Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

ΔΙΗΓΗΜΑ

ΜΙΑ ΑΝΩΜΑΛΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ.ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ

Η ημέρα εκείνη του Φλεβάρη ήταν σκεπασμένη με βαριά σύννεφα. Σε λίγο θα άρχιζε να βροντά, και ήδη ξεκίνησαν οι πρώτες ψιχάλες. Ο κυρ Μιχάλης

ήπιε μονορούφι το κρασί, που είχε απομείνει στο μικρό ποτήρι , έβαλε στο στόμα την ελιά θρούμπα, που τον περίμενε μόνη, στο μικρό πιατάκι , σαν να του έλεγε να την βάλει στο στόμα του, να μην πει χαμένη, και βγήκε με γρήγορο βήμα ,από το καφενεδάκι της γειτονιάς του, για να πάει στο ταπεινό σπιτάκι του, στα στενά της νέας χώρας. Στο υφαντό σακούλι του είχε δύο κιλά ψωμί , τα οποία δεν έφταναν για να χορτάσουν την πείνα της πολυπληθούς οικογενείας του. Πάλι ήταν έτοιμος να ακούσει την μουρμούρα της συζύγου του , Ευαγγελίας. Την είχε όμως συνηθίσει, να του μουρμουρίζει διαρκώς, κι έκανε πως δεν την άκουγε. Η κυρά Βαγγελιώ είχε κι αυτή τα δίκια της , διότι η οικογένεια τους , αποτελείτο από εννέα άτομα, μαζί με την χήρα πεθερά της. Η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη για όλους. Ούτε να φάνε δεν είχαν, γιατί το φαγητό δεν τους έφτανε, ούτε να κοιμηθούν γιατί οι χώροι δεν τους έφταναν. Όσο αγαπημένο, κι αν είναι ένα ζευγάρι η φτώχεια φέρνει την γκρίνια. Δεν γνωρίζω όμως, αν ήταν ποτέ, και πόσο εξακολουθούσαν να είναι αγαπημένοι. Πάντως είχαν παντρευτεί με προξενιό αρχές της δεκαετίας του 1930. Εκείνος ονομαζόταν Μιχάλης, σαν τον αδελφό του πατέρα του. Ήταν 20 χρονών και η Βασιλική δεκαεφτά. Άγουρα παιδιά και τα δύο σε δύσκολες εποχές μεσοπολέμου και φτώχειας στην αγροτική χώρα.. Παιδιά τα οποία ανάλαβαν, σύμφωνα με τα κρατούντα της εποχής, να κάνουν δική τους οικογένεια. Τώρα είμαστε στο έτος 1958. Δεν είχαν περάσει και τόσα πολλά χρόνια από την Γερμανική κατοχή στην Κρήτη το 41-45 , κι από τον εμφύλιο πόλεμο το 46- 49, έστω και περιορισμένης εμβέλειας στο νησί μας, σε σχέση με την στεριανή Ελλάδα. Η Κρήτη όπως και η υπόλοιπη χώρα, μετά από αυτές τις αλλεπάλληλες αναμετρήσεις, όπου η δεύτερη επειδή ήταν εμφύλια ήταν η χειρότερη, βγήκε οικονομικά κατεστραμμένη, και πάμφτωχη. Νικήτρια παράταξη του εμφυλίου πολέμου , ήταν μια σκληρή , δεξιά η οποία είχε επιστρατεύσει ως χωροφύλακες , άνδρες των ταγμάτων ασφαλείας, που είχε οργανώσει η κατοχική δοσίλογη κυβέρνηση, για να πολεμήσουν την αντίσταση του Ε.Α.Μ.

Οι κυβερνήσεις της εποχής, κυβερνούσαν δια τη πυγμής, και με οπλοστάσιο τους πλήθος αντιδημοκρατικών νόμων, από την εποχή ακόμη της δικτατορίας Μεταξά. Όσοι πολέμησαν εναντίον των Γερμανών στη κατοχή, από τις τάξεις του Ε.Α.Μ, είχαν οδεύσει στην εξορία, ή είχαν αυτομολήσει, στις ανατολικές σοσιαλιστικές χώρες, μετά την ήττα του δημοκρατικού στρατού, στο Γράμμο και στο Βίτσι, το 1949. Μετά την ήττα της αριστεράς ,οι κυβερνήσεις που ήρθαν στη εξουσία, άνοιξαν τα ξερονήσια του Αιγαίου, και εξόρισαν πλήθος Αριστερών. Επί πλέον η αστυνομία φακέλωνε τους πολίτες,{κρατούσε σε φακέλους στοιχεία των πολιτών για τα πολιτικά τους φρονήματα}.Εάν ήσουν αριστερός, ή έστω συμπαθούσες την αριστερά, ή ήσουν προοδευτικό στοιχείο, δεν είχες θέση στην κοινωνία των «εθνικοφρόνων», όπως ονόμαζε η σκληρή δεξιά τον εαυτόν της, ενώ τους αριστερούς τους αποκαλούσε "μιάσματα". Σε αυτό το κλίμα έζησε ο λαός μας, τον διχασμό , το μίσος, και τον διωγμό, αλλά και την ακραία φτώχεια, ιδιαίτερα στα χωριά της Ελλάδος, όπου οι χωρικοί, ήταν έρμαιο στις διαθέσεις του τελευταίου χωροφύλακα. Ο πολίτης που είχε φάκελο στην ασφάλεια , δεν είχε την δυνατότητα να εργαστεί στο δημόσιο, ούτε ως οδοκαθαριστής ούτε το παιδί του να εισέλθει στο πανεπιστήμιο. Αλλά και στον ιδιωτικό τομέα οι δουλειές ήταν περιορισμένες . Την εποχή εκείνη ,ο κόσμος μετανάστευε μαζικά από τα χωριά ,στην Αθήνα κυρίως, για να κρυφτεί μέσα στο πλήθος, αλλά και στις μικρότερες Ελληνικές πόλεις ή στο εξωτερικό. Μία οικογένεια εσωτερικών μεταναστών, ήταν και η οικογένεια του Μιχάλη. Έφθασε στην πόλη των Χανιών, και δεν είχε που την κεφαλή κλίναι. Τον πρώτο καιρό που ήρθε στην πόλη τριγυρνούσε χωρίς δουλειά επί ένα εξάμηνο. Όσα από τα παιδιά του είχαν τελειώσει το δημοτικό, μπήκαν σε διάφορες δουλειές κι ευτυχώς, γιατί αν περίμεναν να τους φέρει ο πατέρας φαγητό, θα έμενε η οικογένεια του με το πιρούνι στο χέρι. Κάποια στιγμή απελπισμένος, ο πατέρας βρήκε μερικά ταβλάκια από ένα ξυλουργείο, τα κάρφωσε σε σχέδιο, έβαλε μόνος του μια ρόδα μπροστά, έφτιαξε ένα χειροκίνητο καροτσάκι . Με αυτό έκανε μικρομεταφορές, αλλά και διάφορα άλλα θελήματα. Τον αγαπούσε ο κόσμος γιατί ήταν δουλευτής, κι έτσι κατάφερε να κερδίζει το πιάτο της ημέρας για να μην ακούει το καθημερινό μουρμουρητό της γυναίκας του. Νοσταλγούσε όμως το χωριό του,και τους χωριανούς , όπου έπαιζαν πρέφα στο καφενείο, θυμόταν τα γλέντια που έκαναν στους γάμους στις γιορτές και στις βαφτίσεις. Πήγαινε στο μέρος, όπου είχε το σταθμό το μοναδικό λεωφορείο που εκτελούσε το δρομολόγιο της επαρχίας του .Ποτέ όμως δεν πήγαινε με το καροτσάκι της δουλειάς του. Αισθανόταν ντροπή να τον βλέπουν οι χωριανοί του , να είναι χαμάλης . Όταν τον ρωτούσαν τους έλεγε ότι ήταν φύλακας στην τεχνική σχολή «ο Δαίδαλος» με καλό μισθό. Όταν αρρωστούσε από κανένα κρυολόγημα πήγαινε κι αυτός αλλά και η οικογένεια του στο ιατρείο του κομμουνιστή κι αγωνιστή γιατρού Κώστα Χιωτάκη, όπου είχε εκλεγεί βουλευτής της Ε.Δ.Α. Τις περισσότερες φορές δεν είχε χρήματα κι ο γιατρός του έλεγε με συγκατάβαση . «Πήγαινε σε παρακαλώ ,από σένα δεν θα πάρω λεφτά» . Κάποια στιγμή τον ειδοποίησαν να παρουσιαστεί στο τμήμα ασφαλείας Χανίων. Παρουσιάστηκε και τον έστειλαν στο γραφείο του διοικητή. Ο διοικητής βλοσυρός κι αμίλητος άνοιξε τον φάκελο του. Βλέπω ήσουν στο χωριό σου συνδρομητής της «Αυγής». Πηγαίνεις τακτικά και στα γραφεία του Χιωτάκη.Συμμετέχεις και σε συγκεντρώσεις της ΕΔΑ". Ό διοικητής της ασφαλείας παίρνει το καλό του ύφος και τον ρωτάει. «Πες μου". Γνωρίζεις που κρύβονται οι αντάρτες"; "Αν μου πεις θα πάρω προαγωγή και θα σε ανταμείψω». «Ότι μου ζητήσεις θα το έχεις». Ο Μιχάλης του απάντησε θαρραλέα. «Δεν γνωρίζω κ. διοικητά. "Όμως κι αν γνώριζα δεν θα σας το έλεγα».Ο διοικητής ασφαλείας κίτρινος από τον θυμό του κτύπησε το χέρι του στο τραπέζι. «Πώς τολμάς να μιλάς έτσι στον διοικητή ασφαλείας»; Φώναξε αμέσως ένα χωροφύλακα τον διέταξε και έθεσε τον Μιχάλη υπό κράτηση μία νύχτα στο κρατητήριο. Όταν τον άφησαν ελεύθερο διηγιόταν την περιπέτεια του, στην οικογένεια του που ανήσυχη φοβόταν για το χειρότερο. Ο Μιχάλης την επομένη, πήγε στο γραφείο του βουλευτή Κώστα Χιωτάκη ,να τον ενημερώσει για το συμβάν που δεν ήταν το μόνο, αλλά οι διώξεις των αριστερών, ήταν τότε φαινόμενο της καθημερινότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου