Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

ΔΙΗΓΗΜΑ
ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΣΕΝΤΟΝΙ
ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
"Πρεσβύτερος υιός πολυτέκνου."Έτσι έγραφε το χαρτί και τον απάλλαξαν από το στρατιωτικό του.Πλήρωσε βέβαια το κάτι τις στο κράτος οι εικοσιενάχρονος Κ. από το υστέρημα του. Ο Κ. γεννήθηκε λίγα χρόνια πριν την κατοχή. Θυμάται ως παιδί τους Γερμανούς στρατιώτες όπου έντρομος κοίταζε που μάζευαν τους άνδρες στο χωριό του τον Καλλικράτη και τους μετέφεραν στην εκκλησία.Θα τους θέριζαν όλους ως αντίποινα για την δολοφονία 2 στρατιωτών και θα έκαιγαν το χωριό.Μάλιστα η θεία του η Λενιώ έλεγε πως ένας γέρος φοβιτσιάρης ντύθηκε γυναικεία και λούπωξε μαζί με τις ηλικιωμένες γυναίκες και την γλύτωσε. Τους άνδρες του χωριού οι άθλιοι στρατιωτικοί Γερμανοί, αλύπητα τους έβαλαν και έσκαψαν τους λάκκους τους και μετά τους εκτέλεσαν. Ώστε να πέσουν μέσα, σαν να ήταν κοτόπουλα για σφαγή.Στην περίοδο της κατοχής υπέφερε ο λαός κυρίως στις πόλεις και στην Αθήνα, από πολύ πείνα και δυστυχία.Ο Κ. ζούσε με τους δικούς του στο χωριό και ψιλοβολευόταν η κατάσταση. Με χόρτα του βουνού και με κανένα όσπριο που έσπερνε ο πατέρας στο μικρό τους χωράφι, με κοτόπουλο στην χάση και στην φέξη ή κουνέλι..Πάντως του έμεινε ως ένσημο στο ατομικό του βιβλιάριο ασφάλισης, "το σύνδρομο της κατοχής" όπως ονομάστηκε αργότερα από τους ψυχολόγους η στέρηση και η πείνα,όπως βεβαίως και των άλλων ανθρώπων της γενιάς του.
Μετά τον πόλεμο, πολύ αργότερα, οι γονείς του ήταν από τους πρώτους μετανάστες που έφυγαν από το χωριό για "καλύτερη ζωή" και πήγαν στο Ηράκλειο.Εκεί εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Θερίσου, μία ακραία ημιαγροτική συνοικία της πόλεως.
Στο ισόγειο μικρό σπιτάκι που αγόρασαν με κεραμοσκεπή, στριμώχτηκαν οχτώ άτομα ο ένας πάνω στον άλλο, και η γιαγιά Κατερίνα.Το αποχωρητήριο ήταν έξω στην αυλή. Δίπλα στο καλύβι υπήρχε κι ένας κηπάκος ίσα ίσα για να σπέρνουν κανένα κηπευτικό για την οικογένεια.Για να μην το αγοράζουν με το "δευτέρι" από τον γειτονικό μπακάλη.Όσα παιδιά είχαν τελειώσει το δημοτικό βγήκαν στην δουλειά. Τα αγόρια στους δρόμους ως μικροπωλητές, οι κοπέλες δούλευαν το χειμώνα μαζώχτρες στους κοντινούς ελαιώνες.
Ο πατέρας ήταν φιλάσθενος και δεν πολυδούλευε. Ο μικρός του γιος, τον θυμόταν που πήγαινε στο ΚΤΕΛ και αγόραζε από τους χωρικούς κοτόπουλα όπου τα μεταπουλούσε καθήμενος σε κεντρικά πεζοδρόμια.
Ο μεγάλος γιος ο Κ. δούλεψε ως εργάτης οικοδομών.Ερχόταν με πληγές στους ώμους από το φόρτωμα του τενεκέ με τον σουβά και βλαστημούσε θεούς και δαίμονες παρά τον ήρεμο χαρακτήρα του.
Η μάνα του τον λυπόταν που τον έβλεπε ξεθεωμένο από την κούραση, διότι του είχε ιδιαίτερη αδυναμία.Η μάνα ήταν δυναμικός χαρακτήρας και εξουσιομανής και εκείνος ήπιος και τον έκανε ότι ήθελε.Όπως ήταν το έθιμο της εποχής επειδή ο Κ. ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία άνδρας της οικογένειας μετά τον γεννήτορα, είχε χρισθεί από τους γονείς,ως προστάτης της οικογένειας.Δεν μπορούσε να κάνει δική του οικογένεια αν δεν έφευγαν από την μέση τα φυσικά "εμπόδια" στο όνομα των κοριτσιών που έπρεπε να παντρευτούν και μάλιστα με την αναγκαία προίκα. Αρκετές παλαιές ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες περιγράφουν το ήθος εκείνης της εποχής.Στην κεντρική λαχαναγορά του Ηρακλείου ένας ξάδελφος του πατέρα του είχε στην ιδιοκτησία του ένα εμπορομανάβικο χονδρικής πωλήσεως.Τον παρακάλεσε ο πατέρας,και τον προσέλαβε στην δούλεψη του.Δεν ήταν κι αυτή ξεκούραστη δουλειά, γιατί νυχθημερόν φόρτωνε και ξεφόρτωνε τελάρα με φρούτα και λαχανικά. Μα τι να κάνει;
Αδελφές είχε να παντρέψει και να βοηθήσει την πολυμελή πατρική οικογένεια του και τον φιλάσθενο πατέρα του.
Κάποτε τα "βάρη" έφυγαν από τις αδύναμες μα υπομονετικές με ιώβειο υπομονή και αλληλεγγύη πλάτες του Κ. Οι αδελφές του "εξαφανίστηκαν" από το σπιτικό τους η μία μετά την άλλη.Σε Καναδά, σε Αθήνα, σε Θεσσαλονίκη, και Αυστραλία.Όλες παντρεύτηκαν με προξενιό και ανταλλαγή επιστολών και φωτογραφιών, γιατί τα ήθη ήταν αυστηρά και δεν γινόταν αλλιώς. Οι κοπέλες που είχαν φίλο στις μικρές ιδίως κοινωνίες ήταν δαχτυλοδεικτούμενες ως "πουτάνες."
Ήρθε η σειρά του Κ. πλέον να παντρευτεί κι αυτός με προξενιό .Ήδη μουρμούριζε στην μάνα του ότι ήταν μεγάλος εξ αιτίας τους.Η νύφη βρέθηκε. Ο λόγος δόθηκε. Ακολούθησαν τα δακτυλίδια οι αρραβώνες, και όλα τα διαδικαστικά που ορίζει το έθιμο.Προηγουμένως βεβαίως είχε συζητηθεί και το ζήτημα της προίκας με τους οικείους της κοπέλας.Η μάνα πάλι σαν κέρβερος των οικονομικών του υιού της του λέει."Πρόσεξε Κ. Να μην σε γελάσουν οι συμπέθεροι." Γιατί πολλές φορές τάσσουν προίκες και δεν τις δίνουν." "Και να μην ξεχάσει η νύφη και το λευκό σεντόνι μετά τον γάμο."" Να το κρεμάσει στην απλώστρα να φαίνονται τα αίματα." "Αλλιώς φοβάμαι τι θα πουν οι γείτονες μας."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου