Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

ΑΝΕΒΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΝΗΦΟΡΟ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑ
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
«Το εύκολο είναι να πεθάνεις, το δύσκολο είναι να ζεις και να αντιστέκεσαι.» Μ.Δ
«Πρώτα νικάς και μετά πολεμάς» Ιάπωνες Σαμουράι.»

Ήταν τέλος του 1970. Η δικτατορία στην Ελλάδα συνέχιζε να καταπιέζει τους Έλληνες πολίτες. Τα έκτακτα στρατοδικεία δίκαζαν τους αντιφρονούντες ,και τους έστελναν στις φυλακές. Οι αριστεροί εξακολουθούσαν να ζουν εξόριστοι στην Γυάρο, ένα ξερονήσι του Αιγαίου , χωρίς ακτοπλοϊκή συγκοινωνία. Σε αυτό το κλίμα της πολιτικής ανελευθερίας των βασανιστηρίων στο ΕΑΤ ΕΣΑ, και της πνευματικής ξηρασίας, υπηρέτησε ο Μάνθος την στρατιωτική του θητεία. Όταν πήρε στο χέρι το απολυτήριο ανέπνευσε με ανακούφιση. Ήταν ελεύθερος έπειτα από 27 μήνες στρατιωτικής θητείας. Η θητεία του οπλίτη υποχρεωτικής υπηρεσίας, τότε ήταν μια φυλακή. Τα καψόνια όπως η ερωτική εξομολόγηση στην λάμπα , οι ατελείωτες μεταβολές μέχρι τελικής πτώσεως, η εξοντωτική γυμναστική, η υποχρέωση για τυφλή πειθαρχία ακόμη και από τον συνήθως βιλάνο δεκανέα , η απειλή φυλάκισης για το παραμικρό παράπτωμα, η άθλια σίτιση, οι θάλαμοι ύπνου για εκατό άτομα, η Ε.Η.Δ {εθνική ηθική διαπαιδαγώγηση}
από στρατιωτικούς, για να περάσουν την προπαγάνδα της δικτατορίας, δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα φόβου και απελπισίας. Ο Μάνθος ήταν νέος μόλις είκοσι δύο χρόνων, και επιτέλους ελεύθερος. «Ελεύθερος»; Με δικτατορία; Τρόπος του λέγειν ελεύθερος. Όλη η Ελλάδα ήταν τότε μια φυλακή. Επιτέλους όμως ήταν τελειωμένος από στρατιωτική υπηρεσία. Άνοιξε το λευκό χαρτί που του έδωσε το τάγμα του
ως απολυτήριο. Στο σημείο της διαγωγής, είχαν γράψει¨ «διαγωγή μετρία». Αλλά και πριν την δικτατορία, τα πολιτικά πράγματα δεν ήταν καθόλου ρόδινα. Η πολιτική τάξη που κυβερνούσε είχε χωρίσει τους Έλληνες σε αριστερούς, και «εθνικόφρονες». Οι νικητές του εμφυλίου πολέμου, του 1946-49 θεωρούσαν τους νικημένους «μιάσματα και προδότες» διότι πάντα ο νικητής γράφει την ιστορία. Ο Μάνθος κατήγετο από αριστερή οικογένεια. Ο ίδιος ακολούθησε την παράδοση, διότι θαύμαζε τον πατέρα του , και τον θείο του τον Αντώνη, που ήταν στο πλευρό του ΕΑΜ στην Γερμανική κατοχή. Μόλις είδε ο Μάνθος την διαγωγή που του έβαλε το καθεστώς, σκέφτηκε ότι ήταν τιμή του, που δεν είχε σκύψει το κεφάλι στους χουντικούς.
Κατά την διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας στην Βόρειο Ελλάδα,
ένας στρατιώτης αυτοπυροβολήθηκε στην σκοπιά του, και τερμάτισε την ζωή του. Ο Μάνθος τον γνώριζε γιατί ήταν στρατιώτης του λόχου του, και όταν το έμαθε μελαγχόλησε. «Το εύκολο είναι να πεθάνεις το δύσκολο είναι να ζεις και να αντιστέκεσαι» σκέφθηκε. Η ζωή είναι ένας διαρκής αγώνας για την επιβίωση. Τα προβλήματα της ζωής δεν λύνονται με την «αναχώρηση», αλλά με το ξέπλεγμα του κουβαριού της ψυχής, και το ξεκαθάρισμα του μυαλού. Τώρα που ο Μάνθος απολύθηκε από το στρατό έπρεπε να βρει δουλειά να τακτοποιήσει την ζωή του. Δεν είχε πατέρα γιατί είχε πεθάνει από τα δεκατέσσερα του χρόνια. Από την ημέρα εκείνη η μητέρα του ασθένησε από μελαγχολία και έμενε συνεχώς κλεισμένη στο σπίτι. Κανείς από τα 7 ακόμη αδέλφια του , δεν ζούσε στην γενέθλια πόλη τους το Ρέθυμνο. Είχαν μεταναστεύσει σε πλουσιότερες Ευρωπαϊκές χώρες, και στην Αυστραλία. Δύο πράγματα απασχολούσαν τότε τον Μάνθο. Η εξεύρεση εργασίας ,και η σύναψη σχέσης με κοπέλα. Διάβολε ήταν 22 και ακόμη δεν είχε κάνει ερωτικό δεσμό. Η ερωτική επαφή με τις ελεύθερες γυναίκες του κάστρου επί πληρωμή, όσες φορές κι αν είχε πάει δεν τον συγκινούσαν. Δεν είχε όμως καιρό να σκεφθεί για έρωτες. Προτεραιότητα είχε το επάγγελμα, η επιβίωση. Ευτυχώς που η οικογένεια του είχε ένα ισόγειο σπίτι έστω με δύο δωμάτια και το λουτρό έξω στην αυλή. Γλύτωνε το ενοίκιο γιατί μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, ήταν ένας βραχνάς. Η καταγωγή της οικογένειας του Μάνθου ήταν από ένα ορεινό χωριό της Κρήτης. Η φτώχεια του χωριού στα όρια της εξαθλίωσης, ανάγκασε την οικογένεια του να έλθει στην πόλη, ελπίζοντας σε καλύτερες ημέρες. Στην πόλη η ζωή ήταν πιο δύσκολη από το χωριό. Στο χωριό έχεις το χωράφι σου το οποίο καλλιεργείς με λαχανικά και όσπρια. Έχεις τα δικά σου λιόδεντρα και παράγεις το φρέσκο και εκλεκτό ελαιόλαδο για να κερδίζεις τουλάχιστον το πιάτο της ημέρας. Στην πόλη δεν είσαι τίποτα γιατί δεν έχεις τίποτα. Κανείς δεν σου δίνει να φας αν δεν πληρώσεις. Το γνώριζε αυτό ο Μάνθος γιατί εργαζόταν από τότε που τέλειωσε το δημοτικό σχολείο. Ήταν σκληρή η ζωή για τους φτωχούς μετά τον πόλεμο στην Κρήτη. Ο Μάνθος είχε δουλέψει σε πολλές δουλειές. Φορτοεκφορτωτής, εργάτης σε οικοδομές, σερβιτόρος σε εστιατόριο, εργάτης στην λαχαναγορά. Από όλη αυτή τη σκληρή ζωή
είχε ένα κομπόδεμα για να μην αισθάνεται ανασφάλεια. Σε όλη την στρατιωτική του θητεία ξόδευε από λίγα προσπαθώντας να διατηρήσει το μικρό του κεφάλαιο. Όταν ζήτησε την κανονική του άδεια από την μονάδα του την πήρε ολόκληρη, {ένα μήνα τον οποίο δικαιούτο}, και στρώθηκε στην δουλειά. Τα χρήματα που έβγαλε δεν τα ξόδεψε όλα. Τα κατάθεσε στον τραπεζικό του λογαριασμό. Ονειρευόταν να ασχοληθεί με το εμπόριο. Ήθελε να ξεφύγει από την σκληρή ζωή και το μεροκάματο.Παράλληλα με τα όνειρα του, για το επαγγελματικό του μέλλον ενδιαφερόταν και για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Η δικτατορία διύνηε τον τρίτο χρόνο της , και παρά τις επί μέρους αντιστασιακές ενέργειες φαινόταν ακλόνητη. Η παρέα του Μάνθου ήταν παιδιά τα οποία είχε γνωρίσει στην Αριστερή νεολαία "Λαμπράκη". Ήταν νέοι από εργατικές οικογένειες με λίγες σχολικές γνώσεις που διάβαζαν όμως ασταμάτητα για να βελτιώσουν το πνευματικό τους επίπεδο.Αρκετές φορές είχαν παρατηρήσει ότι τους παρακολουθούσε ένας αστυνομικός με πολιτικά του τοπικού τμήματος ασφαλείας. Παρά το ασφυκτικό πολιτικό πλαίσιο σχεδίαζαν ενταχθούν σε αντιστασιακή οργάνωση της εποχής, και να παλέψουν ενάντια στην καταπίεση της στρατιωτικής χούντας.

Κάποια ημέρα σένα καφενείο που καθόταν και απολάμβανε τον καφέ του,ο Μάνθος γνώρισε ένα ηλικιωμένο άνδρα. Είχε μάθει ότι πρόσφατα είχε βγει στην σύνταξη και πουλούσε το ελαιοτριβείο του στους Αρμένους Ρεθύμνου. Συμφώνησαν να το αγοράσει ο Μάνθος εφόσον θα τον βοηθούσε στην αρχή ο παλιός ιδιοκτήτης για να αποκτήσει εμπειρία.

Ο Μάνθος ζήτησε ένα δάνειο από την τράπεζα και αγόρασε καινούργια σύγχρονα μηχανήματα. Βρήκε πελάτες στην Γαλλία τυποποίησε το λάδι και άρχισε να το εξάγει. Οι δουλειές του ξεκίνησαν με καλές προοπτικές. Ένα βράδυ σε κάποια παρέα του γνώρισε την Ρηνούλα.

Άρχισαν να βγαίνουν μαζί. Διαπίστωσαν ότι είχαν πολλά κοινά και μετά έξη μήνες παντρεύτηκαν. Δεν πέρασε ούτε χρόνος όταν ήρθε το πρώτο παιδί τους, ένα ζωηρό αγοράκι το οποίο σφράγισε την ευτυχία τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου