ΜΠΕΣΑ {Ή ΠΕΡΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ}του κ. Φώτη Καγγελάρη Δρ. Ψυχοπαθολογίας ΑΠΟ "ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΙΣ"
‘Εμείς οι Έλληνες έχουμε μπέσα και φιλότιμο’, είπε ο αρχηγός του κόμματος της Ν. Δημοκρατίας, πριν από κάποιο καιρό, απαντώντας στο αίτημα των Ευρωπαίων εταίρων να συνυπογράψει με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις του τόπου τη δέσμευσή του στις υποχρεώσεις που θα απορρέουν από την οικονομική – πολιτική συμφωνία.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι πολλά. Ας αφήσουμε στην άκρη το ακατανόητο του πώς γίνεται ο ικέτης να θέλει να επιβάλει τους όρους του. Θα προσπαθήσω να συντάξω μερικά μέσα στον περιορισμένο χώρο του παρόντος κειμένου.
Κατ’ αρχήν, από πότε τ’ ‘αρβανίτικα’ είναι η επίσημη γλώσσα των Ελλήνων και του επίσημου κράτους; Όσο και να θέλουν οι πολιτικοί σύμβουλοι του κ. Α. Σαμαρά μέσω της συγκεκριμένης λέξης να υπερθεματίσουν για την ειλικρίνεια, την πίστη και τις άλλες αρετές των Ελλήνων γιατί άραγε αυτή η λέξη βρέθηκε ως καταλληλότερη; Θα μου πείτε ίσως, για εσωτερική κατανάλωση. Ναι, αλλά γιατί αυτή; Σε ποιούς απευθύνεται; Ποιοί θα καταναλώσουν τη συγκεκριμένη λέξη;
Μια λέξη, λοιπόν, βαθύτατα ελληνική, ο Λόγος, στην οποία οφείλεται η δημιουργία του σύμπαντος και του έλλογου κόσμου αγνοείται επιδεικτικά. Στη θέση του ακούγεται ένα ξένο σημαίνον το οποίο οφείλει, για πολιτικές σκοπιμότητες και ελιγμούς, να πολιτογραφηθεί ως ελληνικό. Μήπως, άραγε, οφείλουμε να πολιτογραφηθούμε ‘Αρβανίτες’ για ν’ ανταποκριθούμε καλύτερα στη λέξη ή είμαστε; Να διευκρινίσω ότι δεν απαξιώνω τ’ ‘αρβανίτικα’ ή τις άλλες διαλέκτους και ιδιώματα που εμφωλεύουν στον ελληνικό χώρο ή κατοικούν στις γλώσσες των λαών της γης. Κανένα λαό και καμιά γλώσσα δεν απαξιώνω. Ερωτήματα θέτω, για να επιχειρήσω τις απαντήσεις στη συνέχεια.
Αμ, το ‘φιλότιμο’ που το πάτε; Οι Ευρωπαίοι και οι άλλοι λαοί της γης, βλέπε Ιάπωνες, δεν διαθέτουν απ’ αυτό; Πόσοι πολιτικοί μας ή στρατιωτικοί έχουν αυτοκτονήσει ή έστω έχουν παραιτηθεί από φιλότιμο;
Επί πλέον, ο κ. Α. Σαμαράς επιχειρεί ακόμη κάτι πιο ριζοσπαστικό και μεταμοντέρνο. Προτείνει ανεπιφύλακτα να καταργηθεί το κείμενο –που θα έφερε την υπογραφή- να καταργηθεί η κειμενική σκέψη, ίσως η γραφή ως άχρηστη εξέλιξη του Λόγου. Μια παλινδρόμηση, λοιπόν, στην προφορικότητα. Ποιας εποχής;
Μήπως οι σύμβουλοι του κ. Α. Σαμαρά, ως οπαδοί της προφορικότητας είναι εν τω βάθει Ευρωπαίοι, μαθητές του Ρουσώ, του Λ. Στρως, του Ντεριντά και το αγνοούν; Ή δεν το αγνοούν και παίζουν σε δύο ταμπλό;
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να δούμε τον αντίποδα της συγκεκριμένης λέξης όπως εκφράστηκε από τον αρχηγό του ετέρου μεγάλου κόμματος, τον κ. Γ. Παπανδρέου.
Εννοώ, την περίφημη ζεμπεκιά, το ‘βαρύ ρεμπέτικο του Γιώργου’ που με περίσσια χορευτική ρητορική δεινότητα αναπτύχθηκε μπρος στα μάτια των θεατών, ανάγοντας τον κ. Παπανδρέου σε εκφραστή των αρετών της ελληνική ψυχής, λεβεντιάς, μαγκιάς κ.ά. Των οποίων η ακραία μορφή είναι το βαρύ ζεμπέκικο μιας άλλης ελληνικής περσόνας, του Ν. Κοεμτζή.
Ας σημειωθεί εδώ, για την διευκόλυνση της περαιτέρω ανάλυσης μας ότι ο πρώην πρωθυπουργός όταν εκφράζει το βαθύ λαϊκό ταμπεραμέντο με την ζεμπεκιά, είναι ντυμένος φραγκολεβαντίνικα: κουστούμι και γραβάτα, έστω χαλαρωμένη. Το ίδιο και ο έτερος πολιτικός αρχηγός, όταν μιλάει για ‘μπέσα’ δεν παύει αφ’ ενός να σείει σημειώσεις και να διαβάζει γραπτά, αφ’ ετέρου να είναι ντυμένος με την ίδια ακριβώς –πολιτική- αμφίεση. Μήπως οι δύο πολιτικοί αρχηγοί μας λένε ότι και μέσα στα δυτικά κουστουμάκια δεν παύουν να είναι μάγκες και λεβέντες; Μήπως μας λένε ότι αναγκάστηκαν να στριμώξουν τη μαγκιά και τη μπέσα –για ευνόητους λόγους- σ’ ένα τέτοιο κορσέ; Και ότι ο κορσές καταρρακώνεται από μόνος του, με την κινητική ή λεκτική έκφραση της μαγκιάς; Όπως ακριβώς στους ζεν-πρεμιέ των δραματικών ασπρόμαυρων ελληνικών ταινιών του εξήντα όπου δοξάζεται το υβρίδιο ‘κύριος-μάγκας’.
Ή μήπως πρόκειται για σημειολογικές αντιφάσεις άνευ ουσίας και νοήματος; Δε νομίζω. Το αντίθετο. Και νόημα έχουν και ουσία έχουν.
Η μπέσα και η ζεμπεκιά έρχονται από πολύ μακριά. Έρχονται ταυτόχρονα, την εποχή που οι Έλληνες ως ανεξάρτητο κράτος, διεκδικούσαν την ελληνικότητά τους, τη γη τους, τη γλώσσα τους, τη ψυχή τους, την ταυτότητά τους. Αφ’ ενός τέκνα του Κοραή και του Διαφωτισμού. Αφ’ ετέρου με βαριές καταβολές από τον Ναστραντίν Χότζα και τον ανατολικό χώρο του οποίου υπήρξαν μέρος επί αιώνες. Είναι από τότε που οι Έλληνες ζουν ένα βαθύ διχασμό ως υποκείμενα της Ιστορίας, γνωστό σε όλους: το βλέμμα στη Δύση, η καρδιά στην Ανατολή. Με συνέπειες αβάσταχτες: κράτος δικαίου μεν, αλλά υπερισχύει το δίκαιο της συντεχνίας, ορθός λόγος μεν αλλά βαθιές προκαταλήψεις δομούν την συλλογική συνείδηση, πολιτεία – οργανωτής μεν της εύρυθμης λειτουργίας της δημόσιας ζωής, εξουδετερωμένη δε από την απαξίωση του δημόσιου χώρου. Στην καλύτερη περίπτωση, μια Αυτορρύθμιση που εξουδετερώνει πλαγιομετωπικά το ρόλο της πολιτείας και του κράτους: καθημερινό παράδειγμα, στα φανάρια δεν περνάμε όταν έχει πράσινο αλλά ελισσόμαστε ανάμεσα στ’ αυτοκίνητα, με κόκκινο. Βλέπουμε την πλήρη εφαρμογή αυτής της πρακτικής στους μετανάστες ως φέροντες ακριβώς την ανατολίτικη νοοτροπία του κράτους.
Είναι αυτή η Αυτορρύθμιση που συμβαίνει στα εγκλήματα τιμής, στη διαχείριση της ψυχικής διαταραχής, στα οικογενειακά μυστικά, στα φάρμακα χωρίς γιατρό, στο ‘μην ακούς τι λένε’, στην απαξίωση του εγκόσμιου βίου και ταυτόχρονα η προσκόλληση στην υλικότητά του. Στην επίπλαστη μοντερνικότητα των ζευγαριών με τις βαθιά αντιδραστικές θέσεις για τον ρόλο χρήσης του άλλου φύλου. Στην απαξίωση του δημόσιου χώρου, της πόλης, της πολιτικής και ταυτόχρονα στην απαξίωση των ορίων Δημόσιου – Ιδιωτικού. Είναι αυτή η Αυτορρύθμιση που επισυμβαίνει στα φαινόμενα που κατ’ ευφημισμό αποκαλούνται διαφθορά, (εφορία, πρόστιμα, κ.λπ.) ενώ είναι βαθιά φαινόμενα απορρύθμισης Οθωμανικής νοοτροπίας. Γνήσιο τέκνο της Αυτορρύθμισης είναι η παραοικονομία η οποία υπήρξε τόσο βιωματικά αποδεκτή ούτως ώστε να καταστεί στυλοβάτης της πραγματικής οικονομίας.
Συναφείς εκδηλώσεις και συνέπειες αυτού του τύπου ελληνικότητας είναι τα Ζωνιανά, η περσόνα του τσαμπουκά, ο φόνος για ένα βλέμμα ή μια θέση πάρκινγκ, παιδεία χωρίς γνώση, λεφτά χωρίς εργασία και πλείστες παρόμοιες εκφάνσεις που αναδύονται από το βαθύ ελληνικό τοπίο. Μια βαθιά παιδική αντίληψη για την πραγματικότητα όπου οι λέξεις, οι ευχές και ένας ανώριμος ναρκισσισμός υποκαθιστούν τη σχέση με την πραγματικότητα: ‘σιγά…’, ‘έλα μωρέ…’, ‘δε βαριέσαι…’, ‘δε γαμιέται…’ ‘έχει ο Θεός…’ Συναφείς εκδηλώσεις και συνέπειες που απορρέουν αλλά και παράγουν παραδομές συγκρότησης του κοινωνικού ιστού που υποκαθιστούν την καλώς ευνομούμενη πολιτεία, τον Νόμο, το κράτος. Γιατί να μας εντυπωσιάζει η δυνατότητα του συστήματος των παραδομών να παράγει το δικό του κράτος, το παρακράτος, ακραία αλλά φυσική συνέπεια της Αυτορρύθμισης; Γιατί να μας εντυπωσιάζει η παρανομία -όχι η ανομία- φυσική απότοκος των παραδομών της Αυτορρύθμισης και απολαμβάνουσα της ίδιας εκτίμησης, αν όχι μεγαλύτερης από εκείνη της αποδοχής του Νόμου;
Και ταυτόχρονα να παράγει μια Ελλάδα που πενθεί διαρκώς αυτό που δεν μπόρεσε να είναι ή αυτά που έχασε -‘περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα…’- εκλογικεύοντας συνωμοσιολογικά και θριαμβολογώντας ποδοσφαιρικά.
Κατά τον ίδιο τρόπο, φαίνεται να εξελίχθηκε από τη γέννηση του ελληνικού κράτους, η πελατειακή σχέση των κομμάτων με τον πληθυσμό. Σχέση φύλαρχου – κοτζαμπάση – οπλαρχηγού – τοπικού κομματικού παράγοντα – κομματάρχη, που φτάνει ως τον πασά και τον Σουλτάνο. Όπως σήμερα είναι η σχέση των οπλαρχηγών με τον ντόπιο πληθυσμό στο Αφγανιστάν ή στην Υεμένη. Θείος βλαστός της Αυτορρύθμισης το Βόλεμα του πολιτικού πελάτη, η συναλλαγή, η διαπλοκή, η σιωπή. Η προβολή, προεκλογικά, του ‘κράτος δικαίου και αξιοκρατίας’, του συνθήματος ‘όλοι μαζί’, όπως και του ‘τώρα δουλειά’ είναι ο απαραίτητος καθησυχασμός για τον σίγουρο εξευτελισμό αυτών των αξιών. Το κράτος θ’ ανήκει στη φυλή που θα υπερισχύσει. Ένα κράτος – αραμπάς όπου χαμογελαστοί και δυναμικοί πολιτικοί παρελαύνουν ρίχνοντας ζεμπεκιές και κραυγάζοντας ‘μπέσα’.
Εν παρόδω, η έννοια του κράτους, ουσιαστικά η έκφραση του Ορθού Λόγου, η σχέση του ανθρώπου με τον Νόμο και την Ηθική, η έννοια του ‘καθήκοντος’ όπως αναπτύχθηκε στο Δυτικό Πολιτισμό από τον Σπινόζα, τον Καντ, τον Λοκ, τον Χέγκελ, τον Φίχτε κ.ά. διανοητές, ουδέποτε έφτασε στο υπογάστριο των Βαλκανίων, επειδή ακριβώς δεν μπόρεσε να ανθίσει ο Ορθός Λόγος. (Η γραφειοκρατία είναι άμυνα έναντι του Ορθού Λόγου και ταυτόχρονα μίμηση του, ένα κακέκτυπο εφαρμογής.) Εκκλησιαστικός λόγος και ανατολίτικη νοοτροπία. Ιδού οι τροχοί που θα σύρουν τον αραμπά του Ελληνικού κράτους στον 21ο αιώνα.
Είναι τυχαίο ότι παραμένει αμετάφραστο ή λειψό το έργο των δυτικών φιλοσόφων –Χιούμ, Λάιμπνιτς, κ.ά.- ή ότι μόλις τα τελευταία χρόνια μεταφράστηκαν οι δύο ακρογωνιαίοι λίθοι του καλώς σκέπτεσθαι, η Καντιανή ‘Κριτική του καθαρού λόγου’ και η ‘Λογική’ του Χέγκελ; Εν αντιθέσει με την πληθώρα των εκδόσεων για τους ‘Βίους Αγίων’ ή την έκδοση για τη ζωή του Κοεμτζή από τον ίδιο, σε σημείο που του επέτρεπε να γίνει βιοποριστικό του μέσο.
(Κύριοι, αν θέλουμε τον Κοεμτζή ως πρότυπο περσόνας της νεοελληνικής πραγματικότητας, ας τον εντάξουμε – α λα Ιονέσκο και Μπέκετ – μέσα στο πλαίσιο του παραλόγου της ζωής και της ύπαρξης, ας τον θεωρήσουμε ακόμα και ως Άγιο ή σαλό των δυνάμεων που συγκροτούν ή που αποδιοργανώνουν τον άνθρωπο ως υποκείμενο του εαυτού του, όπως θεώρησε ο Σαρτρ τον Άγιο Ζενέ. Ας τον δούμε ως την ακραία, και γι αυτό ‘ανθρώπινη πολύ ανθρώπινη’, ένσταση της αξιοπρέπειας και άρα της Ηθικής. Αλλά, όχι μιας κρυφά συγκερασμένης επιδοκιμασίας για την μπέσα του μαχαιριού και το τσαμπουκά της ζεμπεκιάς. Γιατί τότε ακριβώς επιδοκιμάζουμε το ίδιο το γενεσιουργό πλαίσιο που ο ίδιος ο Κοεμτζής με την πράξη του, αρνήθηκε.)
Η Ομαδική Ψυχολογία των Ελλήνων είναι ένα υβρίδιο φτιαγμένο από κακώς αποστηθισμένο Καρτέσιο και αυθεντικά βιωμένο Άγιο Νεκτάριο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του αποκυήματος είναι η αγκαλιά του Κράτους και της Εκκλησίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η διασκέδαση των Ελλήνων, και δη, των νέων Ελλήνων, οι οποίοι περιμένουν πως και πως την ώρα να διασκεδάσουν ‘γνήσια’ και ‘αυθεντικά’ με ελληνική μουσική, δηλαδή με τσιφτετέλια, αφού έχει προηγηθεί ξένη μουσική ως προοίμιο και ζέσταμα του πραγματικού ξεφαντώματος, του ελληνικού τσιφτετελιού και χορού της κοιλιάς. Μα, σε τι διαφέρουν τα παιδιά αυτά από εκείνον τον αρχηγό κόμματος που από πάνω φορά κουστούμι αλλά από κάτω σφύζει για την ώρα της ζεμπεκιάς; Ή τον έτερο αρχηγό που φορώντας το κουστουμάκι του φωνάζει ‘μπέσα’;
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η λατρεία της τεχνολογίας ελληνοποιημένη: τελευταίο μοντέλο κινητού με σήμα κλήσης βαρύ λαϊκό άσμα. Η αναχώρηση άνευ προγραμματισμού τον δεκαπενταύγουστο. Το πότε αγοράζουν τις ατζέντες τους για τη νέα χρονιά οι Έλληνες και πότε οι Γάλλοι. Και πλείστα όσα…
Μ’ αυτή την έννοια, από την άλλη μεριά, ο Μαρξ, γνήσιο τέκνο του ορθού λόγου έχει τόση σχέση με το κομμουνιστικό κόμμα Ελλάδας όση και η ελληνική αστική τάξη με τον μεγαλύτερο αδελφό του, τον Χέγκελ: κακή αποστήθιση. Ο φιλοσοφικός λόγος στο ΚΚΕ έχει υποκατασταθεί εξ αρχής (ας απαγγέλει το ποίημά του στη γιορτή του σχολείου περί διαλεκτικού υλισμού) από μια ρομαντική συνείδηση απότοκο μεν του ορθολογισμού στην περίπτωση της ιστορίας της Δύσης αλλά όχι και στην περίπτωση του ΚΚΕ. Όπως ακριβώς, κατ’ αντίστοιχο τρόπο, η ελληνική αστική τάξη λόγω εγγενών αδυναμιών ουδέποτε υπήρξε φορέας του λόγου του Καρτέσιου, του Καντ και του Χέγκελ. Και ως στερούμενη της φυσικής καταγωγής της αδυνατεί η ρομαντική αυτή συνείδηση να εντοπίσει και να περιγράψει το φιλοσοφικό πλαίσιο του κόσμου που ευαγγελίζεται. Ας πούμε, ο λόγος του ιταλικού ΚΚ είναι η πολιτική φιλοσοφία που απορρέει ως μία εμπράγματη μορφή της εξέλιξης του δυτικού λόγου της ιστορίας της φιλοσοφίας. Οι συνέπειες , θετικές ή αρνητικές είναι ανάλογες. H πρόσφατη δραματική ‘αναχώρηση’ του Λ. Μάγκρι, τον οποίο κάποτε οφείλουμε να εγγράψουμε στους ιππότες του μαρτυρολογίου του αντίστοιχου λόγου, δίπλα στον Μπένγιαμιν, και τον Αλτουσέρ, εκφράζει το προσωπικό αδιέξοδο ενός υποκειμένου που αδυνατεί να βρει την συνέχεια του λόγου της ιστορίας και της ιστορίας του. Αιτία θανάτου: αφασία. Εξαφανίζεται, από έλλειψη λόγου. (Στην περίπτωση Χάιντεγκερ το αδιέξοδο του λόγου θα βρει πρόσβαση στην ποίηση του Χαίλντερλιν. Στην περίπτωση Βιτγκενστάιν, στο άρρητο.) Ανάλογα, και τα όποια λάθη θα είναι λάθη δομικής αντίληψης της πραγματικότητας που θ’ απορρέει από την πολιτική φιλοσοφία των συναισθημάτων ως πολιτική πράξη του εγκοσμιοποιημένου λόγου. Στην περίπτωση του ΚΚΕ, το αδιέξοδο θα οφείλεται σε λάθη κακής αντιγραφής με πρόσβαση στον ενοχικοσυνωμοσιολογικό αποκλεισμό. Πότε, αλήθεια, το ΚΚΕ συναντά τον Λαμετρί, τον Χόλμπαχ ή τους Εγκυκλοπαιδιστές και τους άλλους δικούς του, για να μην πω για τον Σπινόζα πριν συναντήσει τον Μαρξ; Που πάτε, ρε παιδιά, με τέτοιο σκοτάδι; Και πέστε, ότι επικρατείτε. Μέσα σε τι πλαίσιο Λόγου θα υπάρξει η ‘παύση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο’; Πώς θα τα βγάλετε πέρα με τον σκοταδισμό που έχετε μέσα σας ως γνήσιοι και απροβλημάτιστοι συνεχιστές της παράδοσης, της συντήρησης και της ανατολικότητας; Μιας επίπλαστης, άκαμπτης και ταυτόχρονα διάτρητης Ηθικής που με θεατρικό πάθος υπερασπίζεστε, και σεις, στο όνομα του λαού. Ε, ναι, πρέπει επιτέλους να δούμε- μη γελάστε, είναι πολύ σοβαρό- την κ. Α. Παπαρήγα να διαβάζει την ‘Κριτική του πρακτικού λόγου’. Κι ας το απορρίψει.
Κατά βάθος η Ελληνική κοινωνία δεν εκφράζει συμπτώματα. Είναι, με την φροϋδική έννοια του όρου, ολόκληρη ένα σύμπτωμα ψευδοσυμβιβασμού αντίρροπων δυνάμεων που προκύπτουν αφενός από τις αντιμαχόμενες καθηλώσεις αρχαιοελληνικότητας- ορθοδοξίας, ενίοτε υβριδικά παράλληλες, αφετέρου από την σύγκρουση της ευρύτερης παράδοσης- ανατολικότητας, στην οποία ενυπάρχει η προλογική-μαγική σκέψη –πρώτα πάμε στο μάγο, μετά στον παπά και μετά στο γιατρό- με την μοντερνικότητα. Η επίθεση στη μοντερνικόττητα από την ευρύτερη παράδοση δίνει την δυνατότητα συγκρότησης μιας ψευδοταυτότητας που προκύπτει ως αντίδραση και όχι ως λόγος επιθυμίας. Εξ ου και ο αλληλοσπαραγμός της αδύνατης συγκατοίκησης των τμημάτων της. Το σημαίνον Έλληνας αποκρύπτει επιμελώς την αντινομία των σημαινομένων. Ουσιαστικά, το σύμπτωμα του ψευδοσυμβιβασμού προκύπτει από την σύγκρουση της βαθιάς Ελλάδας που αγαπάμε με την Ευρωπαϊκή Ελλάδα που θέλουμε. Με κόστος, την παραμόρφωση των απαντήσεων ταυτότητας και την σύγχυση πολιτισμικού-πολιτικού προσανατολισμού.
Το ‘μπέσα’ και η ‘ζεμπεκιά’ λοιπόν, των πολιτικών αρχηγών έρχονται από πολύ μακριά. Έρχονται από βαθιά λιμνάζοντα νερά κολακείας, εκ των οποίων αναφύονται τα φυτά του πελατειακού κράτους, της έλλειψης κράτους, της έλλειψης πολιτικού λόγου (κανείς δεν διαβάζει πια Θουκυδίδη ή Δημοσθένη;). Εκ των οποίων σχηματίζεται ο καθρέφτης επί του οποίου καλούνται οι πελάτες να βρουν την πολιτισμική τους ταυτότητα ταυτιζόμενοι με το πρότυπο. Προς όφελος της διαιώνισης του εσωτερικού διχασμού.
Έως ότου υπάρξει μια όξυνση των πραγματικών συνθηκών που θα επιφέρει απειλή διάλυσης. Μια πραγματικότητα που θα ζητήσει απάντηση στο ποιοί είμαστε. Μια πραγματικότητα που θ’ αναδείξει την ένταση του συμπτώματος επί του σώματος και του λόγου του Έλληνα που δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι υπάρχει όχι επειδή πιστεύει, αλλά σκέφτεται-άρα-και γι’ αυτό υπάρχει. Ακόμα κι αν το ‘άρα’ στη φράση του Καρτέσιου είναι μη λογικό, λέει ο Λάιμπνιτς. Αλλά πώς να καταλάβει ότι υπάρχει –ν’ απαντήσει στο ποιος είναι- επειδή σκέφτεται και όχι επειδή πιστεύει, αφού –συνέπεια του πολιτικού φροντιστηρίου- δεν μπορεί να σκεφτεί ότι σκέφτεται, αφού ‘πράγματι’ υπήρξε επειδή πίστευε αυτό που πίστευε. Ας είναι κι έτσι. Αλλά τότε ας αφήσει άλλους να κανονίζουν και να σκέφτονται γι’ αυτόν, κι αυτός ας προσεύχεται.
Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, γιατί η παρούσα κρίση δεν είναι κατά βάση οικονομική. Είναι εκφραστής μιας σοβούσης πολιτισμικής απόκλισης. Και η επιδιωκόμενη οικονομική σύγκλιση, προσπαθεί να γεφυρώσει το αγεφύρωτο πολιτισμικό χάσμα δύο κόσμων. (Παρεμπιπτόντως, γιατί μεταλλάχθηκε το Μέγαρο της Μουσικής; Κτίστηκε, άραγε, για τη δόξα του μπουζουκιού; Το Μέγαρο της Μουσικής, στην καρδιά, χωροταξικά, μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας, είναι σημειολογικά η απόλυτη μορφή σύγκρουσης του πολιτισμικού διχασμού και η επικράτηση της παράδοσης, μέσω μιας σταδιακής και επίμονης διάβρωσης ως απάντηση στην ‘ύβρη’ του ευρωπαϊκού πολιτισμού)
Θα έλεγα ότι, το Λακανικό ‘συμβολικό’ πεδίο, υπήρξε για τον Έλληνα, ένα πρόσχημα, μια δήθεν επιδίωξη, μια υποκριτική τακτική για να παραμένει και να εντρυφεί στο ‘πραγματικό’ μέσω του εικονοφαντασιακού μικρού άλλου που προσφέρει ο πολιτικός ‘λόγος’. Ο Λόγος του Μεγάλου Άλλου ήταν προς χλευασμό, απόρριψη, επιθετικότητα που προέκυπτε από φοβισμένη συσπείρωση για την Ετερότητα.
Για εμάς, ο Άλλος είναι ο καρντάσης. Ο Λόγος είναι η μπέσα. Σφραγίδα η ζεμπεκιά.
Κατ’ αυτή τη λογική, πήγε ο κ. Α. Σαμαράς και είπε στους Ευρωπαίους: ‘εσείς έχετε Καρτέσιο, εμείς όμως έχουμε Αγ. Νεκτάριο. Που είναι πιο δυνατός από τον δικό σας. Ο δικός σας κάνει θαύματα;’ Κάνει θαύματα και ο δικός τους και μάλιστα έφτιαξε μια Ευρώπη, αλλά που να το ξέρει ο κ. Α. Σαμαράς. Ή το ξέρει;
Τελειώνοντας, θα έλεγα, ότι δεν είναι καθόλου κακό να παίρνει κάποιος απάντηση στο ποιος είναι, στο ποιος θέλει να είναι πολιτισμικά – πολιτικά εντρυφώντας στη πολιτική φιλοσοφία των συναισθημάτων που λέγαμε, εφ’ όσον οι απαντήσεις αυτές συγκροτούν την πληρότητα, κατά το δυνατόν, της ταυτότητάς του. Τον βγάζουν από την αδράνεια της αμφιθυμίας ή της απορίας. Αλλά, οφείλει ν’ απαντήσει και με το λόγο του σώματός του και με το λόγο του βλέμματός του.
Μ’ αυτή την έννοια, αν δεν μπορούμε ή δεν θέλουμε να βρεθούμε στην Ευρώπη, ας δεχθούμε την ‘ανατολικότητά’ μας. Θα δείτε ότι, αυτόματα όλα τα θέματα θα λυθούν αρμονικά. Παλινδρομώντας μας μερικούς αιώνες, βέβαια.
Κακό είναι όταν υπάρχει αδυναμία απάντησης μέσα από απαντήσεις που αντιφάσκουν και που πριμοδοτούν την άρνηση μιας απώλειας που σηματοδοτείται από χαώδεις ευδαιμονικές φαντασιώσεις παιδικότητας, για το πέρασμα στην τάξη του λόγου. Επειδή οι γονείς – πολιτικοί, για δικές τους ανάγκες, αρνούνται την ωρίμανση στα παιδιά.
Αυτό το βαθύ διχασμό στην πολιτισμική ταυτότητα του Έλληνα είναι που οφείλει να θεραπεύει ο ορθός πολιτικός λόγος, οι πολιτικοί, και όχι να επιδεινώνουν το αδιέξοδο στ’ όνομα μιας ανίερης κολακείας για ίδιον όφελος.
Αν η Ελλάδα θέλουμε να σταθεί στα πόδια της, οι Πολιτικοί, οφείλουν να ενσαρκώσουν τον Λόγο της Βουλής των Ελλήνων προσδιορίζοντας μια ταυτότητα και ένα στόχο που θα έχουν θέση στον κόσμο. Το τζάμπα τραπέζι στην πίστα λόγω γεωπολιτικής θέσης, φαίνεται ότι τελείωσε πια.
Ας μιλήσουμε, λοιπόν, ας κουβεντιάσουμε. (Υπενθυμίζω την υψηλού ήθους συνάντηση δύο διαφορετικών κόσμων εντός του πλαισίου του δυτικού λόγου, του Πάπα Βενέδικτου ιστ΄ και του Χάμπερμας.) Ας μιλήσουμε. Όλοι. Τι είναι η Ελληνικότητα; Ποια είναι η θέση της στον κόσμο και στο μέλλον; Ποιοι θέλουμε να είμαστε; Τα σπαράγματα του λόγου της Παράδοσης και της Νεωτερικότητας ας αρθρωθούν σε λόγο Ελληνικό. Ας γίνουν σημασιακές συγχορδίες για την ανάδειξη της ταυτότητας και όχι σπαραγμοί εξάρθρωσής της. Ο πόνος είναι κοινός. Ας προλάβουμε.
Όταν οι νέοι σπάνε, σπάνε την έλλειψη ταυτότητας. Μια σπασμένη βιτρίνα είναι το σπάσιμο του καθρέφτη του Τίποτα.
Κλείνοντας, θέλω να θυμίσω ότι η σχολή του Πάλο-Άλτο κατέγραψε το φαινόμενο του ‘double bind – διπλό αδιέξοδο’, (αν μ’ αγαπάς μην μ’ αγαπάς, απαγορεύεται ν’ απαγορεύεις, Δυτικός Ανατολίτης…) ως αίτιο του αυτισμού στη σχέση επικοινωνίας γονέα – παιδιού, δηλαδή την παύση συμμετοχής στην πραγματικότητα, αφού όποιο μήνυμα εκληφθεί θ’ αντιφάσκει με το περιεχόμενό του, με αποτέλεσμα τον ψυχικό απραγματισμό, την έλλειψη θέσης στον κόσμο.
Ο πολιτικός λόγος σήμερα είναι πομπός ενός τέτοιου μηνύματος: ‘είσαι μάγκας – Ευρωπαίος’.
Συνέπεια: ακινησία, διάλυση, πανικός μπροστά στην εικόνα ενός διαμελισμένου πολιτισμικά σώματος, που προσφέρει ο παραμορφωτικός πολιτικός καθρέφτης.
Μούγκα. Εμβροντησία. Έλλειψη λέξεων, έλλειψη νοήματος.
Λέτε γι’ αυτό να προτιμούν ν’ αυτοκτονούν;
Λέτε γι’ αυτό ν’ αδυνατούν να εξεγερθούν;
ΔΡ ΦΩΤΗΣ ΚΑΓΓΕΛΑΡΗΣ ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΨΥΧΟΠΑΘΟΛΟΓΙΑΣ
ΠΑΙΔΟΤΟΠΟΣ
Πριν από 18 ώρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου