Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

ΣΤΗΝ ΚΟΨΗ ΤΟΥ ΞΥΡΑΦΙΟΥ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑ
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
Η Μαρία έμεινε χήρα στα σαράντα της χρόνια. Έζησε σε μια εποχή όπου οι κοπέλες στα χωριά παντρευόντουσαν από δεκαπέντε έως είκοσι χρόνων. Η Μαρία είχε μείνει στο ράφι. Ήταν η τελευταία από τις πέντε αδελφές, και τα τρία αγόρια στην οικογένεια της. Άργησε η μεγαλοκοπέλα¨ «να κάνει την μοίρα» όπως λέγανε στα χωριά οι αγρότισσες. Με τον άνδρα της έζησε μονάχα τρία χρόνια. Ήταν μεγάλος στην ηλικία, και η Μαρία τον παντρεύτηκε με το στανιό και χωρίς έρωτα. Άλλωστε δεν τον είχε γνωρίσει ποτέ από κοντά. Μια φορά μόνο, που είχε πάει με την μητέρα της να επισκεφθούν συγγενείς τους, στο διπλανό χωριό μίλησε με την μητέρα της, και τον χαιρέτησε. Αυτή ήταν η όλη γνωριμία τους. Είχε όμως κουραστεί να ζει μόνη, με την χήρα μητέρα της, να της μουρμουρίζει συνεχώς. «Γιατί δεν παντρεύεσαι», να την μειώνει σαν να ήταν ένοχη αμαρτήματος, και να την αισθάνεται βάρος. Όταν πήγαινε στην εκκλησιά την Κυριακή, οι γυναίκες του χωριού της έλεγαν καλημέρα ,και σιγομουρμούριζαν πίσω της¨ «Περνάει η γεροντοκόρη».
Η Μαρία δεν ήταν εναντίον του γάμου. Απλούστατα όταν ήταν μικρή και στο καιρό της, είχαν σειρά οι αδελφές της, και δεν βρέθηκε κανείς βοσκός ή αγρότης, για να την παντρευτεί, Ήταν «της μοίρας της γραμμένο», όπως έλεγαν στο χωριό της. Στο τέλος αποκαμωμένη παντρεύτηκε ένα ηλικιωμένο άνδρα, κι έζησε τρία χρόνια μαζί του. Ποτέ του, ο Σταυριανός, έτσι τον έλεγαν δεν της είπε μια κακή κουβέντα. Ποτέ του, δεν ύψωσε τον τόνο της φωνής του.
Αν πρόεκυπτε κανένα πρόβλημα το έλυναν με διάλογο. Έχοντας ζήσει σε μια οικογένεια όπου περίσσευαν η βία ,οι καυγάδες και οι φωνές, νόμιζε ότι ο άνδρας που παντρεύτηκε ήταν από άλλο πλανήτη. Κόντευε να τον αγαπήσει, τον ήρεμο αυτόν άνθρωπο. Μήπως είχε γνωρίσει άλλον άνδρα, εκτός από τους άνδρες του δικού της σπιτιού; Τι κρίμα. Έπρεπε όμως να το περιμένει. Ο άνθρωπος ήταν σχεδόν υπερήλικας. και κάποτε θα ερχόταν το μοιραίο. Της πέθανε ξαφνικά μια νύχτα πάνω στο ροχαλητό του, ενώ κοιμόταν δίπλα του . Όταν γύρισε από το άλλο πλευρό, και τον αντίκρισε ακίνητο, με τα μάτια ανοιχτά και γουρλωμένα, έπαθε σοκ. Όταν συνήλθε του έκλεισε τα μάτια, και τα φίλησε. Όσο και να τον στεφανώθηκε με το στανιό, δεν έπαβε να ήταν ο μοναδικός άνδρας της ζωής της. Ήταν μόνη πλέον στον κόσμο. Έβαλε τις φωνές. Μάταια όμως γιατί το σπίτι βρισκόταν μακριά από τον οικισμό, και κανείς δεν την άκουσε. Πήρε από μία γωνία, την λάμπα πετρελαίου, και την άναψε. Έριξε πάνω της μια ρόμπα κι έτρεξε να ειδοποιήσει τους συγγενείς και χωριανούς της. Ξενύχτισε μαζί τους τον νεκρό, κλαίγοντας και μοιρολογώντας τον, σαν γνήσια παραδοσιακή γυναίκα της Κρήτης. Από τον καιρό εκείνο φόρεσε τα μαύρα. Δεν τα έβγαλε ποτέ μέχρι το δικό της φευγιό ,από την τωρινή ματαιότητα.
Η Μαρία δεν είχε αδέλφια και αδελφές κοντά της. Να μιλήσει να πει τον πόνο της, και τα προβλήματα της. Όλοι τους βρισκόταν εξαφανισμένοι, στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Μετανάστες στην Αμερική, Αυστραλία, Γερμανία, και Καναδά. Έναν αδελφό είχε κοντά της, τον Βαρδή. Πόσο κοντά; Πολύ κοντά. Μισή ώρα ποδαρόδρομο. Με την διαφορά ότι δεν άντεξε κι αυτός, στην ανέχεια του μακρινού χωριού του ,και έφυγε για την πόλη των Χανίων. Μόλις το έμαθε η Μαρία έβαλε ξανά τα κλάματα. Θα έπαιρνε μαζί του εκτός από την πολυμελή οικογένεια του, και την υπερήλικη μητέρα τους. Αισθανόταν μια μοναξιά να την περιτυλίγει. Η ηλικιωμένη μητέρα της, είχε περιέλθει πλέον, στην κατηγορία του ώριμου φρούτο.
Μέσα από ατελείωτες ώρες διαδρομής, σε στενούς δρόμους γεμάτους απότομες στροφές, έφθασε το σαραβαλιασμένο φορτηγό, σε μια αγροτική περιοχή του Βαρυπέτρου μερικά χιλιόμετρα έξω από την πόλη των Χανίων. Στο φορτηγό είχαν φορτωθεί όλα τα όνειρα της κυρά Τασίας της Σήφαινας. Είχε πιέσει αφάνταστα τον άνδρα της τον Βαρδή να μετοικίσουν από το χωριό στην Αθήνα. Ο Βαρδής ήταν περίπου πενήντα χρόνων, και δεν αποφάσιζε μια τέτοια διαδρομή σε αυτή την ηλικία. Η Τασία ζούσε την ακραία φτώχεια του χωριού της, και της οικογένειας της. Είχε εφτά παιδιά το μικρότερο σε βρεφική ηλικία, και το μεγαλύτερο ήταν κοτζάμ παλικάρι με μουστάκι. Ήδη ο κανακάρης της ο Χρήστος είχε αρχίσει τις μικροζωοκλοπές. Η Τασία σε κατάσταση πανικού μην σκοτώσουν τον γιό της, θέλησε να φύγουν στην Αθήνα, όπου είχε στενούς συγγενείς για να την προστρέξουν σε κάποια δυσκολία. Όμως ο άνδρας της ο Βαρδής, της ξέκοψε ότι δεν άντεχε να ζήσει σε μεγάλη πόλη και τόσα μίλια μακριά από το χωριό του. Αντί να πάνε στην μεγαλούπολη έφθασαν στο Βαρύπετρο Χανίων. Με τα λίγα χρήματα τα οποία μάζεψε από την πώληση της περιουσίας του, στο μακρινό χωριό του, ο Βαρδής, αγόρασε μια παλιά μικρή μονοκατοικία, και ένα μικρό κήπο. Ίσα ίσα που έφτανε ο κήπος του, να καλλιεργεί μερικά κηπευτικά για την οικογένεια του. Ο Βαρδής, έκανε όποια δουλειά του τύχαινε. Τα παιδιά του αγόρια και κορίτσια βρήκαν περιστασιακές δουλειές για λίγο στην πόλη.
Κάποια στιγμή απελπισμένα τα παιδιά και ελπίζοντας σε μια καλύτερη ζωή, έφυγαν στο εξωτερικό. Άλλα μετανάστευσαν στην Αυστραλία, και άλλα στον Καναδά. Μονάχα ο Χρήστος έμεινε μαζί τους, και η Σταυρούλα, η οποία βρήκε γαμπρό, και παντρεύτηκε στο Ρέθυμνο. Ο Χρήστος ως μεγαλύτερος που ήταν είχε καλές αναμνήσεις από την θεία του, την Μαρία στο χωριό . Μια φορά το μήνα την θυμόταν αγόραζε τρόφιμα πολύτιμα εκείνο τον καιρό της μεγάλης φτώχειας, και τα έστελνε με το λεωφορείο στην καλή του θεία. Η Θεία Μαρία έστελνε από το χωριό πηχτή, σύγκλινα και καπνιστά λουκάνικα, σύμφωνα με το έθιμο, κάθε Χριστούγεννα που έσφαζε το θρεφτάρι χοίρο της. Εκείνα τα Χριστούγεννα, για την ακρίβεια δέκα ημέρες πριν τα Χριστούγεννα έλαβαν επιστολή από την Μαρία ότι θα ερχόταν στο Βαρύπετρο να κάνει μαζί τους Χριστούγεννα. Είχαν μείνει τρεις και ο κούκος στο σπίτι, και χάρηκαν που θα την είχαν παρέα τους. Ο αδελφός της ο Βαρδής κατά τις δώδεκα το μεσημέρι πήγε στο καφενείο να πιει ένα καφέ. Πήρε στα χέρια του, την εφημερίδα των Χανίων «Παρατηρητής». Στην πρώτη σελίδα έγραφε η εφημερίδα για ένα άγριο έγκλημα στο χωριό της αδελφής του. Σκύβει λίγο για να διαβάσει καλύτερα. Είχαν ληστεύσει και φιμώσει την υπερήλικη χήρα αδελφή του. Υπήρξε και βιασμός. Πέθανε από πνιγμό, κατά την διάρκεια του βιασμού. «Γινόταν ανακρίσεις και έρευνες, για την σύλληψη του δράστη». Ο Βαρδής διαβάζοντας την είδηση κόπηκε η αναπνοή του. Παρά λίγο να λιποθυμήσει. Πήρε το ποτήρι με το νερό και το ήπιε μονορούφι. Πως θα έλεγε την είδηση στον γιο του, τον Χρήστο που της είχε αδυναμία; Τα φετινά Χριστούγεννα θα ήταν για την οικογένεια του Βαρδή γεμάτα πόνο δάκρυα, και μοναξιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου