Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009

47]Ο Σωτήρης άδειασε σιγά, σιγά το μπουκάλι με την μπύρα στην κενή κοιλιά του, και έγειρε στο παγκάκι να κοιμηθεί. Κοιμήθηκε βαριά
κι άρχισε να ροχαλίζει δυνατά. Ροχάλιζε κι αγκομαχούσε ξεφυσώντας. Εκείνη την στιγμή περνούσε μια ηλικιωμένη αστή,
είδε τον άνθρωπό να κοιμάται στο παγκάκι του Δήμου, προφανώς δεν της άρεσε το θέαμα, και άρχισε τον μονόλογο.
«Δεν έχουν σπίτια ορισμένοι, και κοιμούνται στα παγκάκια;
-Γιατί ροχαλίζει αυτός και κάνει θόρυβο σαν τρακτέρ, και ξεφυσάει --σαν σαμπρέλα;
-Τους αλήτες ξύλο που τους χρειάζεται .
-Αλλά και συμμάζεμα από τα αποριματοφόρα του Δημαρχείου να
-τους πάνε για τα μπάζα.»
Κούνησε το κεφάλι της υποτιμητικά και προχώρησε με αργά και
σταθερά βήματα.
Ο ήλιος είχε δύσει κι άρχισε να σουρουπώνει.
Ο Σωτήρης ξύπνησε από το λήθαργο του και σηκώθηκε προσπαθώντας να στηθεί όρθιος.
Δεν τα κατάφερε απολύτως και έφυγε τρικλίζοντας.
Χωρίς να προσέξει ιδιαίτερα και στην κατάσταση που ήταν,
έπεσε πάνω σ’έναν άλλον άνδρα που περπατούσε με βιαστικά βήματα.
Σταμάτησαν και οι δύο και κοίταξε καλά, καλά ο ένας τον άλλο.
Σωτήρη; Παρ’ολίγο να μην σε γνωρίσω . Τι κάνεις βρέ θηρίο;
Ποιος είστε κύριε; Του είπε αδιάφορα και νυσταγμένα ο Σωτήρης, μην μπορώντας να συγκρατήσει την νύστα του, και το σώμα του όρθιο.
Ο Αριστοτέλης είμαι Σωτήρη ,ο Αρίστος ο παλιός συμμαθητής σου και φίλος σου.
Α, α, ο Αρίστος. Τι κάνεις Αρίστο φίλε μου; Εγώ όπως με βλέπεις
έχω τα μαύρα μου χάλια. Ένα ζόμπι έχω καταντήσει, ένας απόβλητος της ζωής.
Ο Αρίστος είδε τα χάλια του φίλου του και λυπήθηκε πολύ .
Ήταν όμως βιαστικός γιατί είχε ένα επείγον ραντεβού, και του ζήτησε την διέυθυνση του σπιτιού του.
Θα περάσω οπωσδήποτε από το σπίτι να τα πούμε αύριο.
Είσαι ακόμα παντρεμένος με εκείνο το καλό κορίτσι πως τη έλεγαν;
Κατερίνα. Α ναι Κατερίνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου