Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2011

ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑ
ΟΝΕΙΡΟ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΠΑΕΙ…
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
Ο Γιάννης μόλις είχε απολυθεί από τον στρατό. Εκείνο τον καιρό καθόταν σε μια καφετέρια με τους φίλους του, και σχεδίαζαν το μέλλον. Το παρόν δεν ήταν καθόλου ευχάριστο για τον Γιάννη. Με το, που πάτησε το πόδι του στο στρατό, την δεύτερη ημέρα, τον παίρνουν στο τηλέφωνο, ότι¨ «πέθανε ο πατέρας του από καρδιακό επεισόδιο». Έλαβε έκτακτη ειδική άδεια, από τον διοικητή του, για να παρευρεθεί στο νησί του, όπου θα γινόταν η ταφή. Ο αδελφός του δεν πρόλαβε να έρθει από το εξωτερικό. Ο Γιάννης ήταν ένα φτωχόπαιδο από ένα νησάκι του Αιγαίου. Ο πατέρας του ο Σημαντήρης ήταν ψαράς. Διέθετε ένα μικρό τρεχαντήρι, όπου έριχνε τα δίχτυα του κοντά στο νησί του, και κέρδιζε τα προς το ζην. Ο μεγαλύτερος του αδελφός ο Μηνάς, είχε τελειώσει μια σχολή μηχανικών εμπορικού ναυτικού , και ταξίδευε στα ποντοπόρα πλοία. Ο Γιάννης είχε τελειώσει το λύκειο, κι αυτό σπρωχτό, με το στανιό γιατί δεν διάβαζε τα μαθήματα του. Τις περισσότερες φορές ακολουθούσε τον πατέρα του στο ψάρεμα.¨ «Κάτι πρέπει να κάνεις στη ζωή σου γιέ μου». Τον συμβούλευε ο πατέρας του. «Θέλεις να σκυλοπνίγεσαι στην θάλασσα κάθε βράδυ σαν εμένα, και πολλές φορές να μη βγάζεις ούτε το μεροκάματο»; Ο Γιάννης όμως ήταν λίγο επιπόλαιος και δεν άκουγε κανένα. Δεν έμαθε ούτε τέχνη σε τεχνική σχολή, ούτε γράμματα. Όταν ξέμπλεξε με το στρατιωτικό του γύρισε στο νησί του. Κάθισε εκεί ένα μόνο μήνα. Έψαξε για δουλειά
μα δεν βρήκε στο νησί ,και ένα ωραίο πρωινό καταφθάνει στον Πειραιά.. Στα καμίνια κατοικούσε ένας ξάδελφος του. Κοντά σ`εκείνη τη γειτονιά νοίκιασε ο Γιάννης ένα φθηνό δωμάτιο. Ο εξάδελφος του ο Κωστής, του γνώρισε ένα βιοτέχνη που κατασκεύαζε δερμάτινα είδη. Εκείνος του έδωσε ζώνες να της πουλάει χονδρικώς στα περίπτερα, και να εισπράττει ένα ποσοστό κέρδους για λογαριασμό του. Ανέλαβε με ζήλο εκείνη την δουλειά, αλλά ήταν και απελπισμένος μην έχοντας τίποτα άλλο να κάνει.
Δούλευε ασταμάτητα. Τις ελεύθερες του ώρες είχε στήσει ένα μικρό στασίδι γύρω από την ομόνοια, και πουλούσε ζώνες λιανικώς. Κοιτούσε κλεφτά μην έλθει κανείς αστυνομικός, να τον τρέχει στα δικαστήρια, γιατί δεν διέθετε άδεια μικροπωλητή. Δουλεύοντας αγχωτικά κατάφερε να κερδίζει αρκετά χρήματα. Τότε μεταφέρθηκε σένα μεγαλύτερο διαμέρισμα . Είχε ειδοποιήσει την κυρά Βαγελλία την μάνα του ότι θα πήγαινε στο νησί να την πάρει μαζί του. Δεν άντεχε να την σκέπτεται μονάχη στο νησί. Ήθελε να της γνωρίσει και την κοπέλα του την Κρινιώ. Ήταν πωλήτρια στο κατάστημα του «Κ. Μαρούση» στην οδό Σταδίου. Ο Γιάννης σχεδίαζε να μαζέψει χρήματα για να ανοίξει μια δική του επιχείρηση. Τότε είπε στην Κρινιώ ότι θα τη ζητούσε από του γονείς της σε γάμο. Ένα καλοκαιρινό μεσημέρι ήταν κουρασμένος από την δουλειά, κι έπεσε κατάκοπος να κοιμηθεί. Είδε στο όνειρο του ότι βρισκόταν σένα μεγάλο κατάστημα με δερμάτινες ζώνες. Ο ίδιος καθόταν στο ταμείο. Πλήθος πελατών είχε εισέλθει στο κατάστημα. Έδινε μία ζώνη στον κάθε πελάτη χωρίς να εισπράττει χρήματα, κι όλοι έφευγαν ευχαριστημένοι. Όταν ξύπνησε από την μεσημεριανή σιέστα αναρωτιόταν τι ήθελε να πει αυτό το όνειρο. Δεν πρόλαβε να πιει τον καφέ του όταν ήρθαν δύο αστυνομικοί τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο τμήμα ασφαλείας τη περιοχής του. Ο βιοτέχνης που συνεργαζόταν, τον είχε καταγγείλει ότι πήγαινε στην βιοτεχνία του με ένα μικρό φορτηγό και του έκλεβε χιλιάδες ζώνες. Ο Γιάννης δεν περίμενε αυτή την συμπεριφορά από τον συνεργάτη του. Ορκιζόταν ότι ήταν αθώος αλλά παρόλα αυτά πέρασε μια νύχτα στο κρατητήριο.
Αναγκάστηκε να προσλάβει δικηγόρο για να ξεμπερδέψει, διότι δεν υπήρχαν στοιχεία εις βάρος του. Τελικά ο κλέφτης ήταν ένας κακοπληρωμένος υπάλληλος της επιχείρησης του βιοτέχνη, με ποινικό μητρώο. Παρά του ότι ο Γιάννης ήταν ένας άπιστος Θωμάς από τότε άρχισε να πιστεύει στα όνειρα.













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου