Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2012

Μτφρ. Θ. Σαμαράς. Ας σκεφτούμε και με την εξής λογική ότι υπάρχουν πολλές ελπίδες να είναι αγαθό ο θάνατος: το να πεθαίνει κανείς είναι ένα από τα δύο· ή ισοδυναμεί με ανυπαρξία και ο νεκρός δεν αισθάνεται τίποτε ή, όπως λέγεται, είναι μία μεταβολή και μία μετοίκηση της ψυχής από εδώ σε άλλο τόπο. Και αν ο θάνατος είναι το να μην αισθάνεται κανείς τίποτε, δηλαδή κάτι σαν ύπνος στον οποίο αυτός που κοιμάται δε βλέπει κανένα όνειρο, τότε θα ήταν μεγάλο κέρδος. Γιατί εγώ νομίζω ότι, αν κάποιος έπρεπε να διαλέξει τη νύχτα στην οποία κοιμήθηκε έτσι ώστε να μη δει κανένα όνειρο και, αφού την αντιπαραθέσει στις άλλες νύχτες και τις μέρες της ζωής του, να σκεφθεί και να πει πόσες μέρες και νύχτες καλύτερες και πιο ευχάριστες από αυτή πέρασε στη ζωή του, νομίζω ότι όχι μόνο κάποιος απλός άνθρωπος αλλά και ο ίδιος ο Μεγάλος Βασιλιάς θα τις έβρισκε πολύ λίγες σε σχέση με τις άλλες μέρες και νύχτες. Αν λοιπόν τέτοιο πράγμα είναι ο θάνατος, εγώ λέω ότι είναι κέρδος, γιατί έτσι ολόκληρος ο χρόνος δε φαίνεται μεγαλύτερος από μία νύχτα. Αν πάλι ο θάνατος είναι κάτι σαν αποδημία από εδώ σε άλλο τόπο, και αν είναι αληθινά αυτά που λέγονται ότι εκεί βρίσκονται όλοι οι πεθαμένοι, ποιο μεγαλύτερο αγαθό θα μπορούσε να υπάρξει από αυτό, δικαστές; Αν κανείς ερχόμενος στον Άδη, έχοντας απαλλαγεί από αυτούς εδώ που λένε ότι είναι δικαστές, βρει τους αληθινούς δικαστές, αυτούς που λέγεται ότι δικάζουν εκεί, το Μίνω και το Ραδάμανθυ και τον Αιακό και τον Τριπτόλεμο και τους άλλους ημίθεους που έζησαν τη ζωή τους ως δίκαιοι άνθρωποι, θα ήταν κακή αυτή η αποδημία; Ή πάλι τι δε θα έδινε κανείς για να συναναστραφεί τον Ορφέα και το Μουσαίο και τον Ησίοδο και τον Όμηρο; Εγώ τουλάχιστον θέλω πολλές φορές να πεθάνω, αν αυτά είναι αληθινά. Γιατί για μένα βέβαια θα ήταν θαυμάσια η διαμονή εκεί· κάθε φορά που θα συναντούσα τον Παλαμήδη και τον Αίαντα, το γιο του Τελαμώνα, και όποιον άλλο από τους παλιούς ήρωες πέθανε εξαιτίας άδικης καταδίκης, θα αντιπαρέβαλα όσα έπαθα εγώ με όσα έπαθαν αυτοί ― όπως μου φαίνεται, καθόλου δυσάρεστο δε θα ήταν αυτό· και, το κυριότερο, θα περνούσα το χρόνο μου ρωτώντας και εξετάζοντας τους ανθρώπους εκεί, όπως έκανα και με τους ανθρώπους εδώ, ποιος από αυτούς είναι σοφός και ποιος νομίζει ότι είναι, αλλά δεν είναι. Και τι δε θα έδινε κανείς, δικαστές, για να κάνει ερωτήσεις σε αυτόν που οδήγησε τη μεγάλη στρατιά στην Τροία, τον Αγαμέμνονα, ή στον Οδυσσέα ή στο Σίσυφο ή σε χιλιάδες άλλους άνδρες και γυναίκες; Να συναναστραφεί και να συζητήσει μαζί τους και να τους ρωτήσει θα ήταν η υπέρτατη ευτυχία. Τουλάχιστον αυτοί που μένουν εκεί δε σκοτώνουν ανθρώπους για αυτόν το λόγο. Γιατί και ως προς τα άλλα είναι πολύ ευτυχέστεροι αυτοί που βρίσκονται στον κάτω κόσμο από αυτούς που βρίσκονται εδώ και έχουν ήδη κατακτήσει την αθανασία για το μέλλον, αν βέβαια αληθεύουν αυτά που λέγονται. Αλλά και εσείς πρέπει, δικαστές, να είστε πολύ αισιόδοξοι σε ό,τι αφορά το θάνατο και να σκέφτεστε ότι ένα πράγμα είναι αλήθεια, ότι δηλαδή κανένα κακό δεν μπορεί να βρει τον καλό άνθρωπο, ούτε όσο ζει ούτε όταν πεθάνει, και ότι οι θεοί νοιάζονται για αυτόν. Ούτε όλα αυτά που μου συνέβησαν έγιναν από μόνα τους, αλλά σε μένα είναι φανερό αυτό, ότι δηλαδή τώρα πια είναι καλύτερο για μένα να πεθάνω και να απαλλαγώ από τις έγνοιες. Για αυτό και το θεϊκό σημάδι δε με απέτρεψε καθόλου και για αυτό δεν αγανακτώ με αυτούς που ψήφισαν εναντίον μου και με τους κατηγόρους, παρόλο που δεν ήταν με αυτή την πρόθεση που ψήφισαν εναντίον μου και με κατηγόρησαν, αλλά νομίζοντας ότι με βλάπτουν. Για αυτό αξίζουν να τους κατηγορήσει κανείς. Όμως αυτό μόνο θα τους παρακαλέσω. Τους γιους μου, Αθηναίοι, όταν φτάσουν στην εφηβεία, τιμωρήστε τους στενοχωρώντας τους όπως ακριβώς σας στενοχωρούσα εγώ, αν σας φανεί πως φροντίζουν για χρήματα ή για οτιδήποτε άλλο παρά για την αρετή και αν νομίζουν ότι είναι κάτι σπουδαίο ενώ δεν είναι τίποτε· σε αυτή την περίπτωση να τους επιπλήττετε όπως σας επέπληττα εγώ, γιατί δε φροντίζουν για όσα πρέπει και νομίζουν ότι αξίζουν κάτι ενώ δεν αξίζουν τίποτε. Αν τα κάνετε αυτά, δίκαια θα έχετε φερθεί και σε μένα τον ίδιο και στους γιους μου. Αλλά έφτασε πια η ώρα να πηγαίνουμε, εγώ για να πεθάνω και εσείς για να ζήσετε. Ποιος από τους δύο μας πηγαίνει σε καλύτερη μοίρα δεν το ξέρει κανείς άλλος παρά μόνο ο θεός. ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου