Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Μτφρ. Γ. Κορδάτος & Η. Ηλιού. [1939] χ.χ. Αισχίνης. Λόγοι. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια. Αθήνα: Ζαχαρόπουλος.

[1] Ουδέποτε, Αθηναίοι πολίται, ήσκησα δημοσίαν αγωγήν ή ηνώχλησα πολίτην τινά, που είχε διαχειρισθή τα δημόσια πράγματα, αξιών να λογοδοτήση ούτος, και μάλιστα, όπως νομίζω τουλάχιστον, υπήρξα επιφυλακτικός και εις τα δύο αυτά σημεία· επειδή όμως βλέπω ότι η πόλις υπερβολικά βλάπτεται από τούτον εδώ τον Τίμαρχον, που εμφανίζεται εις το βήμα παρά τους νόμους, και επειδή εγώ κυρίως συκοφαντούμαι, –και με ποίον τρόπον, τούτο θα φανή εν τη προόδω του λόγου μου– [2] ενόμισα ότι θα ήτο μία από τας πλέον επαισχύντους πράξεις το να μη εκτελέσω το καθήκον μου προς την πόλιν, προς τους νόμους, προς σας και προς τον εαυτόν μου. Γνωρίζων δε ότι ούτος είναι ένοχος των πράξεων που προ ολίγου ηκούσατε να διαβάζη ο γραμματεύς, ήσκησα κατ' αυτού την παρούσαν δοκιμασίαν. Και φυσικά, δεν είναι ψευδές το συνήθως λεγόμενον εξ αφορμής των πολιτικών δικών: Αι προσωπικαί εχθρότητες είναι εξαιρετικά ωφέλιμοι εις το δημόσιον συμφέρον. [3] Θα καταστή δε φανερόν ότι όλην αυτήν την δίκην δεν την επροκάλεσεν εις βάρος του Τιμάρχου ούτε η πόλις, ούτε οι νόμοι, ούτε σεις, ούτε εγώ, αλλ' αυτός ο ίδιος. Διότι οι νόμοι εκ των προτέρων του επέβαλαν, αφού ήτο αισχράς διαγωγής, να μη εμφανίζεται εις το δημόσιον βήμα, και δεν ήτο δύσκολον, νομίζω, να συμμορφωθή προς την διάταξιν ταύτην, απεναντίας μάλιστα, ευκολώτατον· εξ άλλου, αν ήτο σώφρων, ημπορούσε να μη συκοφαντή εμένα. Φρονώ ότι αρκετά σας είπα ως εισαγωγήν.

[4] Δεν αγνοώ, Αθηναίοι πολίται, ότι όσα θα σας είπω τώρα, εις την αρχήν του λόγου μου, θα ενθυμηθήτε ότι και πολλοί άλλοι σας τα είπαν ήδη. Νομίζω όμως ότι είναι εύθετος στιγμή να τα επαναλάβω και εγώ τώρα. Όλοι πράγματι συμφωνούν ότι τρία είδη πολιτευμάτων υπάρχουν εις όλον τον κόσμον, η μοναρχία, η ολιγαρχία και η λαοκρατία. Και της μεν μοναρχίας ή της ολιγαρχίας η διοίκησις ρυθμίζεται από το κέφι των αρχόντων, των δε λαοκρατουμένων πολιτειών από τους κειμένους νόμους. [5] Και καλώς γνωρίζετε, ω Αθηναίοι, ότι και τους πολίτας και το πολίτευμα των λαοκρατιών εξασφαλίζουν οι νόμοι, ενώ τους μονάρχας και τους ασκούντας ολιγαρχίαν η καχυποψία και η ένοπλος σωματοφυλακή. Πρέπει λοιπόν, οι μεν ολιγαρχικοί και οι ασκούντες διακυβέρνησιν με βάσιν την αρχήν της ανισότητος να προφυλάσσωνται από τους δυναμένους βιαίως να ανατρέψουν το καθεστώς, ημείς δε, οι έχοντες κράτος δικαίου και ισότητος, από εκείνους που με λόγους ή με την διαγωγήν των παραβιάζουν τους νόμους. Θα είσθε ισχυροί τότε μόνον όταν θα έχετε ευνομίαν και θα εμποδίζετε τους παρανομούντας να σας καταλύσουν. [6] Πρέπει δε, νομίζω, όταν μεν νομοθετούμεν, να αποβλέπωμεν εις το πώς θα κάμωμεν καλούς και ωφελίμους εις το κράτος νόμους, αφού δε νομοθετήσωμεν πλέον, να συμμορφούμεθα προς τους κειμένους νόμους και να τιμωρούμεν τους μη συμμορφουμένους, εάν θέλωμεν να ευτυχή η πόλις. Αναλογισθήτε πράγματι, ω Αθηναίοι, πόσον επρονόησαν διά τα ήθη, ο Σόλων εκείνος, ο παλαιός νομοθέτης και ο Δράκων και οι άλλοι νομοθέται των χρόνων εκείνων. [7] Διότι πρώτα πρώτα ερρύθμισαν νομοθετικώς την διαγωγήν των παιδιών και με κάθε λεπτομέρειαν καθώρισαν πώς πρέπει να ζη το ελεύθερο παιδί και ποιάν ανατροφήν να λαμβάνη, κατόπιν δε έθεσαν νόμους και διά τους νέους, και διά τας άλλας ηλικίας, όχι μόνον διά τους ιδιώτας, αλλά και διά τους δημοσίους άνδρας. Τους δε νόμους αυτούς εχάραξαν επάνω σε πλάκες και τους άφησαν ως παρακαταθήκην, ορίσαντες ότι σεις θα είσθε οι φύλακες αυτών.

Μτφρ. Κ.Θ. Αραπόπουλος. [1963] 1975. Αισχίνου Λόγοι. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.

[1] Πότε έως τώρα, άνδρες Αθηναίοι, ούτε κατηγόρησα κανένα διά δημόσιον αδίκημα, ούτε ηνώχλησα κανένα, όταν έδιδε λόγον διά τα δημόσια πράγματα που διεχειρίσθη, αλλ' όπως εγώ τουλάχιστον νομίζω, ετήρησα στάσιν επιφυλακτικήν και εις τας δύο ταύτας περιστάσεις· επειδή όμως βλέπω, ότι η πόλις βλάπτεται υπό του Τιμάρχου αυτού εδώ, ο οποίος ομιλεί από του δημοσίου βήματος παρά τους νόμους, και επειδή εγώ ατομικώς συκοφαντούμαι –κατά ποίον δε τρόπον, θα αποδείξω κατά την πρόοδον του λόγου μου–ενόμισα, [2] ότι θα ήτο μία από τας επαισχύντους πράξεις να μη έλθω εις βοήθειαν και της πόλεως και των νόμων, και ιδικήν σας και εμού του ιδίου· γνωρίζων δε ότι ούτος είναι ένοχος διά τας πράξεις, τας οποίας ηκούσατε να διαβάζη προηγουμένως ο γραμματεύς, τον εκάλεσα να δικαιολογήση προ παντός άλλου την άνοδόν του εις το βήμα. Και, ως φαίνεται, άνδρες Αθηναίοι, δεν είναι ψευδείς οι λόγοι, οι οποίοι συνηθίζεται να λέγωνται εξ αφορμής των πολιτικών δικών, ότι δηλαδή αι προσωπικαί έχθραι συντελούν, ώστε να διορθώνωνται πολλαί εκ των δημοσίων καταχρήσεων. [3] Θα γίνη δε φανερόν, ότι όλης αυτής της δίκης εις βάρος του Τιμάρχου δεν υπήρξεν αιτία ούτε η πόλις ούτε οι νόμοι ούτε εγώ, αλλ' αυτός ο ίδιος. Διότι οι μεν νόμοι επέβαλλον εις αυτόν, αφού είχε ζήσει ζωήν αισχράν, να μη εμφανίζεται εις το δημόσιον βήμα, και δεν ήτο δύσκολον, νομίζω, να συμμορφωθή προς την διάταξιν ταύτην, τουναντίον μάλιστα ευκολώτατον· εξ άλλου, εάν ήτο σώφρων, ηδύνατο να μη με συκοφαντή. Περί μεν λοιπόν τούτων νομίζω ότι αρκετά σας είπον αρχίζων τον λόγον μου.

[4] Δεν αγνοώ δε, άνδρες Αθηναίοι, ότι εκείνα, τα οποία πρόκειται να λέγω κατά πρώτον, θα ενθυμηθήτε ότι ηκούσατε ήδη και άλλους πρότερον να τα λέγουν, νομίζω όμως ότι είναι κατάλληλος περίστασις να τα επαναλάβω και εγώ τώρα εις τον λόγον μου. Πράγματι είναι από όλους παραδεκτόν ότι τρία είδη πολιτευμάτων υπάρχουν εις όλους τους ανθρώπους: η μοναρχία, η ολιγαρχία και η δημοκρατία· και της μεν μοναρχίας και ολιγαρχίας η διοίκησις ρυθμίζεται από την θέλησιν εκείνων που είναι επί κεφαλής αυτών, των δε πόλεων που έχουν δημοκρατίαν η διοίκησις κανονίζεται από τους νόμους. [5] Γνωρίζετε επίσης, άνδρες Αθηναίοι, ότι και την ζωήν και το πολίτευμα των διοικουμένων από δημοκρατικόν πολίτευμα διασώζουν οι νόμοι, ενώ των διατελούντων υπό μοναρχικόν ή ολιγαρχικόν πολίτευμα, η καχυποψία και η ένοπλος σωματοφυλακή. Πρέπει λοιπόν, οι μεν ολιγαρχικοί και οι ζώντες με πολίτευμα που έχει ως βάσιν την ανισότητα να προφυλάσσωνται από εκείνους, οι οποίοι είναι ικανοί να ανατρέπουν τα πολιτεύματα διά της δυνάμεως των όπλων, ημείς δε που έχομεν πολίτευμα στηριζόμενον επί της ισότητος και των νόμων, να τιμωρώμεν εκείνους οι οποίοι ομιλούν ή έχουν ζήσει παρά τους νόμους. Διότι τότε θα έχετε δύναμιν, όταν έχετε καλούς νόμους και δεν καταλύεσθε από εκείνους, οι οποίοι παραβαίνουν τους νόμους και ζουν αισχρώς. [6] Εγώ δε τουλάχιστον νομίζω, ότι, όταν θέτωμεν νόμους, πρέπει τούτο να προσέχωμεν, πώς θα θέσωμεν νόμους καλούς και συμφέροντας εις την πολιτείαν, όταν δε θέσωμεν τους νόμους, να πειθώμεθα εις αυτούς, τους δε μη πειθομένους εις αυτούς να τιμωρώμεν, αν θέλωμεν τα πράγματα της πόλεως να πηγαίνουν καλά. Σκεφθήτε πράγματι, άνδρες Αθηναίοι, πόσην πρόνοιαν έλαβεν ο Σόλων εκείνος, ο παλαιός Αθηναίος, και ο Δράκων και οι κατά τους χρόνους εκείνους νομοθέται διά να διατηρηθούν τα χρηστά ήθη της πόλεως. [7] Διότι κατά πρώτον έθεσαν νόμους διά την χρηστήν διαγωγήν των παιδιών μας και ρητώς καθώρισαν πώς πρέπει να ζη το ελεύθερο παιδί και πώς πρέπει αυτό να ανατραφή, το ίδιον δε έπραξαν και διά τους νεανίας, και διά τας άλλας εν συνεχεία ηλικίας, και όχι μόνον διά τους ιδιώτας, αλλά και διά τους ρήτορας. Και τούτους τους νόμους, αφού έγραψαν επάνω εις πλάκας, σας τους άφησαν ως παρακαταθήκην και σας ώρισαν ως φύλακάς των.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου