Κυριακή 8 Απριλίου 2012

*ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑ
ΤΑ ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΜΑΤΑ
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
Κάποτε κατοικούσα σε ένα ορεινό και απομακρυσμένο χωριό της Κρήτης. Σήμερα όμως είμαι ένας κοσμοπολίτης. Έχω ταξιδέψει στο μισό πλανήτη. Έχω κερδίσει πολλά λεφτά, έχω ξοδέψει και πολλά λεφτά. Έχω γυρίσει τους ωκεανούς ως δεύτερος καπετάνιος στα καράβια. Έχω πιλοτάρει και αεροπλάνο ως επαγγελματίας, πιλότος πετώντας στους αιθέρες. Ήμουν ένα ανήσυχο πνεύμα, μα τώρα που μεγάλωσα και βρίσκομαι σε ώριμη ηλικία νοσταλγώ έντονα τα παιδικά μου χρόνια. Δεν έχετε ακούσει που λένε ότι ο ηλικιωμένος γίνεται ξανά ένα παιδί; Όχι μόνο γιατί μειώνονται οι αντιστάσεις του και είναι περισσότερο ευαίσθητος.
Αλλά και επειδή έχει ζήσει την ζωή του και ώριμος πια, και όσο μπορεί και αντέχει να είναι γενναίος, αναλύει και κριτικάρει το παρελθόν του. Τότε τον παλιό εκείνο τον καιρό, ζούσαμε στο χωριό μου με τα αδέρφια μου, φτωχικά με ψωμί κι ελιές και πολύ αγάπη.«Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη. Δώστου κλώτσο να γυρίσει το παραμύθι να αρχίσει.» Η οικογένεια μου την εποχή εκείνη αποτελείτο από έξη αδελφές, τρία αγόρια την μαμά την Αικατερίνη, που την φωνάζανε Κατίνα, τον μπαμπά τον Μανώλη, που ήταν μια σταλιά και τον φωνάζανε και Λάκη, και τη γιαγιά την Χριστίνα μητέρα του πατέρα μου. Ήμασταν από τις φτωχότερες οικογένειες του χωριού μας και μάλιστα άκουγα από τους μεγάλους ότι ήμασταν «κακόσειροι.» Τι σημαίνει να έχεις κακή σειρά στα χωριά μας στην Κρήτη; Τώρα θα μου πείτε ότι τότε, τα χωριά τα μάστιζε η φτώχεια και όλοι ήταν φτωχοί. Ποτέ όμως δεν υπήρξε ισότητα, παρά μόνο στο κοιμητήριο του χωριού μου. Πάντα στους ανθρώπους υπήρχαν διαφορές νοημοσύνης, εμφάνισης, και πλούτου. Όταν έλεγαν οι χωριανοί ότι είσαι «κακόσειρος» εννοούσαν ότι είσαι φτωχός και άσημος και ότι δεν έχεις λάβει μέρος σε πολέμους, και δεν έχεις ανδραγαθήσει. «Καλόσειροι» ήταν αυτοί που ήταν πολέμαρχοι, ή είχαν μεγάλη κτηματική περιουσία, και πρόβατα ,στάνες και μητάτα {τυροκομία}.
Τι έφταιγα εγώ, που δεν είχα γεννηθεί στα Χανιά στην εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου του επαναστάτη του Θερίσου, για να λάβω μέρος στους απελευθερωτικούς αγώνες της Κρήτης, ή να συντρέξω ως Μακεδονομάχος τον Παύλο Μελά, και τους Κρητικούς εθελοντές στον αγώνα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας; Έζησα σε μια αντιηρωϊκή εποχή. Ο μεγάλος Γερμανός ποιητής του μεσοπολέμου Μπέρτολτ Μπρεχτ είχε πει ότι¨ «Αλλοίμονο στην κοινωνία που έχει ανάγκη από ήρωες.»Στο χωριό μου όμως οι άνθρωποι ήταν βασανισμένοι, δεν είχαν διαβάσει ποίηση παρά μόνο τους στίχους του Ερωτόκριτου που τους ήξεραν απέξω τους, και δεν τέλειωναν ούτε την στοιχειώδη εκπαίδευση, μήτε είχαν καιρό για φιλοσοφίες.
Η μαμά μου ήταν μικροπαντρεμένη στα δεκαέξι της ή στα δεκαεφτά, της, αν θυμάμαι καλά. Η αρχόντισσα κυρά Αικατερίνη που την φώναζαν Κατίνα μπήκε νωρίς στα βάσανα όπως και οι περισσότερες χωριατοπούλες εκείνο τον καιρό.
Τα πολλά παιδιά η φτώχεια και η ανέχεια η γκρίνια της καθημερινότητας , την είχαν κάνει ένα νευρόσπασμα. Όταν θύμωνε της έφταιγαν οι πάντες. Τακτικά κλαούριζε για την ατυχία της να παντρευτεί στο χωριό, ενώ αυτή ονειρευόταν μεγαλεία στην Αθήνα.
Ο πατέρας μου ο Μανώλης που τον λέγανε και Λάκη ήταν ένας ήρεμος άνθρωπος.
Ευτυχώς δηλαδή γιατί όταν την μητέρα την έπιαναν τα νεύρα της, αυτός δεν μιλούσε καθόλου μέχρι να ξεσπάσει. Διαφορετικά θα γινόταν στο σπίτι η μάχη της Κρήτης.
Η μητέρα μου είχε μια διαρκή κόντρα με την γιαγιά μου την Χριστίνα. Έλεγε ότι τρώει πολύ ότι δεν χορταίνει με τίποτα και ότι ζητάει τις περισσότερες φορές δεύτερη μερίδα.
Που να φτάσει το φαί σε τόσο πολυπληθή οικογένεια. Πάντα είμαστε ελλειμματικοί, σαν τα ταμειακά διαθέσιμα του Ελληνικού κράτους που κάθε χρόνο πέφτει έξω στον κρατικό προϋπολογισμό, και υποβάλλει τον λαό σε λιτότητα. Η μαμά μου είχε και το άγχος των κοριτσιών, και πως θα της παντρέψει. -Ενώ ο μπαμπάς μου είχε μια ηρεμία λες και δεν σκοτιζόταν για τίποτα. Τι έκανες πατέρα μια ντουζίνα παιδιά και τώρα .κάθεσαι-. Την έβλεπα πως της σκεπτόταν και βαριαναστέναζε. Φαινόταν σαν να είχε ένα μεγάλο βάρος μέσα της.
«Τα κορίτσια μεγαλώνουν γρήγορα» έλεγε η μαμά μου «και θέλουν προίκες και γαμπρούς για να κάνουν τις δικές τους οικογένειες.»
Κάποια ημέρα μια εβδομάδα μετά το Πάσχα την Κυριακή του Θωμά,
η κυρία Τασία καλή της ώρα εκεί ψηλά που βρίσκεται μας έφερε ένα προξενιό για την Ευγενία μας. Λέω εκεί ψηλά γιατί αμφιβάλλω ότι υπάρχει κάτι εκεί ψηλά, αλλά νομίζω, ότι όλοι μένουμε στο χώμα . Γινόμαστε ύλη και ενέργεια. «Μην λες τέτοια.» Μου λέει ο φίλος μου ο δάσκαλος του χωριού μας . «Θα σε αφορίσουν οι παπάδες.» Μα εγώ ήμουν αμετάπειστος. Η αδελφή μου η Ευγενία ήταν το καλύτερο κορίτσι του κόσμου. Ευγενική, σιγανούλα, νοικοκυρά , και δουλευταρού. Χαράς σε εκείνον που θα την έπαιρνε για ταίρι του. Η προξενήτρα, η κυρά Τασία, μας μίλησε με τα καλύτερα λόγια για τον γαμπρό. Μας είπε ότι μένει με τους γονείς του στην πόλη των Χανίων, ότι είναι από καλή οικογένεια και ότι το επάγγελμα του είναι φορτοεκφορτωτής. "Μαμά θα με δώσετε σε εργάτη" ρώτησε όλο παράπονο η Ευγενούλα την μάνα μας. "Αρκεί να είναι καλός άνθρωπος και να ζήσεται καλά κόρη μου. Κι εμείς πάμφτωχοι είμαστε. Άλλωστε ο πλούτος δεν φέρνει την ευτυχία." Αν τέλειωνε το προξενιό η Ευγενία θα έφευγε από το χωριό και θα πήγαινε στην πόλη. Ένα όνειρο των κοριτσιών αλλά και των γονέων που ήθελαν καλύτερες συνθήκες ζωής για τα παιδιά τους. Οι γονείς μου συμφώνησαν να πάνε στην πόλη, μαζί με την Ευγενία και την προξενήτρα την Τασία για να δούνε τον γαμπρό που τον έλεγαν και Θωμά.
Έκλεισαν ραντεβού και συναντήθηκαν στο ζαχαροπλαστείο «Ίλιον».
Άρχισαν τα τυπικά, και οι κλεφτές ματιές του γαμπρού και της νύφης. Της Ευγενίας της άρεσε ο Θωμάς γιατί ήταν ένα συμπαθητικό παιδί. Παρατήρησε όμως ότι του έλειπαν τρία δάκτυλα από το αριστερό χέρι κι ότι κούτσαινε ελαφρώς από το δεξί πόδι. Όταν γύρισαν στο σπίτι το είπε στην μάνα μας. Η μάνα ρώτησε τους γονείς του Θωμά. Της είπαν ότι το είχε πάθει από την δυναμίτιδα μια ημέρα που ψάρευε στην θάλασσα , με την βάρκα του. Την διαβεβαίωσαν ότι η αναπηρία δεν τον έχει εμποδίσει στην δουλειά του, κι ότι τώρα δουλεύει με περισσότερη όρεξη και πείσμα.
Η μάνα μας πείστηκε και ανέλαβε να πείσει και την Ευγενία. Ένα μήνα αργότερα όρισαν τους αρραβώνες. Στο σπίτι είχαμε χαρές αλλά και λύπες γιατί θα χάναμε την πιο καλόψυχη αδελφή μας. Ήλθε ο γαμπρός με τους συγγενείς του στο χωριό μας.
Έφερε μαζί του δύο σφαγμένα αρνιά, ένα πουκάμισο για τον πατέρα μου και ένα κόσμημα για την μητέρα μου. Στην αρραβωνιαστικιά του είχε ψωνίσει χωριστά μια ημέρα που κατέβηκε στην πόλη. Ήταν ένας τζέντλεμαν ο Θωμάς. Αντάλλαξε τις βέρες το ανδρόγυνο, ήταν εκεί κι ο παπάς του χωριού όπου τους ευλόγησε. Άρχισε το γλέντι που κράτησε μέχρι το επόμενο πρωί.
* Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ είναι διηγηματογράφος και ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου