ΔΙΗΓΗΜΑ
Ο ΔΡΌΜΟΣ
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ.ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
Ο Χρήστος είχε μεγαλώσει σε μια γειτονιά όχι και πολύ μακριά από την πόλη των Χανιών. Η περιοχή ήταν καθαρά αγροτική πνιγμένοι στο πράσινο και στα κηπευτικά.
Γύρω από το πατρικό του κατοικούσαν εργατικές οικογένειες, με καταγωγή από διάφορα χωριά του νομού, οι οποίες στην μετακατοχική φτώχεια και μετανάστευση ,εγκαταστάθηκαν σε αυτήν την «φτωχική γειτονιά που είχε σπίτια χαμηλά» όπως λέει και το παλιό τραγούδι. Αλλά στα μικρά του χρόνια ο Χρηστάκης γνώρισε και πολλούς πρόσφυγες γείτονες, με καταγωγή από την γη των Ιώνων την Μικρά Ασία. Σχεδόν όλοι έχουν φύγει από την ζωή που να τους συχγωρήσει ο μεγαλοδύναμος Θεός, αν είναι πράγματι εκεί ψηλά και όλα τα βλέπει με το επ- ουράνιο βλέμμα του.
Ό ι περισσότεροι απ αυτούς τους οικογενειάρχες είχαν πολλά παιδιά ,και ασχολούνταν με αγροτικές εργασίες στα χωράφια τους, όπου τους έβλεπες να εργάζονται ακούραστα με τις οικογένειες τους από το πρωί μέχρι την δύση του ηλίου. Μερικοί από αυτούς είχαν και κάρα όπου φόρτωναν νύχτα, νύχτα τα κηπευτικά τους και τα πήγαιναν στην κεντρική λαχαναγορά για πούλημα, η οποία τότε βρισκόταν έξω από την Δημοτική αγορά των Χανίων. Όλοι οι δρόμοι ήταν χωματόδρομοι , και ο Χρηστάκης με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς εκεί έπαιζαν το ξυλίκι τους, και την αμπάριζα, και στις αλάνες ξυπόλητα έπαιζαν ποδόσφαιρο. Τα μεγαλύτερα παιδιά φορτώνονταν την στάμνα και πήγαιναν στην μοναδική βρύση για να πάρουν νερό, να το φέρουν στο σπίτι τους.
Στο δεύτερο δημοτικό το οποίο απείχε δύο περίπου χιλιόμετρα, από τα σπίτια τους, πήγαιναν με τα πόδια όλα μαζί τα παιδιά ,συζητώντας, λέγοντας αστεία και τραγουδώντας.
Δεν υπήρχε τότε κίνδυνος από τα αυτοκίνητα γιατί κυκλοφορούσαν σπάνια και ελάχιστα.
Ο Χρηστάκης πήγαινε πολλές φορές με φίλους του, με σφενδόνες και κυνηγούσαν πουλάκια από την γύρω περιοχή. Το καλοκαίρι έκοβαν σύκα, από τις παρακείμενες συκιές, ή φραγκόσυκα από τις φραγκοσυκιές με τα οποία γέμιζαν αγκάθια και παραπονιόταν στους γονείς τους. «Δεν σου το είπα Χρηστάκη μου ότι τα φραγκόσυκα έχουν αγκάθια και τσιτώνουν.» Τώρα άδικα μουρμουρίζεις. «Ήθελες τα και έπαθες τα» είπε η μάνα στον Χρηστάκη της. Τον χειμώνα θυμόταν ότι μια χρονιά είχε πάει με μια παρέα, κι είχαν μαζέψει ελιές από ελαιόδεντρα στην διπλανή τους περιοχή. Αυτός ακολουθούσε τους μεγαλύτερους, οι οποίοι έλεγαν ότι «πάνε να μαζέψουν απολίδια». Δηλαδή ότι έμεινε μετά το τέλος του μαζέματος από τους νοικοκυραίους. Για κακή τους τύχη τους έπιασε ο ιδιοκτήτης και τους απείλησε ότι θα φωνάξει τον αγροφύλακα να τους κάνει μήνυση.
Μια ημέρα ο Χρηστάκης πήρε μια τρομάρα γιατί ο φίλος του ο Γιάννης, παραλίγο να πέσει να πνιγεί σε ένα αφύλακτο πηγάδι,.αλλά την τελευταία στιγμή φυλάχτηκε και σώθηκε.Στο σχολείο ήταν ο Χρήστος καλός μαθητής αλλά υπήρξε παιδί συγκρατημένο και ντροπαλό. Βρήκε ευκαιρία ο Τάσος να τον πειράζει στην τάξη και να του κάνει την ζωή δύσκολη. Μια ημέρα ο Χρηστάκης δεν άντεξε και την ώρα που σχολούσαν, εξοργίστηκε με το θράσος του συμμαθητή του, ύψωσε τα χέρια του έμπλεος από θυμό, και έπαιξε στον Τάσο δυο απανωτές γροθιές κάτω από το πηγούνι και του έσπασε ένα δόντι.
Από τότε όχι μόνο δεν τον ξαναπείραξε ο Τάσος, αλλά τον καλόπιανε φοβούμενος να μην του επιτεθεί ξανά. Σιγά, σιγά πέρασαν τα χρόνια μεγάλωσε ο Χρηστάκης και έγινε Χρήστος. Μετά παντρεύτηκε και έκανε δική του οικογένεια .Τα αδέρφια του έφυγαν για την Αθήνα ,και ο μόνος ο οποίος έμεινε στο ανακατασκευασμένο πατρικό του σπίτι, ήταν ο Χρήστος με την δική του πια οικογένεια. Οι χωμάτινοι δρόμοι έγιναν ασφαλτόδρομοι, και τα χωράφια οικόπεδα, όπου γέμισαν κατοικίες. Έμενε ακόμη ο μεγαλύτερος δρόμος και ο κεντρικότερος για να ασφαλτοστρωθεί. Αυτό έγινε επειδή δεν παραχωρούσε ένας παλιός συμμαθητής του ο Μανώλης οικειοθελώς μερικά μέτρα γη στον Δήμο για να φαρδύνει ο δρόμος.. Ο Χρήστος μαζί με δυο ακόμη γείτονες πήγαν για να τον μεταπείσουν στο σπίτι του.
«Καλή είναι η πρόοδος τους είπε ο Μανώλης μα εγώ θα χάσω την ησυχία μου’
Τελικά ο Μανώλης πείστηκε και παραχώρησε μέρος από την αυλή του, κι ο δρόμος έγινε άσφαλτος. Γιατί ρε συ Μανώλη δεν επέμενες στην θέση σου; Μας έκαψες όλους και φταίμε εμείς οι οποίοι σε πιέσαμε. Νομίζαμε ότι θα προοδεύαμε. Δεν πέρασε πολύ καιρός, κι επειδή ήταν κεντρικός ο δρόμος και πλημμύρισε από αυτοκίνητα. αυτοκίνητα, είχε γίνει πλέον ένας επικίνδυνος δρόμος για παιδιά και μεγάλους. Ο παλιός του συμμαθητής ο Μανώλης δεν πρόλαβε να τον δει γιατί πέθανε από έμφραγμα,. όπως πεθαίνει και ο δρόμος καθημερινά από το μποτιλιάρισμα των αυτοκινήτων.
ΠΟΙΗΣΗ
Πριν από 20 ώρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου