Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

ΕΦΗΒΙΚΑ ΟΝΕΙΡΑ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑ
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
Όταν ήμουν μικρός ζούσα σε μια γειτονιά, με χαμηλά φτωχικά σπιτάκια. Οι άνθρωποι τότε ήταν φτωχοί και χωρίς απαιτήσεις. Αν είχαν κάποιο οικόπεδο αγόραζαν τσιμεντόλιθους, και σε μια νύχτα σκάρωναν ένα αυθαίρετο, με την βοήθεια και χωρίς αμοιβή εννοείτε, φίλων και συγγενών. Οι άνθρωποι του λαού, εκείνη την εποχή είχαν μια ζεστασιά μέσα τους ,και στεκόταν ο ένας δίπλα στον άλλο. Ίσως η κοινή τους μοίρα να τους έκανε συνειδητά ή ασυνείδητα, να είναι περισσότερο αδελφωμένοι. Δεν είναι όπως σήμερα που κυριαρχεί το εγώ, ο ατομισμός, κι ο ανταγωνισμός, και προσπαθεί ο ένας να βγάλει το μάτι του διπλανού του.{homo hominy lupus} Σένα σπιτάκι με ένα δωμάτιο και κουζίνα ,-τι κουζίνα δηλαδή δύο τετραγωνικά μέτρα ήτανε- , με σκεπή από λαμαρίνες, που της τράνταζε ο αέρας όταν φυσούσε δυνατά, κατοικούσε με ενοίκιο ο Ζάχος. Η καταγωγή του ήταν από την Βόρειο Ελλάδα και κανείς δεν γνώριζε πως κατέληξε στα Χανιά. Ήταν μόνος και έρημος στη ζωή σαν την καλαμιά στον κάμπο. Στην γειτονιά ψιθύριζαν ότι αγαπούσε μια κοπέλα , η οποία προτίμησε έναν αγαπημένο του φίλο. Ο Ζάχος το πήρε κατάκαρδα και φέρθηκε στον εαυτόν του, σαν μικρό ευαίσθητο πλασματάκι . Ό νέος ήταν εκτός εποχής, η οποία ήθελε τον άνδρα σκληρό, σαν ατσάλι να μην κλαίει ποτέ. Κι ας διαφωνεί το λαϊκό τραγούδι που στιχουργεί ομολογώντας την ροπή για δάκρυα, του ανδρικού φύλου ¨ «Κι όμως κυρίες μου και οι άνδρες κλαίνε». Πήγε λοιπόν να τερματίσει τον βίο του, πέφτοντας από ένα βράχο. Τον έσωσε ένας βοσκός, αλλά του έμεινε μια χωλότητα στο αριστερό του πόδι. Σταθερή δουλειά δεν είχε. Ζούσε από τις υπηρεσίες που προσέφερε σε εύπορες οικογένειες. Τον θυμάμαι να κρατάει συνεχώς πάνω του και να διαβάζει μια μέθοδο άνευ διδασκάλου της Ισπανικής γλώσσας. Το όνομα μου είναι Γιάννης, αλλά αυτός με φώναζε Χουάν, ή Χουανίτο. Εκείνη την εποχή είχε έρθει στην γειτονιά ο Αντώνης με την οικογένεια του, ένα παιδί συνομήλικο μου. Γνωριστήκαμε γίναμε φίλοι και κάναμε παρέα. Κάποια ημέρα πηγαίναμε μαζί στο δημοτικό σχολείο της περιοχής.Μιλούσαμε για τα μαθήματα, για το σχολείο που έσταζε νερό τον χειμώνα και τουρτουρίζαμε από το κρύο, και για την ταλαιπωρία της δασκάλας μας να παραδίδει μαθήματα σε 72 μαθητές που ήσαν στην τάξη μας. Εκείνη την στιγμή συναντούμε στον δρόμο τον κυρ Ζάχο. Μας καλημερίζει με ευγένεια και συνεχίζει τον δρόμο του. Ο Ζάχος στα παιδικά μου μάτια, μου φαινόταν ένας παράξενος τύπος. Ούτε ο φίλος μου τον γνώριζε καθόλου, γιατί ήταν καινούργιος στην γειτονιά. Με ρώτησε ο Αντώνης . «Τι ρόλο παίζει αυτός που μας χαιρέτησε»; «Να σου πω, του απάντησα με περίσσια παιδική αφέλεια». «Ούτε τρελός τρελός δεν είναι , ούτε εγώ όμως, ξέρω τι είναι». Είχα την παιδική αφέλεια να απαντήσω στον Αντώνη δυνατά, και ο προπορευόμενος Ζάχος με άκουσε.
Γυρίζει προς το μέρος μου και μου λέει¨ «Δεν πειράζει Γιάννη . «Ότι είμαι, είμαι για τον εαυτόν μου». Κοκκίνισα από την ντροπή μου που τον προσέβαλα άθελα μου, και έβαλα την κεφαλήν μου κάτω. Τι μου έκανε ο άγιος εκείνος άνθρωπος να μιλήσω για αυτόν, με αυτόν τον τρόπο; Φαίνεται ότι από μικρά παιδιά, δεν μας έχουν μάθει να αποδεχόμεθα τον λίγο διαφορετικό από εμάς. Σήμερα που σας διηγούμε την ιστορία θυμήθηκα το γνωστό ανέκδοτο. «Εγώ δεν είμαι ρατσιστής. Φταις εσύ που είσαι μαύρος».Την εποχή εκείνη τελειώναμε το δημοτικό σχολείο, γύρω στα δεκαπέντε παιδιά μαζί, τα οποία ζούσαμε στην ίδια γειτονιά.Ήταν καλοκαίρι του 1960. Κανένας από τους συμμαθητές μου δεν σπούδασε εκτός του δημοτικού.Την εποχή εκείνη η υποχρεωτική εκπαίδευη ήταν εξαετή και όχι εννιαετή. Είμαστε παιδιά φτωχών πολυμελών οικογενειών αγροτών και εργατών. Τότε τα παιδιά μάθαιναν τέχνες. Υδραυλικός, οικοδόμος, μπογιατζής, ξυλουργός, κ.λ.π Μερικά παιδιά δούλευαν σε καφενεία, ή ταβέρνες σαν βοηθοί σερβιτόρων ,κι άλλα έβγαιναν στον δρόμο ως πλανόδιοι μικροπωλητές. «Καμία δουλειά δεν είναι ντροπή», έλεγαν οι γονείς μας, κι ορισμένοι περισσότερο μοιρολάτρες, ψιθύριζαν¨ «όπου φτωχός και η μοίρα του». Δύο από τα παιδιά της γειτονιάς μας, ξεχώρισαν από τους άλλους. Ο Κώστας πήγε στην τεχνική σχολή «Ο Δαίδαλος», κι έμαθε την τέχνη του ηλεκτρολόγου, και ο Αριστείδης σπούδασε στο εκκλησιαστικό λύκειο Χανίων. Όταν συναντούσαμε στην γειτονιά τον Αριστείδη , που τον φωνάζαμε και Άρη του κάναμε καζούρα. «Όταν με το καλό γίνεις Παπάς, πως θα σε φωνάζουν Άρη μου»; Τον ρωτούσε δήθεν έκπληκτος ο Χρήστος. “Παπάρι, παπάρι”, απαντούσε η παρέα εν χορώ γελώντας δυνατά. Θα ήμαστε γύρω στα δέκα πέντε με δέκα έξη χρονών έφηβοι, όταν με παρακίνησε ο Αντώνης να οδεύσουμε προς την οδό Μίνωος. Στον δρόμο αυτό κοντά στην Ανατολική ενετική τάφρο της πόλης, ήταν τα σπίτια με τα κόκκινα φανάρια.
Ο φίλος μου βιαζόταν να απολέσει την ανδρική του παρθενία ,δηλαδή να δοκιμάσει τον ανδρισμό του. Να εισέλθει βιαστικά, στην κατηγορία των μεγάλων, από την εφηβική ηλικία. «Αντώνη του λέω». Σαν ευαίσθητο παιδί που ήμουν . «Θέλω να ερωτευτώ». «Δεν μπορώ τώρα να πέσω έτσι ξεκάρφωτα πάνω σε γυναίκα επί πληρωμή». «Είσαι πολύ ρομαντικός μου λέει ο φίλος μου». «Πάμε μέσα τώρα, και έχουμε καιρό αργότερα και για έρωτες». «Μια ζωή έχουμε μπροστά μας διάβολε». Μπήκαμε μέσα στο σπίτι. Καθίσαμε σένα μικρό σαλονάκι. Κοίταξα γύρω μου. Στο σαλονάκι καθόταν άνδρες κάθε ηλικίας και περίμεναν τη σειρά τους. Βγαίνει έξω μια ισχνή χλωμή κοπέλα, με μια φθηνή ρόμπα και πολύ κραγιόν στα χείλη, γύρω στα τριάντα και κάνει νόημα σένα μελαχρινό πελάτη της να εισέλθει μέσα. Τελικά εγώ τραβήχτηκα δειλιάζοντας, και δεν θέλησα να προβώ σε επίσκεψη εκείνη την ώρα. Ο Αντώνης πιο τολμηρός εισέρχεται στο δωμάτιο ορμητικά. Όταν φύγαμε από το “κόκκινο σπίτι» όμως είχε σκυμμένο κεφάλι. Το βλέμμα του ήταν λίγο μελαγχολικό. Καταλάβαινες ότι δεν τον ικανοποίησε η πρώτη εμπειρία του. Τον ρώτησα αστειευόμενος πως του φάνηκε η τύχη του πρωτάρη , και μου απάντησε.¨ “Καλύτερα παιδί μου να…δέκα μαλ… παρά με πουτ… Το παιδί από την παρέα ο Άρης, που σπούδασε στο εκκλησιαστικό λύκειο, δεν έγινε παπάς. Έφυγε στο Σίδνεϋ, στην Αυστραλία, μαζί με την αδελφή του την Μαριώ . Μάθαμε ότι κληρονόμησε από ένα άτεκνο θείο του μια αλυσίδα Σούπερ Μάρκετς και πολύ ρευστό σε τραπεζικές καταθέσεις. Άμα είναι κανείς τυχερός κάθεται, και ο τροχός της τύχης του γυρίζει. Τότε στην παρέα μας εισήλθε , ο Μιχάλης. Έφερε και την αδελφή του, την Μυρτώ. Η Μυρτώ ήταν ένα έξυπνο κορίτσι με πράσινα μάτια, όμορφη και χαρούμενη. Ο Μιχάλης ήταν ένα πολιτικοποιημένο παλικάρι όπου εργαζόταν ως σερβιτόρος σε μια ταβέρνα του θείου του στο παλιό λιμάνι. Συνέχεια διάβαζε. Ήταν ο διανοούμενος της παρέας. Μας μιλούσε για οικονομικές θεωρίες, για τον Μερκαντιλισμό τον οικονομολόγο Ντέιβιντ Ρικάρντο , τον Άνταμ Σμιθ, τον φιλελευθερισμό, και το βιβλίο του¨ «ο πλούτος των εθνών» για τον Μαρξ και το «Κεφάλαιο», για την βάση και το εποικοδόμημα, για το “κράτος και επανάσταση” του Β.Ι.Λένιν για την “Καταγωγή της οικογένειας της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους” του Έγκελς, για την φύση του καπιταλισμού που εκμεταλλεύεται την εργατική δύναμη και δημιουργεί υπεραξία. Οι περισσότεροι τον κοιτάζαμε σαν χαζοί. Δεν καταλαβαίναμε σχεδόν τίποτα από τα λεγόμενα του. Άλλωστε τα περισσότερα παιδιά μεγαλώσαμε διαβάζοντας βιβλιαράκια με τεύχη από τον «Μικρό ήρωα» που έγραφε για παιδικές κατοχικές περιπέτειες. Μπορεί να μην σκάμπαζα από τον Μαρξ αλλά μου άρεσε η Μυρτώ. Φαίνεται ότι κι εγώ, δεν της ήμουν αδιάφορος και γίναμε φίλοι. Η Μυρτώ όμως εκείνη την χρονιά τέλειωνε το εξατάξιο γυμνάσιο. Δεν ήθελα να αισθάνομαι κατώτερος της. Γράφτηκα στο νυχτερινό γυμνάσιο κι άρχισα να διαβάζω ασταμάτητα. Την ημέρα δουλειά το βράδυ μαθήματα. Όμως αντέχαμε γιατί είμαστε νέοι κι είχαμε όνειρα. Με την Μυρτώ συναντηθήκαμε στην Αθήνα ως συμφοιτητές στην νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Σχεδιάζαμε να ανοίξουμε από κοινού δικηγορικό γραφείο, μετά την άσκηση μας στην δικηγορία . Mας πρόλαβαν όμως τα γεγονότα στην νομική και στο Πολυτεχνείο τον Νοέμβρη του 73. Δεν πέρασε χρόνος κι έπεσε η χούντα. Είχαμε καθήκοντα να αγωνιστούμε για την διαμόρφωση μια ελεύθερης και δημοκρατικής Ελλάδας.
Τις προσωπικές μας ζωές της αφήσαμε να της διευθετήσουμε εν ευθέτω χρόνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου