Κυριακή 4 Απριλίου 2010

ΟΓΔΟΝΤΑ ΚΑΙ ΔΥΣΚΟΛΑ- διήγημα
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
«Μικραίνουν οι μέρες μικραίνουν για να στενοχωριούνται συντομότερες». Κική Δημουλά .Από τη Συλλογή «ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ».
Η κυρά Σήφαινα είναι μία πολύ βασανισμένη γυναίκα. Η ηλικία της θάναι γύρω στα ογδόντα χρόνια, αλλά μοιάζει πολύ περισσότερο ίσαμε εκατό, από τις κακουχίες και τον πόνο, τον οποίο βίωσε στο διάβα της ζωής της.
Πάντα φοράει στο σπίτι μια τριμμένη ρόμπα και ένα τσεμπέρι στα μαλλιά. Το όνομα της κυράς Σήφαινας είναι Δήμητρα
μα όλοι στο χωριό το είχαν ξεχάσει, γιατί όταν παντρεύτηκε και έκανε την «μοίρα»
πήρε ευθύς και το όνομα του συζύγου της του Σήφη. Η κυρά Σήφαινα είχε γεννήσει εφτά παιδιά . Άλλα τα μόλαρε στο χωράφι , εύκολα σαν τη γουρούνα, και άλλα στο σπίτι με την κυρά μαμή του χωριού.
Το πρώτο της παιδί ένα ξανθοκάστανο κοριτσάκι, το γέννησε πριν τη Γερμανική κατοχή. Δεν είχε τροφή να φάει εκτός από άφθονα χόρτα, και δεν έβγαζε γάλα να το θηλάσει ,ώστε την έπιαναν τα κλάματα.
Να μη σας πολυλογώ η Σήφαινα που την έλεγαν και Δήμητρα, μεγάλωσε τα παιδιά της
και τα έστειλε εκείνα τα δύσκολα χρόνια, από το χωριό στη πόλη να μάθουνε τέχνες ή να εργαστούν όπου βρουν δουλειά.. Η ίδια δεν ήθελε να τα διώξει από κοντά της ,και έκλαιγε όταν έφευγαν και τα δέντρα μάραινε. Τα δέντρα αποξηραίνονταν από τον καημό τους, και πάλι με τα δάκρυα της τα μάραινε ξανά και ξανά. Παρόλα αυτά τα καημένα τα δέντρα δεν μπορούσαν να καταλάβουν τον πόνο και να μπουν στη ψυχή της Σήφαινας. Λες και θα πήγαιναν τα παιδιά πολύ μακριά, μα δεν ήταν παραπάνω από καμιά εξηνταριά χιλιόμετρα δρόμο. Όμως ό άντρας της επέμενε να πάνε στη χώρα για να ζήσουνε καλύτερες μέρες, και να μην σκλαβωθούνε στα χωράφια να δουλεύουνε από το πρωί μέχρι το βράδυ και χαΐρι και προκοπή να μη βλέπουνε.
Τέλος πάντων. Τα παιδιά της κερά Σήφαινας, όλα παντρευτήκανε και έκαναν οικογένειες με παιδιά, και απόκτησε σιγά σιγά η Σήφαινα εγγόνια και δισσέγονα.
Πάντα όμως ήταν μελαγχολική και τριγύριζε σαν άδικη κατάρα μοναχή μέσα στο σπίτι της. Συνέχεια το μυαλό της σκεφτόταν τα παιδιά της και με το παραμικρό ανησυχούσε . Ευτυχώς που οι γυναίκες σήμερα είναι μορφωμένες, εργαζόμενες και με πολλά ενδιαφέροντα ώστε όταν φύγουν τα παιδιά τους από το σπίτι να μην είναι μόνιμα θλιμμένες. Η ψυχή της ωστόσο, της κυρά Δήμητρας, άνοιγε μόνο όταν τις Κυριακές κατάφθαναν παιδιά και εγγόνια, και με την φασαρία τους έδιναν ζωή στο σπίτι, όπου είχε πιάσει αράχνες από την μοναξιά ,όπως και η ψυχή της κυρά Σήφαινας.
Όταν έφτασε σε ηλικία ογδόντα χρονών το νευρικό της σύστημα κλονίστηκε. Δεν άντεξε να ζει χώρια από παιδιά και εγγόνια. Σαν να έπαθε κάτι η ψυχούλα της. Έγινε επιθετική και τα έβαλε με το γέρο της, όπου είχαν ζήσει πενήντα χρόνια μαζί αγαπημένα χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Άρχισε να μιλάει ακατάληπτα.
Ξαφνικά κάποια στιγμή αναπάντεχα φούσκωσε ο θυμός της και πήρε ένα τσεκούρι για να τον χτυπήσει.
Ο άντρας της τρόμαξε και πήρε αμέσως τον μεγάλο του γιό στο τηλέφωνο . Ο γιός τους ο Μανόλης, ήρθε από τη πόλη και την πήρε μαζί του στο αυτοκίνητο. Την επομένη μέρα επισκέφθηκαν μαζί ένα ψυχίατρο, όπου της έδωσε φάρμακα για να ηρεμήσει. Η καημένη η κυρά Σήφαινα. Δεν κατάφερε να ηρεμήσει γιατί το πρωί ο άντρας της την βρήκε ξαπλωμένη στο κρεβάτι και ακίνητη. Είχε πιεί δύο κουτιά χάπια
και κοιμήθηκε τον αίώνιο ύπνο. Αναπαύθηκε η αγωνίστρια και βασανισμένη μάνα της υπαίθρου.
Δεν άντεξε την θλίψη να ζει μόνη της, μακριά από τα εφτά παιδιά της, τα εγγόνια
και δισέγγονα της. Να σκέφτεται ατελείωτα το παρελθόν και να μελαγχολεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου