Κυριακή 15 Απριλίου 2012

*ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑ
Η ΩΦΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
1]«Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες γεμάτος γνώσεις.»Κ. Καβάφης
Τον πατέρα μου τον αγαπούσα αλλά και τον μισούσα. Του είχα ρίξει όλες τις ευθύνες για την φτώχεια που μας έδερνε την εποχή εκείνη. Γιατί έκανες τόσα πολλά παιδιά ρε κύριε, στα οποία δεν μπορείς να τους προσφέρεις ούτε τα απαραίτητα για να ζήσουν; Ήθελα να του τα πω να ξεσπάσω, αλλά τον λυπόμουν διότι στα πενήντα του χρόνια, είχε γίνει καρδιοπαθής. Όχι, ότι και πριν είχε δουλειές, στις οικοδομές που εργαζόταν ως εργάτης. Τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας ήταν άνεργος. Απόφευγε να κάθεται στο σπίτι για να μην ακούει την μουρμούρα της μάνας μου. Η μαμά μου η κυρά Ευαγγελία, ο Θεός να την συχωρέσει εκεί που αναπαύεται, παρόλο που είχε πάει μονάχα δύο τάξεις του δημοτικού, είχε αποστηθίσει σχεδόν απέξω της, ένα πολύ «πλούσιο λεξιλόγιο» όπου έπλεε στην γλώσσα της ως ένα καθημερινό κοστούμι, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του πατέρα μου. «Είσαι ακαμάτης», «χαμένο κορμί», «ανίκανος», «άδουλος», «τεμπέλης», «ανεύθυνος», «δεν δίνεις δεκάρα για την οικογένεια σου.» Όσα από τα παιδιά βρισκόταν στο σπίτι εκείνη την ώρα ζάρωναν σε μια γωνία μέχρι να ξεσπάσει η μπόρα, και να ξεθυμάνει ο θυμός της. Τι να έκανε κι αυτή η έρμη που είχε να ταϊσει δέκα στόματα και η χύτρα ήταν άδεια; Ο πατέρας μου ο Πελοπίδας δεν της αντιμιλούσε ποτέ, ήταν ήρεμος χαρακτήρας και οπαδός της στωικής φιλοσοφίας. Όταν έφευγε από το δωμάτιο η μάνα μας, ο πατέρας, μας έλεγε¨ «να μην την παρεξηγούμε που είναι νευρική, ότι έχει περάσει πολλά βάσανα στην ζωή της, κι ότι είναι μάνα μας, και πρέπει να την υπακούμε και να την αγαπούμε.» Όταν μεγάλωσα έπαψα να τους κατακρίνω και κατάλαβα ότι πριν απ`όλα έπρεπε να μπω στα παπούτσια τους, να γίνω «πατέρας» τους και να γίνουν «παιδιά» μου, για να μπορέσω να τους κατανοήσω. Την εποχή εκείνη οι φτωχοί δεν είχαν ζωή. Η γενιά μου βίωσε δύσκολα μετακατοχικά χρόνια σε μια Ελλάδα που βγήκε από μια Γερμανική κατοχή κατεστραμμένη, και μπήκε σένα εμφύλιο όπου αποδεκάτισε την ήδη ισχνή παραγωγική της οικονομία. Οι αγρότες στα χωριά λιμοκτονούσαν και τα εγκατέλειπαν. Ούτε και στις πόλεις είχαν δουλειές , όταν μετανάστευαν εκεί, για καλύτερες ημέρες. Απογοητευμένοι αναχωρούσαν στις φάμπρικες της Γερμανίας, και αλλού, για να συμβάλλουν στην ευημερία των ξένων οικονομιών. Το ίδιο όμως, εξίσου υπέφεραν και οι φτωχοί των πόλεων. Φτώχεια ανεργία δυστυχία μετανάστευση. Η φτώχεια, και οι δυσκολίες της καθημερινότητας αποτυπώθηκαν στις ασπρόμαυρες Ελληνικές ταινίες, μένα σημαντικό και διακεκριμένο εκπρόσωπο της εποχής, τον ηθοποιό Θανάση Βέγγο. Τον βλέπαμε συνέχεια να τρέχει , να αλλάζει δουλειές ,και να προσπαθεί αγωνιώντας να παντρέψει τις αδελφές του. Τα λαϊκά τραγούδια εξάλλου αποτύπωσαν το κλίμα της εποχής, και την πίκρα της ξενιτιάς και της μετανάστευσης. Δεν είχε άδικο ο πολιτικοποιημένος μουσικοσυνθέτης ο μεγάλος μας Μίκης Θεοδωράκης, όταν ορισμένα λαϊκά τραγούδια τα κριτίκαρε ως «κλαψιάρικα.» Ο Μίκης μελοποίησε τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές, και με την δύναμη των στίχων και τον επικό ήχο της μουσικής του, έδινε κουράγιο και ωθούσε με δύναμη τους Έλληνες να αγωνιστούν συλλογικά για την δική τους ζωή.
Δεν φτάνει που η Ελλάδα ήταν ακόμη «η ψωροκώσταινα» αλλά ήταν και διχασμένη σε δύο εμφύλια στρατόπεδα. Οι νικητές είχαν τοποθετήσει στο περιθώριο τους νικημένους και δεν τους άφηναν δια της αστυνόμευσης σε χλωρό κλαρί. Τα παιδιά των φτωχών οικογενειών δούλευαν μόλις τέλειωναν το δημοτικό. Ένα από αυτά τα παιδιά ήμουν κι εγώ .Ο Μιχάλης ο τσίφτης, ο μόρτης, και ο καραμπουζουκλής. Έκανα διάφορες δουλειές του ποδαριού. Τα λεφτά μου τα έτρωγα μέχρι δεκάρας. 2]Ένεκα οι κακές παρέες. Στα δεκαέξι μου, μυήθηκα και στην χρήση του χασίς. Ας όψονται οι μεγαλύτεροι φίλοι μου και ιδιαίτερα ο Σταύρος με το μάτι του που είχε στραβισμό και έμοιαζε του κύκλωπα, Πολύφημου. Κάποια ημέρα έκανε έφοδο στο στέκι μας η αστυνομία, μας τσάκωσαν και την έβγαλα για έξη μήνες στο αναμορφωτήριο ανηλίκων. Εκεί αντί να «αναμορφωθώ» έγινα επιστήμονας της απάτης. Όταν βγήκα έφυγα από το σπίτι μου και βρήκα ένα χαμόσπιτο σε μια αυλή με τον φίλο μου τον Παντελή. «Συστήσαμε συμμορία» όπως είπαν οι αρχές, κι έγραψαν όλες οι εφημερίδες, και προβαίναμε σε ληστείες κλοπές και διαρρήξεις. Για ένα διάστημα γίναμε διάσημοι. Έγραφαν για μας οι δημοσιογράφοι ολόκληρα κατεβατά. Ότι είμαστε το δίδυμο της επιτυχίας, και παρά το κυνηγητό ξεφεύγαμε έξυπνα,ότι¨ ρεζιλέψαμε τις αρχές και ότι η αστυνομία δεν μπορούσε να μας συλλάβει. Τα μυαλά μας είχαν πάρει αέρα. Κυκλοφορούσαμε ελεύθερα χωρίς προφυλάξεις. Μια ημέρα είχα πάει σένα κακόφημο μπαρ όπου έκανε κονσομασιόν η Λητώ, το κορίτσι μου. Ο ιδιοκτήτης του κακόφημου μπαρ ο Σπύρος ο κιτρινιάρης, που δεν με συμπαθούσε καθόλου πήρε τηλέφωνο την αστυνομία. Με συνέλαβαν πριν προλάβω να βγάλω ούτε ένα κιχ. Το δικαστήριο λόγω και του βεβαρημένου μου ποινικού μητρώου, μου έριξε δέκα χρόνια φυλακή. Εκεί στη φυλακή κάθισα και σκέφθηκα. Ζήτησα άδεια να αρχίσω, και να τελειώσω το γυμνάσιο. Είχα διαβάσει στις εφημερίδες ότι ο πρόεδρος του πολυκαταστήματος «ΜΙΝΙΟΝ» Ι.Γεωργακάς είχε μπει όταν ήταν νέος στη φυλακή για χρέη. Εκεί διάβασε και πήρε πτυχίο φιλολογίας. Άρχισα κι εγώ να διαβάζω εντατικά,μεταξύ των άλλων και νομικά βιβλία. Ονειρευόμουν να γίνω μια ημέρα δικηγόρος. Σκεπτόμουν το άστατο και επικίνδυνο παρελθόν που έζησα, και ήθελα να αλλάξω εντελώς την ζωή μου.
*Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ.ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου