Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑ
ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ Κ ΕΓΩ
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
Ήταν καλοκαίρι .Το βράδυ ήταν φωτεινό και θερμό. Πότε, πότε ένα ελαφρύ ψυχρό αεράκι ερχόταν από την θάλασσα του παλιού λιμανιού να μας δροσίσει ανακουφιστικά. Μαζί με την παρέα μου
καθόμασταν έξω από την καφετέρια «Ανέμη» στο κέντρο των Χανίων. Ήμασταν μια μεγάλη παρέα που άρχισε με δύο τρία άτομα, και κατέληξε αισίως μέχρι και δέκα πέντε.
Οι περισσότεροι από εμάς ήσαν άνω των πενήντα πέντε χρόνων δηλαδή στον προθάλαμο της σύνταξης κι άλλοι συνταξιούχοι.
Η συγκεκριμένη παρέα των ηλικιωμένων σχηματίστηκε με αρχικές γνωριμίες που ξεκίνησαν πριν δέκα χρόνια, και διευρύνθηκαν κατά την πάροδο του χρόνου. Ήμασταν περίεργοι τύποι, όχι εγώ δηλαδή, για να μην παρεξηγηθώ, αλλά οι υπόλοιποι από την παρέα μου. Όποιον περνούσε από μπροστά μας- τρόπος του λέγειν- γιατί μπορεί και να είμαι υπερβολικός, του έλεγαν και ερχόταν προσκεκλημένος στην δική μας την παρέα.
Δε ζούμε δα και στην Αθήνα που έχει στοιβαχτεί ο μισός Ελληνικός πληθυσμός και κανείς δεν γνωρίζει κανένα, ούτε μιλάει σε κανένα. Στα Χανιά ζούμε όπου ακόμη γνωριζόμαστε μεταξύ μας, και μπορεί να γίνεται και κουτσομπολιό{δηλαδή κατά τον καθηγητή σημειωτικής Ουμπέρτο Έκο, κοινωνική κριτική} αλλά υπάρχει ενδιαφέρον ακόμη για τον διπλανό μας. Έστω κι ως κουτσομπολιό –κοινωνική κριτική.
Η παρέα μας μεγάλωσε κι έφθασε μέχρι δεκαπέντε άτομα. Ευτυχώς που δεν ερχόταν όλοι «οι σύνεδροι» κάθε ημέρα γιατί όταν πατούσαν το πόδι τους και υπήρχε πλήρης απαρτία, γινόταν χαμός, μεγάλη φασαρία, και κανείς δεν άκουγε κανένα. Να πούμε και του στραβού το δίκιο, ο καθένας είχε και την δική του καθημερινότητα και υποχρεώσεις. Δεν μπορούσε να δηλώνει καθημερινή παρουσία. Του ενός γεννούσε η κόρη του, ο άλλος πήγαινε για να εργαστεί στα κτήματα που είχε στο χωριό, ο τρίτος πήγαινε στον κινηματογράφο, ο τέταρτος πήγαινε σε συνεδρία ψυχοθεραπείας, ο πέμπτος σε παράσταση του ΔΗΠΕΘΕΚ γιατί ήταν θεατρόφιλος, ο έκτος καθόταν στο σπίτι του για να γράψει ένα άρθρο εναντίον των μεταναστών γιατί ήταν ξενόφοβος και ρατσιστής, ο έβδομος είχε τσακωθεί άσχημα με την σύντροφο του και ήταν στις κλειστές του. Όλοι όμως στην παρέα μας ομονοούσαν όταν έβριζαν το ΠΑΣΟΚ και τον Γιωργάκη που μας πήγε στο Δ.Ν.Τ και μας έκοψαν μισθούς και τις συντάξεις. Το πειραχτήρι της παρέας ο Γιάγκος Γιαγκούλας ρωτούσε τους υπόλοιπους πόσα παιδιά, τους έχουν διορίσει οι βουλευτές στο δημόσιο, και τους ζητούσε τον λόγο επειδή ψήφιζαν με φανατισμό τα δύο κόμματα του δικομματισμού που μας έφεραν στον πάτο της υπομονής και της απελπισίας. Τελικά κανείς οπαδός από την ομήγυρη, π.χ του ΠΑΣΟΚ δεν έλεγε ότι έχει ευθύνες το ΠΑΣΟΚ αλλά τα έριχνε στην Ν.Δ ,και τα αντίθετα από τους οπαδούς της Ν.Δ. «Κύριοι κύριοι ακούστε με λίγο, τους έλεγε ο Μιχάλης που ήταν αποστασιοποιημένος. «Δεν έχετε καθόλου μυαλό εσείς;» «Δεν έχετε δική σας σκέψη;» «Δεν βλέπετε ότι σας μεταδίδουν τα κόμματα τις δικές τους ψευτοδιαμάχες και φέρεστε σαν τους οπαδούς των ποδοσφαιρικών ομάδων;» «Αν σας ακούσω ξανά να μάχεστε μεταξύ σας σαν οπαδοί των ολυμπιακού, παναθηναϊκού δεν έρχομαι ξανά στην παρέα.» «Κρίμα γιατί είχα αρχίσει να σας συμπαθώ.» Οι «κοκορομάχοι» έκαναν σαν να μην τον άκουσαν και συνέχισαν απτόητοι την κοκορομαχία τους. Εκείνη την καλοκαιρινή βραδιά είχαμε βάλει απουσία στον Πολυκράτη. Ήταν εξήντα πέντε και κάτι αλλά έστεκε καλά. Λέγαμε χαμογελώντας ειρωνικά, για τον Πολυκράτη που τον φωνάζαμε Κράτη, ότι «είναι ένας ακράτητος και φλογερός εραστής.» Ο Πολυκράτης δεν είχε παντρευτεί ποτέ. Τα τελευταία χρόνια που τον είχε γνωρίσει η παρέα μας, μιλούσε διαρκώς για γυναίκες, για την σεξουαλική πράξη, και για το γυναικείο και το ανδρικό όργανο.
Το περίεργο ήταν ότι δεν καυχιόταν ότι¨ «είχε ένα μάτσο γκόμενες» όπως μερικοί καυχησιάρηδες, αλλά συνεχώς έλεγε ότι κατάπινε το γνωστό «χάπι της ευτυχίας», και πήγαινε με νεαρές κοπέλες από τις Ανατολικές χώρες επί πληρωμή. Ο Χρίστος του έλεγε ειρωνικά ότι¨ «θα τον χρίσει ακόλουθο της Ουκρανικής πρεσβείας.» Ο Κώστας κουνούσε αποδοκιμαστικά το κεφάλι και του έλεγε . «Εσύ παιδί μου, έχεις λύσει όλα σου τα προβλήματα, και σε απασχολεί μονάχα το πουλί σου.» Ο Πολυκράτης δεν μιλούσε, μόνο χαμογελούσε καλοκάγαθα. Κάποια ημέρα περνούσε από το στέκι μας ένας γνωστός μου ψυχολόγος. Δεν άντεξα και τον ρώτησα να μου πει την γνώμη του για τον Πολυκράτη. «Ασφαλώς δεν μπορώ να τον ψυχαναλύσω από απόσταση, είπε ο φίλος. «Αλλά για να είναι καθηλωμένος και να μιλάει συνεχώς για γυναίκες, προφανώς δεν θα έχει κάνει ποτέ του σχέση και θα του έχουν λείψει.» Στην παρέα μας ερχόταν και ο Μήτσος από τα Πετράλωνα Αθηνών. Ήταν νεοφερμένος και δεν τον γνώριζα καθόλου. Ο Δημήτρης που τον γνώριζε πολύ καιρό έλεγε ότι ήταν εύπορος αλλά πολύ τσιγκούνης. Μάλιστα μας έλεγε ότι τον είχε συλλάβει δύο φορές να παίρνει για τον εαυτόν του , το πουρμπουάρ που άφηνε η παρέα στον σερβιτόρο.
Εγώ τι άλλο να σας πως γιαυτόν , κουτσομπόλης δεν είμαι, ούτε υπήρξα ποτέ.
Προς το παρόν εδώ σας χαιρετώ, και κάποια άλλη φορά που θα έχω διάθεση θα σα διηγηθώ κι άλλες ιστορίες για τους εντιμότατους φίλους μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου