ΠΙΚΡΑ ΑΛΛΑ ΟΜΟΡΦΑ ΧΡΟΝΙΑ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑ
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
Ο λαός στην Γερμανική κατοχή υπέφερε από πείνα. Στην Αθήνα όπως περιγράφουν οι παλιότεροι συγγραφείς¨ «το κάρο της Δημαρχίας μετέφερε ανθρώπους «τυμπανισμένους»,{με φουσκωμένες κοιλιές} πεθαμένους από την ασιτία, στα νεκροταφεία». Ο Γρηγόρης είχε γεννηθεί 2,3 χρόνια μετά την Γερμανική κατοχή. Δεν έζησε στον πόλεμο, και την αγωνία των γονέων του. Όταν μεγάλωσε κάπως , του διηγιόταν ο πατέρας του , για τον Ελληνοιταλικό πόλεμο, και το Ελληνικό έπος στα βουνά της Αλβανίας στις 28 Οκτωβρίου 1940. Η μικρή Ελλάδα τότε, νίκησε την ισχυρή Ιταλία του Μπενίτο Μουσολίνι, κάνοντας τον Βρετανό πρωθυπουργό Ουίνστον Τσώρτσιλ να δηλώσει με θαυμασμό ότι¨ «οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες.»
Ο Γρηγόρης γλύτωσε τον πόλεμο, αλλά δεν απέφυγε την δική του εποχή, όπου έζησε τις δυσκολίες και την φτώχεια της μετακατοχικής ζωής, την εσωτερική και την εξωτερική μετανάστευση. Όταν ωρίμασε και λευκάνθηκαν τα μαλλιά στο κεφάλι του, θυμόταν έντονα την φτώχεια , τις δυσκολίες και τις κακουχίες του βίου του. Άραγε που βρίσκεται η ευτυχία και δεν μπορούν να την βρουν οι άνθρωποι; Όταν δεν είχαν υλικά αγαθά, ήταν δυστυχισμένοι κι αγωνιζόταν να τα αποκτήσουν. Τώρα που έχουν είναι πάλι δυστυχισμένοι γιατί δεν έχουν περισσότερα.
Στην οικογένεια του ήσαν όλοι εργατικοί άνθρωποι. Μεγάλοι και μικροί δούλευαν όπου μπορούσαν χωρίς να διαλέγουν τις δουλειές.
Κέρδιζαν με μεγάλη δυσκολία τα απαραίτητα του καθημερινού τους βίου. Δεν ένοιωσε όμως την πείνα όπως αρκετοί συνάνθρωποι εκείνη τη άγονη εποχή. Στα δεκαοχτώ του χρόνια ο Γρηγόρης αναχώρησε για την Νέα Ζηλανδία. Ήταν προσκεκλημένος της μεγάλης του αδελφής της Ζηνοβίας. «Εδώ αδελφέ μου, του έγραφε η Ζηνοβία αν έλθεις θα πρέπει να στρωθείς στην δουλειά.» «Τέρμα τα πάρτι και οι πολλές παρέες με τους φίλους».
Ο Γρηγόρης αναχώρησε με δάκρυα στα μάτια, και πόνο στην ψυχή για την ξενιτειά. Τα γράμματα που έγραφε στους δικούς του τον πρώτο καιρό, ήταν γεμάτα πίκρα και νοσταλγία για την πατρίδα. Με τον καιρό αραίωσαν, ώσπου περιορίστηκαν σε δύο επιστολές τα Χριστούγεννα και το Πάσχα όπου μαζί με τις ευχές περιείχαν και ένα μικρό «χαιρετισμό» σε χαρτονόμισμα των 100 δολαρίων. Πάντα είχε στο νου του να επιστρέψει στην πατρίδα. Συνεχώς το ανέβαλε για αργότερα. Όταν ήρθε η ώρα της της σύνταξης του,πήρε όχι εύκολα την απόφαση και επέστρεψε στην πατρώα γη. Αντίκτρυσε μια άλλη πατρίδα. Περισσότερο πλούσια ,και με άφθονα υλικά αγαθά.Είχε χάσει όμως την ψυχή της. Ο νομός Αττικής, μαζί με την Θεσσαλονίκη, είχαν απορροφήσει τον πληθυσμό της μισής Ελλάδας.Στο Κρητικό χωριό όπου καταγόταν δεν υπήρχε πια κανένας κάτοικος.Τα σπίτια ερήμωσαν και ο μόνος θόρυβος όπου ακουγόταν ήταν το τιτίβισμα των τζιτζικιών στα δέντρα του καλοκαιριού.Η Κρήτη είχε καταληφθεί από ξενοδοχεία και μπαρ εις βάρος της ποιότητας ζωής, και του φυσικού περιβάλλοντος.Ο τουρισμός και τα ωφέλη του, ήταν ο νέος Θεός των κατοίκων της Μεγαλονήσου.Οι παλιοί φιλικοί άνθρωποι ήταν τώρα κατηφής, και περπατούσαν με σκυμένο κεφάλι σιγομουρμουρίζοντας. Παντού έβλεπες ξενοδοχεία, γραφεία ενοικιάσεως αυτοκινήτων καφετέριες μαγαζιά με σουβενίρ και ενοικιαζόμενα δωμάτια. Παντού παρατηρούσες Αγγλικές επιγραφές, λες και η Ελλάδα είχε χάσει εντελώς την Ελληνική της ταυτότητα. Όπου κι αν πήγαινες κάποιος "εξυπηρετικός κύριος" σου ένευε να εισέλθεις στο κατάστημα του για να σου "αρμέξει" το πορτοφόλι.Ακόμη και στα χωριά όπου αμέσως σας άνοιγαν τα σπίτια τους ,αν είσασταν ξένος, και η λέξη φιλοξενία έχει αρχαιοελληνκή προέλευση, τώρα αν εισέλθετε σε καφενείο, πρώτα σας ρωτούν τον τόπο καταγωγής σας, και σας κοιτάζουν το πορτοφόλι.Ο Γρηγόρης αντιλαμβανόμενος αυτή την τεράστια αλλαγή, νοοτροπίας και συνηθειών έμεινε έκπληκτος. Οι παλιοί του γνώριμοι φίλοι και συμαθητές δεν βρισκόταν πια εκεί για διαφόρους λόγους ο καθένας. Στην αρχή πανικοβλήθηκε. Νόμιζε ότι ήρθε σε άλλη χώρα. Παρά του ότι αισθάνθηκε σαν άγνωστος μεταξύ αγνώστων αγαπούσε τον τόπο που τον γέννησε.Παρέμεινε αγοράζοντας σπίτι σε εξοχική περιοχή, με πολύ πράσινο, κοντά σε βουνό, για να αγναντεύει από ψηλά με νοσταλγία την θάλασσα. Αμέτρητα ήταν τα ταξίδια που ονειρεύοταν και δεν πραγματοποίησε, παρά μόνο με την φαντασία του.Η θάλασσα ήταν πάντα η αγαπημένη του Θεά, όπου στο υγρό της στοιχείο τακτικά κατέφευγε, στις δύσκολες του στιγμές. Πήρε μια ανάσα. Στην σκέψη του ήταν να βιώσει όσο πιο ανώδυνα μπορούσε στην δύση της ζωής του, την νέα του, μετανάστευση.
ΠΟΙΗΣΗ
Πριν από 1 ημέρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου