Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011

ΤΟ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΟ ΒΛΕΜΜΑ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑ
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
«Γυναίκα τι θα φάμε σήμερα». «Σήμερα μαγείρεψα μελιτζάνες Δημήτρη μου». «Πάλι μελιτζάνες βρε γυναίκα . Βαρέθηκα κάθε ημέρα λαδερά και όσπρια». Γιατί δεν μαγειρεύεις και κρέας καμιά φορά; Δεν φτάνουν τα έρμα τα λεφτά για κρέας Μήτσο μου». «Πως να αγοράσω το κρέας»; «Με αέρα»; «Δεν φτάνει που ντρέπομαι να περάσω από τον χασάπη της γειτονιάς γιατί με αγριοκοιτάζει». «Γιατί σε αγριοκοιτάζει Μαρίκα μου;» «Θα πάω να του σπάσω τα μούτρα». «Του χρωστάμε Μήτσο μου». «Έχουμε πάρει μύριες όσες φορές κρέας βερεσέ». «Με το δίκιο του ο άνθρωπος μας περιφρονεί». «Μήτσο μου, σου το έχω πει εκατό φορές». «Μάλλιασε η γλώσσα μου να σου λέω συνεχώς τα ίδια». «Σταμάτα να παίζεις ζάρια και χαρτιά». «Σταμάτα να συχνάζεις σε κρυφές και φανερές λέσχες χαρτοπαιξίας». «Χρωστάμε παντού». «Δεν σκέπτεσαι τα τέσσερα κορίτσια σου»; «Τι θα απογίνουν τα καημένα» . «Με αυτό το όνομα που έχει η οικογένεια μας;» «Όσοι μας γνωρίζουν μας γυρίζουν την πλάτη. «Σε όλους χρωστάμε διότι, έχουμε πάρει δανεικά και …αγύριστα». «Ντρέπομαι άνδρα μου να κυκλοφορήσω στον δρόμο, μήπως δω κανένα που του χρωστάμε και με προσβάλλει.» «Αμάν βρε γυναίκα δεν αντέχω την μουρμούρα σου». «Δεν βαρέθηκες να μουρμουρίζεις;» «Ακόμη μια φορά να πάρω πίσω τα χαμένα, και πάει τελείωσε». «Να μου κοπούν τα δάχτυλα μου, έτσι και ξαναπιάσω χαρτί, ή ζάρι στα χέρια μου». «Πόσες φορές δεν μου έχεις ορκιστεί κι έχεις καταπατήσει τον όρκο σου;» «Βαρέθηκα ,κουράστηκα, δεν αντέχω άλλο». Η κυρά Μαρίκα βγήκε από το δωμάτιο με βιαστικό βήμα ξεσπώντας σε αναφιλητά. Έφυγε και ο Μήτσος νευριασμένος χτυπώντας, την πόρτα πίσω του. Ο Μήτσος εκτός από χαρτοπαίκτης ήταν και φρουτέμπορος- λαχανέμπορος. Όταν δεν ξενυχτούσε χαρτοπαίζοντας, θυμόταν ότι είχε δουλειά, οικογένεια και σπίτι. Πήγαινε από τα ξημερώματα στην λαχαναγορά, φόρτωνε φρούτα, και λαχανικά στο μικρό φορτηγό του και τα πουλούσε στην λαϊκή. Όσα του περίσσευαν από την λαϊκή πήγαινε σένα γνωστό του ο οποίος είχε χοιροστάσιο, και του τα έδινε κοψοχρονιά. Έτσι για να κερδίσει κι αυτός, κάτι παραπάνω, και να μην έχει φύρα από τα πεταμένα φρουτολαχανικά που περίσσευαν. Εγώ γνώρισα την οικογένεια του κυρ Μήτσου , την εποχή που μόλις είχα απολυθεί από το στρατό. Σύχναζα σε μία καφετέρια με την ονομασία «Πράσινο μήλο» , με δύο συνομηλίκους μου και φίλους μου. Τον Παυσανία και τον Σωκράτη. Στην ίδια καφετέρια ερχόταν τακτικά και η παρέα τριών κοριτσιών. Η κοπέλα με τα καστανά μακριά μαλλιά και τα μαύρα αμυγδαλωτά μάτια, με είχε εντυπωσιάσει ιδιαίτερα. Εκείνο τον καιρό στην Κρήτη ήταν αυστηρά τα ήθη. Δεν ήταν τόσο εύκολο να πλησιάσεις κορίτσι. Αναγκάστηκα να την παρακολουθήσω. Είδα που διέμενε και ότι ήταν νυχτερινή σένα φροντιστήριο Αγγλικών. Πάντα ήθελα να μάθω μια ξένη γλώσσα. Ήταν ευκαιρία να γραφτώ κι εγώ στο ίδιο φροντιστήριο. Γνώρισα την Κατερίνα μέσω μίας γειτόνισσας μου που σπούδαζε κι αυτή στο ίδιο τμήμα. Δεν άργησα να την ερωτευτώ. Ήταν μια σοβαρή κοπέλα η οποία είχε τελειώσει το λύκειο.
Μάθαινε Αγγλικά και γραφομηχανή για να βρει κάποια εργασία γραμματέως. Πολλές φορές ήταν αφηρημένη κι είχε μια αδιόρατη μελαγχολία στο βλέμμα της. Την ρωτούσα ,αν την απασχολούσε κάτι. Ποτέ δεν μου απαντούσε. Αν είχε κάποιο μυστικό το κρατούσε για τον εαυτόν της. Εγώ δούλευα σε εργολάβο οικοδομών. Παρόλο που ήμουν νέος σε ηλικία ,είχα μάθει την δουλειά στην οικοδομή. Είχα γίνει μάστορας, παίρνοντας και το ανάλογο μεροκάματο. Άλλωστε δούλευα από μικρός. Μόλις τέλειωσα το δημοτικό. Ο πατέρας μου είχε εφτά παιδιά, και κανένα δεν σπούδασε. Όλα τα παιδιά βγήκαμε από μικρά στην βιοπάλη. Εντάξει εφηβεία δεν ζήσαμε εκείνη την εποχή. Αλλά δεν λέω ατσαλωθήκαμε για να αντιμετωπίσουμε την ζωή. Μπορεί να μην είχαμε προστασία από τους γονείς ,διότι κι αυτοί ήταν πάμπτωχοι κι αγράμματοι. Γίναμε όμως αφέντες της ζωής μας από μικρή ηλικία. Μπορεί κάποιοι απ`εμάς, να απέκτησαν κόμπλεξ κατωτερότητας, επειδή ασχολήθηκαν με ταπεινά επαγγέλματα ή δεν τους βγήκε το όνειρο τους. Καμία δουλειά όμως δεν είναι ντροπή, κι είναι τιμή σε όποιον εργάζεται σε οποιοδήποτε εργασία .Μαθαίνει την ζωή ,διότι η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο από εμπειρίες. Όπως λέει και ο μεγάλος Αλεξανδρινός ποιητής Κ. Καβάφης¨ Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι να`ναι μακρύς ο δρόμος, γεμάτος περιπέτειες , γεμάτος γνώσεις. Τους Λαιστρυγόνες και του Κύκλωπες, τον θυμωμένο Ποσειδώνα μην φοβάσαι»… Με την γλυκειά μου Κατερίνα αρραβωνιαστήκαμε ένα αυγουστιάτικο βράδυ. Μαζευτήκαμε μόνο οι στενοί συγγενείς ,και έγινε το τραπέζι στο σπίτι της νύφης. Τα έξοδα τα έκανα εγώ διότι ως συνήθως ο πεθερός μου ήταν… ταπί από την χαρτοπαιξία , και ψύχραιμος. Σχεδιάζαμε να μείνουμε δύο χρόνια αρραβωνιασμένοι . Η Κατερίνα θα προσπαθούσε να τακτοποιηθεί σε κάποια εργασία. Κι εγώ ήθελα να μαζέψω χρήματα για να αγοράσουμε έστω με δόσεις κάποιο διαμέρισμα. Ζήσαμε έξη μήνες αρραβωνιασμένοι. Ένα απαίσιο πρωινό πήγα στο σπίτι των πεθερικών μου. Τους είδα όλους να κλαίνε αναστατωμένοι. Μπήκα στο δωμάτιο της Κατερίνας και την βρήκα πλαγιασμένη στο κρεβάτι της. Είχε τελειώσει την ζωή της με χάπια. Στην αρχή δεν το συνειδητοποίησα και την σκούντησα για να ξυπνήσει.
Όταν είδα τους δικούς της να κλαίνε από πάνω της, κατάλαβα τι έγινε και έπαθα σοκ. Οι δικές μας οι σχέσεις, ήταν σε πολύ καλό σημείο. Ένα πελώριο γιατί, με κατέτρωγε για καιρό. Η Κατερίνα από τότε που την γνώρισα, φαινόταν σαν κάτι να την απασχολούσε αλλά , πήρε το μυστικό της στον τάφο της. Στολισμένη με το νυφικό που δεν φόρεσε ποτέ. Πέρασε καιρός μέχρι να συνέλθω. Ευτυχώς ήμουν νέος και άντεχα τις μπόρες. Μετά δέκα χρόνια γνώρισα μια κοπέλα και την παντρεύτηκα . Σήμερα είμαι πάτερ φαμίλιας με τέσσερα παιδιά. Περνάω καλά στην ζωή μου . Δεν έχω ιδιαίτερα παράπονα. Μερικές φορές όμως έρχεται να μου χαλάσει την γαλήνη μου η σκέψη του άδικου χαμού της Κατερίνας. Ήταν ένα όμορφο κορίτσι , μόνο δέκα εννέα χρόνων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου