουμε τα καλπάζοντα γεγονότα του πλανήτη. Εκτροχιαστήκαμε. Φαινόταν, παλαιόθεν. Κι όμως, πάμε προς τον καταρράκτη. Ο Θεός βοηθός. Συν Αθηνά και χείρα κίνει. Και μηδένα προ του τέλους μακάριζε. Ελπίζω να πούμε «τέλος καλό, όλα καλά». Και βέβαια, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Κλείνω με το πιστεύω μου ότι πριν φτωχύνουμε οικονομικά καταρρεύσαμε πολιτισμικά (εξού και μας κοιτούν από παντού τα μάτια της Τζούλιας σαν τα μάτια της… συνειδήσεώς μας). Και βέβαια η κρίση είναι συστημική, πλανητική, τελειωτική. Μανώλης Ρασούλης (*Αποσπάσματα από συνέντευξη του Μανώλη Ρασούλη στην Κρυσταλία Πατούλη για το περιοδικό Thessaloniki Confidential, Εκδόσεις Λυμπέρη, 2010, και από την απάντηση για το "Τί πρέπει να κάνουμε;" στο δημόσιο διάλογο του tvxs) --- O Μανώλης Ρασούλης, γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, σαν σήμερα, στις 28 Σεπτεμβρίου του 1945 και πέθανε στις 5 Μαρτίου του 2011. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου. Έγραψε ποιήματα, σενάρια και τραγουδούσε στη συνέχεια σε μπουάτ της Πλάκας ενώ εργάστηκε στην εφημερίδα της αριστεράς «Δημοκρατική Αλλαγή» και πήρε μέρος στους αγώνες του 114 όπως και στον Μάη του 68, και ήταν συνεκδότης της εφημερίδας «Σοσιαλιστική Αλλαγή». Πάντα πολιτικά «επαναστατημένος» εξέδωσε το περιοδικό «Αυγό», έγραψε τραγούδια που τραγουδά όλη η Ελλάδα, όπως και νουβέλες και διηγήματα. "Μ' έν' αμάν-αμάν στα χείλη πάω πίσω στα παλιά κι αν τυχόν γίνω ρεζίλι φταίν τα αισθηματικά Τι κι αν είσ' απ' τη Λιβύη, εργατάκι και φτωχό Πιάσ' το νταχτιρντί να γίνει πατιρντί κανονικό Πιάσ' το νταχτιρντί να γίνει πατιρντί κανονικό Με δυο ώπλες κι ένα άιντες, με ουίσκι και λοιπά θα πηδάμ' απ' τις βεράντες στου Ζαλόγγου τη μεριά Τι κι αν είσ' απ' τη Λιβύη, εργατάκι και φτωχό Πιάσ' το νταχτιρντί ταξίμι, να κομπλάρει ο Ανταμό Πιάσ' το νταχτιρντί να γίνει πατιρντί κανονικό Πες του Νιόνιου να κουρντίσει και του Γιώργου να τη βγει Ο Νικάκης να βρει λύση, κι ο Μανώλης να πιαστεί Τι κι αν είσ' απ' τη Λιβύη, εργατάκι και φτωχό Πιάσ' το νταχτιρντί να γίνει πατιρντί κανονικό Πιάσ' το νταχτιρντί να γίνει πατιρντί κανονικό" (Η Εκδίκηση της Γυφτιάς, Χαβαλεδιάρικο, στίχοι Μανώλης Ρασούλης)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου