Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2011

ΕΝΑΣ ΨΕΥΤΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΘΗΡΑΣ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑ
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
«Τι είσαι Πελοπίδα; Έμπορος, βιοτέχνης, ή πλασιέ;» _ «Όλες τις δουλειές της κάνω άμα λάχει να πούμε». «Αρκεί να πληρώνομαι». Μέχρι και στον πόλεμο του Βιετνάμ έχω πολεμήσει σε νεαρή ηλικία ως μισθοφόρος των Αμερικανών.» Αλήθεια το λες ;
Να σου ορκιστώ στον Σταυρό;» «Να σου δείξω φωτογραφίες με στολή παραλλαγής;»
«Όχι σε πιστεύω».Ακόμη και στην Αμερική έχω πάει δουλεύοντας ως χρυσοθήρας και ψάχνοντας στη γη του Ρίο Γκράντε για χρυσό.» Ο Πελοπίδας με κοίταξε στα μάτια για να δει την αντίδραση μου. « Μη μου πεις ότι πάλι δεν με πιστεύεις;» «Σε πιστεύω, Πελοπίδα μου.» « Να σε θάψω αν δεν σε πιστεύω, κι αν μου λες ψέματα.» «Καλά ντε δεν είπαμε να παίρνεις και τόσο βαρύ όρκους». «Γιατί παράτησες τότε το Βιετνάμ, και γύρισες πίσω;» «Να μωρέ μου έστειλε η μάνα μου ένα δίσκο του Νιόνιου, του μυστακοφόρου και γενειοφόρου τότε, νεαρού τροβαδούρου Δυονύση Σαββόπουλου». Έλεγε ότι στο Βιετνάμ «πυρπόλησαν το ρύζι» με βόμβες ναπάλμ συγκινήθηκα, τους τα βρόντησα όλα και ήρθα στο σπίτι. Τον κοίταξα δήθεν έκπληκτος, διότι γνώριζα ότι ο φίλος μου ο Πελοπίδας είχε μεγάλη και γόνιμη φαντασία. Ήταν ένας μεγάλος παραμυθάς. Ήταν πολύ ονειροπόλος και ταξίδευε με την φαντασία του στα πέρατα της γης. «Να σου πω Πελοπίδα δεν σε γνωρίζω και πολύ καιρό. «Αλλά θυμάμαι ότι είχες ένα μαγαζί με βιντεοκασέτες . Διάβασα μάλιστα στις εφημερίδες ότι έκανες παράνομη αντιγραφή κινηματογραφικού υλικού. Η αστυνομία έκανε έρευνα και βρήκε στο μαγαζί σου μερικά γραμμάρια χασίς.» «Ποτέ δεν σε ρώτησα από διακριτικότητα». «Ούτε και τώρα να με ρωτήσεις, γιατί είναι παλιά πονεμένη ιστορία».Ο Πελοπίδας βέβαια δεν ήταν ο ήρωας που είχε πλάσει με την φαντασία του. Ο πατέρας του είχε ένα μικρό ταμπακαριό {βυρσοδεψείο}. Πέθανε ξαφνικά και του άφησε μόνο χρέη. Αναγκάστηκε να αποποιηθεί την κληρονομιά για να μην πληρώνει σε όλη του τη ζωή. Έμεινε στον άσσο. Θα μπορούσε να δουλέψει σε βυρσοδεψείο γιατί οι συνάδελφοι του πατέρα του, ο οποίος είχε καλή φήμη στο σινάφι τον γνώριζαν. Δεν θέλησε όμως γιατί δεν άντεχε τη μυρωδιά των ακατέργαστων δερμάτων. Στην κυριολεξία ένοιωσε ξεκρέμαστος. Δούλεψε σε οικοδομές , δούλεψε ως φορτοεκφορτωτής, και ως σερβιτόρος. Στην ταβέρνα στην οποία εργαζόταν γνώρισε την Βάσω, η οποία ερχόταν ,τακτικά με τον πατέρα της για δείπνο. Ερωτεύτηκαν και σε έξη μήνες παντρεύτηκαν. Ο Πελοπίδας είχε μαζέψει ένα ελάχιστο κομπόδεμα, έβαλε και γραμμάτια κι άνοιξε κατάστημα με έτοιμα ανδρικά ενδύματα. Ο πεθερός του εκείνο τον χρόνο υπέβαλε τα χαρτιά του για σύνταξη. Τον παρακάλεσε να μείνει για λίγο στο ραφείο, ως σύμβουλος διότι θα το αναλάμβανε ο ίδιος και θα τον μεταρρύθμιζε, αγοράζοντας νέες μηχανές. Σε βιοτεχνία ετοίμων ανδρικών ενδυμάτων. Οι δουλειές ξεκίνησαν με καλές προοπτικές . Τότε δεν υπήρχε ακόμη τόσο έντονος ανταγωνισμός. Μέσα σε τέσσερα χρόνια η ευτυχία και η χαρά, στο πρόσωπο δύο παιδιών, που ήρθαν στον κόσμο, του Γιώργου και της Μαρίας, έμελλε να χαράξουν το πρόσωπο και την ψυχή του Πελοπίδα Ο Πελοπίδας αφιέρωνε πολύ χρόνο στην δουλειά του. Η γυναίκα του καθόταν με τις ώρες στο σπίτι παρέα με την γυναίκα που είχε προσλάβει ως οικιακή βοηθό. Όταν κάπως μεγάλωσαν τα μωρά άρχισε να βγαίνει με φίλες της. Στο σπίτι μιας φίλης της γνώρισε τον αδελφό της, τον Κωστή. Ήταν ένας παίδαρος με αθλητικό γυμνασμένο σώμα και έξυπνο διεισδυτικό βλέμμα. Την φλέρταρε επί έξη μήνες. Στο τέλος η Βάσω ενέδωσε. Οι καλοθελητές την είδαν μαζί του και το σφύριξαν στον σύζυγο. Ο Πελοπίδας προσπάθησε να τα ξαναβρούνε .Να αναθερμάνουν τις σχέσεις τους. Σκεπτόταν και τα παιδιά τους . Είχαν ακόμη ανάγκη και τους δύο γονείς. Η Βάσω του πέταξε γλώσσα. Του είπε ότι τώρα είναι αργά και ότι έπρεπε να της δίνει σημασία όταν ήταν ακόμη μαζί. Του ζήτησε με έντονο τρόπο διαζύγιο. Έδωσαν ραντεβού σε μια καφετέρια το επόμενο βράδυ για να συζητήσουν. Ο Πελοπίδας δεν ήταν και στα καλύτερα του . Ήταν πενήντα χρόνων και περνούσε την ανδρική κλιμακτήριο. Όλη του η περασμένη ζωή ερχόταν στο μυαλό του, κι ένας ιδρώτας έλουζε το πρόσωπο του. Πήγε το άλλο βράδυ στην καφετέρια «Νόστος» να συναντήσει την σύζυγο του.
Είχε δύο σχέδια -σενάρια στο μυαλό του. Αν την μετέπειθε να συνεχίσουν την σχέση τους θα πήγαιναν μαζί ένα μεγάλο ταξίδι διαρκείας ενός μήνα. Θα γύριζαν τον κόσμο. Αν παρέμενε ανένδοτη να χωρίσουν θα έβαζε σε εφαρμογή {the plan b} το σχέδιο β?. Συναντήθηκαν και συζήτησαν αρκετή ώρα. Το κλίμα ήταν τεταμένο και το ύφος έντονο. Τους βλέπουμε να σηκώνονται και να βγαίνουν έξω. Μπήκαν το αυτοκίνητο.
Ο Πελοπίδας οδηγούσε συνοφρυωμένος και αποφασισμένος. Πήγαν σε απόσταση 60 χιλιομέτρων από την πόλη. Η περιοχή ήταν ορεινή. ένας πελώριος γκρεμός έχασκε στην άκρη του δρόμου. Οδήγησε εκεί το αυτοκίνητο. Πριν προλάβει η Βάσω να αντιδράσει το έσπρωξε στο χείλος του γκρεμού και στο βάραθρο. Μία ακόμη ερωτική ιστορία είχε άδοξο τέλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου