Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2010

ΔΙΗΓΗΜΑ
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
Ο ΑΡΧΙΜΑΣΤΟΡΑΣ ΤΟΥ «ΠΡΟΦΙΤΕΡΟΛ»
Το Γιωργάκη ήταν ένα πολύ καλό παιδί, αλλά φτωχάκι και δεν είχε την δυνατότητα ο πατέρας του να το στείλει να μάθει γράμματα. Ο Σήφης Καλλίγερος ο πατέρας του , μόλις το Γιωργάκη τέλειωσε το δημοτικό , θέλησε να το στείλει κάπου να μάθει κάποια τέχνη. Όταν ο λαός έλεγε τέχνη δεν εννοούσε ο Σήφης βέβαια να στείλει το φτωχό παιδάκι του, στην σχολή καλών τεχνών στην πρωτεύουσα . Η επιθυμία του εργάτη οικοδομών πατέρα του, ήταν να πάρει ο μικρός κάποια εφόδια , για να αντιμετωπίσει την ζωή όταν μεγαλώσει. Δεν ήθελε γιατί το λυπόταν το παιδί του, να το παίρνει μαζί του στις οικοδομές. Ήταν σκληρή δουλειά και δεν το πήγαινε η ψυχή του, να βάλει το Γιωργάκη να ανακατεύει από τώρα την λάσπη με το φτυάρι και την τσάπα, και να κουβαλάει στον ώμο τον τενεκέ με την λάσπη για το σοβάντισμα, ή το τσιμέντο για τα το ρίξιμο της πλάκας. Ρώτησε την γνώμη του ξαδέρφου του, Βασίλη κι αυτός τον έστειλε στο ζαχαροπλαστείο «προφιτερόλ» όπου βρισκόταν στο κέντρο της πόλης. Με τον ιδιοκτήτη του, τον κο Σταύρο ήταν μαζί στρατιώτες, και έκτοτε διατηρούσαν αγαθές σχέσεις. Ο Σήφης έπιασε από το χέρι το Γιωργάκη και πήγαν μαζί στο ζαχαροπλαστείο του κυρ Σταύρου. Το ζαχαροπλαστείο «προφιτερόλ» είχε όνομα, και δούλευε αδιάκοπα είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο. Απασχολούσε αρκετά άτομα στο εργαστήριο, καθώς και πολλούς σερβιτόρους στην εξυπηρέτηση πελατών. Είχε και έξω πελατεία γιατί έκανε και χονδρική πώληση. Το Γιωργάκη βρήκε φιλικό περιβάλλον στο εργαστήριο, γιατί ήταν ο μικρότερος βοηθός, και ήταν ευχαριστημένος. Κάποιες στιγμές αναζητούσε όμως, την ανέμελη ζωή και το παιχνίδι με τους φίλους του, στην γειτονιά των «αγγέλων» και τα μάτια του δάκρυζαν. Ήταν τόσο κοντά η σχολική του ηλικία ,θυμόταν τους συμμαθητές του, τις σκανδαλιές στην τάξη και στο διάλειμμα, καθώς και τα παιχνίδια που έπαιζε με τους φίλους του στην χωμάτινη αλάνα της γειτονιάς του. Από μικρό παιδί όμως είχε συνειδητοποιήσει ότι έπρεπε να δουλέψει για να βοηθήσει και την οικογένεια του. Άλλος δρόμος δεν υπήρχε παρά αυτός της σκληρής βιοπάλης για να κερδίσει τη ζωή του. Στο Γιωργάκη άρεσε να διαβάζει τις ελεύθερες ώρες του, που δεν ήταν και πολλές γιατί κουραζόταν και το έπαιρνε ο ύπνος στο κρεβάτι του. Αγαπούσε βιβλία όπως αυτά που είχε γράψει ο Ιούλιος Βερν, και ο Κάρολος Ντίκενς , σε «κλασικά εικονογραφημένα», το παιδικό περιοδικό «Ο Μικρός Ήρως» με παιδικές περιπέτειες των παιδιών της Γερμανικής κατοχής. Του άρεσαν επίσης εξαιρετικά τα αστυνομικά μυθιστορήματα με πρωταγωνιστές τον Σάϊμον Τέμπλαρ «ο άγιος», τον Σέρλοκ Χόλμς, τον Ηρακλή Πουαρό, τον επιθεωρητή Μαιγκρέ, όπως επίσης του άρεσαν και «οι περιπέτειες του Ζορρό». Με το διάβασμα ξέφευγε η φαντασία του από την σκληρή πραγματικότητα και ζούσε τις περιπέτειες των ηρώων. «Όταν μεγαλώσω θα αγοράσω κι εγώ ένα μαύρο καμαρωτό άλογο και με το μαστίγιο θα τιμωρώ τους κακούς.»Τι άλλο θα κάνεις Γιωργάκη όταν μεγαλώσεις; «Θα αγοράσω ένα ακριβό κόκκινο αυτοκίνητο , θα γίνω και πιλότος σε αεροπλάνο αλλά και θα παντρευτώ και τη Καιτούλα. Η Καίτη ήταν σερβιτόρα στο ζαχαροπλαστείο «Προφιτερόλ», ήταν ένα πανέμορφο κορίτσι και πείραζε το Γιωργάκη, ότι όταν αυτός μεγαλώσει θα τον παντρευόταν. Σε ήρεμα νερά κυλούσε η ζωή του φτωχού Γιωργάκη ώσπου τον βρήκε το κακό από εκεί όπου δεν μπορούσε ποτέ να το υποψιαστεί. Ο αρχιζαχαροπλάστης ο Μαθιός άφησε τους άλλους να σχολάσουν και κράτησε λίγο παραπάνω το Γιωργάκη. Του πρότεινε να πάνε παρέα το βράδυ σινεμά. Το Γιωργάκη παραξενεύτηκε από τη πρόταση , ο Μαθιός του έπιασε το χέρι . Το Γιωργάκη γύρισε να κοιτάξει και βλέπει το μόριο του αρχιμάστορα να το ακουμπάει στο χεράκι του. Τότε ο μικρός τάχασε, τρομοκρατήθηκε, και φοβήθηκε το έπιασε πανικός. Ο Μαθιός του ζήτησε συγνώμη και του είπε να μη το μαρτυρήσει στο αφεντικό. Ο Γιώργος έφυγε αναστατωμένος από τη δουλειά , και πήγε συνοφρυωμένος και κακόκεφος στο σπίτι αλλά δεν είπε σε κανένα τίποτα. Τον ρώτησε η μητέρα του τι έχει και της απάντησε ότι είχε δουλέψει παραπάνω και είχε κουραστεί. Την επομένη πήγε στη δουλειά κανονικά και η ζωή συνεχίστηκε, σαν να μην συνέβη τίποτα. Όμως η ψυχή του μικρού Γιώργου είχε τραυματιστεί ανεπανόρθωτα. Δεν πέρασαν πάνω από δέκα ημέρες όταν το Γιωργάκη σκόλασε πάλι τελευταίο . Πριν φύγει για το σπίτι μπήκε στην τουαλέτα να αλλάξει ρούχα και να πλυθεί .Ο αρχιμάστορας Μαθιός του οποίου δεν του είχε φύγει το χούϊ, το πλησίασε και άρχισε να το χαϊδεύει . Αυτή τη φορά το Γιωργάκη ήταν προετοιμασμένο. Είχε κρύψει στο λουτρό ένα μεγάλο χασαπομάχαιρο, το οποίο σκότωνε και βόδι. Άρχισε να χτυπάει με μανία και λύσσα τον αρχιμάστορα Μαθιό, μέχρι που τον άφησε αιμόφυρτο στο πάτωμα. Ζαλισμένο το Γιωργάκη δεν κατάλαβε πως βρέθηκε στο αστυνομικό τμήμα.
Επειδή ήταν ανήλικο παιδί ακόμη άγουρο κι άτυχο, έμεινε πέντε χρόνια στο αναμορφωτήριο ανηλίκων Χαλκίδας,
Το Γιωργάκη ήταν από καλή πάστα ζυμωμένο από ταπεινούς ανθρώπους που το αγαπούσαν και δομήθηκε η προσωπικότητα του με τα καλύτερα υλικά. Στο αναμορφωτήριο τέλειωσε το γυμνάσιο. Δεν έγινε \κάποιος"καθηγητής του εγκλήματος" στο αναμορφωτήριο όπως άλλα παιδιά της ηλικίας του. Όταν βγήκε από το ίδρυμα, έζησε στην Αθήνα όπου δούλεψε σκληρά.
Κάποτε όταν είχε πια λησμονηθεί το συμβάν, ο Γιώργος ώριμος και με κεφάλαιο στην άκρη αγόρασε το ζαχαροπλαστείο «Προφιτερόλ» λόγω συνταξιοδοτήσεως του ιδιοκτήτη του. Συνέχισε την ζωή του παντρεύτηκε, δημιούργησε οικογένεια με παιδιά και εγγόνια. Όταν σε στιγμές μοναξιάς, οι σκιές ερχόταν να του χαλάσουν την ηρεμία της, ξόρκιζε όσο πιο μακριά μπορούσε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου