Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

ΔΙΗΓΗΜΑ
Ο ΑΥΣΤΗΡΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΟΥ ΣΤΕΛΙΟΥ
« Πρόσκληση γραπτή να συναντηθούν οι παλιοί συμμαθητές- »μετά είκοσι πέντε έτη». να πιούμε ένα κρασί ,να θυμηθούμε τα παλιά.»
Μανόλης Αναγνωστάκης [ΤΟ ΠΕΡΙΘΏΡΙΟ 68- 69]
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
Ήταν Μάιος 1960. Ο ήλιος της άνοιξης έλαμπε από ψηλά και έριχνε στη γη χαιδευτικά τις ακτίνες του. Ο Στέλιος ή «Σπίθας» είχε πάει στο σχολείο του φορώντας μακρύ παντελόνι.
Αισθανόταν ότι ήδη είχε μεγαλώσει μια και σε ένα μήνα θα έπαιρνε το απολυτήριο του δημοτικού. Μόλις τον βλέπει ο δάσκαλος τού λέει¨ «Γιατί έβαλες μακρύ παντελόνι Στελάκι; .Βιάζεσαι να μεγαλώσεις; Μην βιάζεσαι καλό μου έχεις πολύ χρόνο ακόμη.» Τον αγαπούσε τον δάσκαλο του ο Στέλιος,.
Στο προηγούμενο σχολείο στο Ρέθυμνο είχε την ίδια δασκάλα σε όλες τις τάξεις. Ήταν πολλά παιδιά όμως στην τάξη και δεν τον εξέταζε τακτικά., κι ο Στέλιος είχε ρίξει τα αυτιά στον ώμο, και δεν διάβαζε. Τον Στέλιο τον φώναζαν και «Σπίθα» γιατί οι φίλοι του στην γειτονιά του, διάβαζαν το παιδικό περιοδικό «ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ» με ιστορίες από την Γερμανική κατοχή και του έλεγαν ότι μοιάζει με ένα πεινασμένο παιδί της κατοχής, τον Σπίθα ήρωα του περιοδικού.
Στην έκτη τάξη του δημοτικού οι γονείς του Στέλιου μετακόμισαν από τους Αρμένους Ρεθύμνου, για να είναι ο πατέρας του κοντά με τους δικούς του γιατί ήταν Χανιώτης με καταγωγή από χωριό των Κεραμειών.
Στην έκτη τάξη λοιπόν συναντήθηκε σε ένα νέο σχολικό περιβάλλον με ένα διαφορετικό δάσκαλο. Το σχολείο ήταν τριτάξιο κι ο ίδιος πήγαινε πλέον μαζί με μαθητές της πέμπτης τάξης. Ήταν όμως λίγα τα παιδιά και ο ήρωας δάσκαλος προλάβαινε κι έκανε μάθημα και στις δύο τάξεις. Σχεδόν κάθε ημέρα ο Στέλιος εξεταζόταν στα μαθήματα από τον δάσκαλο του, που ήταν και διευθυντής στο σχολείο του.» Ανάγκα και Θεοί πείθονται» Ο Στέλιος ήταν έξυπνο παιδί αλλά αμελής. Η καθημερινή εξέταση από τον δάσκαλο , και οι δυο τρις φορές τις οποίες εισέπραξε μπράβο, του έδωσαν φτερά, κι άρχισε να διαβάζει. Δεν ήταν και σπασικλάκι ,
αλλά διάβαζε για να μην εκτίθεται στον δάσκαλο του, να παρουσιάζεται ως αδιάβαστος και κακός μαθητής γιατί δεν του άρεσαν οι προσβολές. Ούτε το ξύλο όμως του άρεσε.
Ο δάσκαλος του, είχε για εκφοβισμό μία βίτσα από ξύλο μουριάς Την είχε πάντα σε περίοπτη θέση πάνω στην έδρα του, Ποτέ δεν την χρησιμοποιούσε, γιατί ήταν πολύ χονδρή και αλλοίμονο στον μαθητή που θα έτρωγε την ξυλιά. Έδινε όμως σκαμπίλια και ελαφρά χτυπηματάκια στους μαθητές στην άκρη του κεφαλιού τους, με την γροθιά σφιγμένη. Οι μαθητές τα έλεγαν αυτά «τσακμάκια.»Από εκείνη την τάξη δύο πράγματα θυμόταν όταν μεγάλωσε.. Τον συμμαθητή του τον Μπάμπη όπου του είπε τότε ο δάσκαλος να κλίνει το ρήμα αναγκάζομαι. κι αυτός άρχιζε «Εγώ αναγκάζομαι και συνέχιζε «Εσύ αγκανάρεσαι» οπότε του έδινε ο δάσκαλος το τσακμάκι και του έλεγε να αρχίσει ξανά από την αρχή. .Κι αυτός άρχιζε με το ίδιο λάθος «Εγώ αναγκάζομαι εσύ αγκανάρεσαι» Όλοι η τάξη τότε σειόταν από τα γέλια. Θυμόταν επίσης με πολύ αγάπη και τρυφερότητα την πρώτη του αγάπη. Ήταν μια μικροκαμωμένη αλλά πανέμορφη συμμαθήτρια του με μεγάλα εκφραστικά αμυγδαλωτά μάτια. Την αγάπησε εκ του μακρόθεν γιατί ποτέ δεν της το εξομολογήθηκε από κοντά λόγω του αυστηρού κλίματος της εποχής εκείνης Μετά από εικοσιπέντε χρόνια την ξανασυνάντησε και δεν την αναγνώρισε. Είχε παχύνει σαν γουρούνα κι ήταν παντρεμένη με πέντε παιδιά.. Όσο για τον συμμαθητή του με το ρήμα που δεν ήξερε να το κλείνει, όταν μεγάλωσε προόδευσε έγινε εργολάβος με πολλά λεφτά, ακριβό αυτοκίνητο κι εξοχικό στους Αγίους Αποστόλους. Ο Στέλιος πήρε πτυχίο πολιτικών επιστημών και διορίστηκε από το πολιτικό γραφείο του Κ. .Μητσοτάκη υπάλληλος στην Νομαρχία Χανίων. Τότε όλοι διοριζόντουσαν από τα πολιτικά γραφεία προς δόξα της «αξιοκρατίας.»
Κάθε φορά που θυμόταν ο Στέλιος τα σχολικά του χρόνια και τον αυστηρό δάσκαλο του, εκείνο με τα ‘τσακμάκια’ τον θυμόταν με αγάπη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου