Κυριακή 22 Απριλίου 2012

ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ Γ. ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ Ο κυρ Νίκος ο αδύνατος ψηλό λέλεκας, που περπατούσε και λύγιζε σαν καλάμι που το δέρνει ο άνεμος, ήταν παιδί που έζησε στην Γερμανική κατοχή. Ο φίλος του Βαγγέλης τον πείραζε λέγοντας¨ «Έχουν περάσει τόσα χρόνια από την Γερμανική κατοχή. Ακόμη δεν χόρτασες την πείνα σου με μπόλικο φαγητό;»Διότι βρε αδελφέ, μοιάζεις σαν όρθια μπιλιαρδόστεκα.» Ο Βαγγέλης ήταν από τους καλύτερους φίλους του κυρ Νίκου, και ο Νίκος το ήξερε. Πάντα ανεχόταν τα πειράγματα του. Του απαντούσε κι αυτός γελώντας¨ «Δεν κοιτάζεις την φάτσα σου και την κατάντια σου Βαγγέλη μου;» «Είσαι πολύ νεώτερος από εμένα και έχεις μια κοιλιά φουσκωμένη σαν του καλοθρεμμένου γουρουνιού.» «Μπορεί ρε και κοιμάται δίπλα σου γυναίκα, και δεν της βγάζεις τα άντερα τη νύχτα;»Εάν άκουγε τη συνομιλία τους κάποιος τρίτος θα νόμιζε ότι μαλώνουν, διότι διεξαγόταν σε ζωηρό τόνο. Στους δύο φίλους όμως άρεσε τακτικά να αλληλοπειράζονται σαν ανώριμα παιδιά ,και το χαίρονταν. Ο Νίκος ήταν παιδάκι δέκα χρόνων, το 1941 όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Κρήτη. Έζησε όλες τις στερήσεις και τις κακουχίες της εποχής εκείνης. Ο πατέρας του ο Θέμις είχε επιστρατευτεί και πολέμησε τους Ιταλούς, στην Ελληνοαλβανική μεθόριο. Έκτοτε είχε παραμείνει αποκλεισμένος έξω από την Κρήτη και ζούσε στην Λειβαδιά. Μέχρι να μάθουν νέα του, οι δικοί του τον νόμιζαν νεκρό και τον πενθούσε όλη η οικογένεια. Η μητέρα του Νίκου, η Ευρυδίκη, πήρε τα τέσσερα παιδιά της, και αναχώρησε για το σπίτι των γονέων της στο ορεινό χωριό καταγωγής της. Υπήρχαν όμως και κάποιοι χωρικοί όπως ο Κουτσαντρέας, όπου αντί για καλοσύνη είχαν στη ψυχή τους δηλητήριο. Την δεύτερη μέρα που έφθασαν στο χωριό διέδωσε ότι¨ «ο άνδρας της o Θέμις είχε πνιγεί και τον είχαν φάει τα ψάρια.» Στο χωριό της, είχε την ελπίδα τουλάχιστον ότι θα έβρισκε έστω κι ένα πιάτο χόρτα, αλμυρές ελιές, και λάδι, κι ένα κομμάτι ψωμί για να μη πεθάνουν της πείνας από την ασιτία όπως πέθαιναν στην Αθήνα. Όταν έφθαναν αποσπάσματα Γερμανών στο χωριό τους τα γυναικόπαιδα φοβόταν και κρυβόταν στις κοντινότερες σπηλιές. Οι Γερμανοί στρατιωτικοί τους κοίταζαν με τα κιάλια, μα δε τους πείραζαν. Μικρό παιδάκι ο κυρ Νίκος θυμόταν ότι η μητέρα του τον έστελνε να μαζέψει ξερά ξύλα για το τζάκι, ή να μεταδέσει την κατσίκα τους στο χωράφι. Ένα πρωί φθάνει η είδηση ότι σένα χωριό που απείχε γύρω στα σαράντα χιλιόμετρα από το χωριό τους είχαν εναποθέσει στην εκκλησία, ρούχα από λάφυρα από τους Γερμανούς -δεν θυμόταν πολύ καλά- μπορεί να τα είχαν παρατήσει και οι Άγγλοι όταν τους φυγάδευσαν οι Κρητικοί στην Μέση Ανατολή. Τον πήρε η μάνα του μαζί της, για να μη πάει μόνη, και μαζί με άλλους χωριανούς περιπάτησαν, μέσα από κακοτράχαλους δρόμους και δύσβατα μονοπάτια για το χωριό εκείνο. Δεν επέστεψαν με άδεια χέρια.Βρήκαν εκεί στρατιωτικά ρούχα. Η μητέρα του που γνώριζε από μοδιστρική τα μεταποίησε και τα φόρεσαν τα παιδιά της, που φορούσαν ρούχα παλιά και φαγωμένα από την πολυκαιρία.Η μεγάλη κούραση που ένοιωσε βαδίζοντας σε κακοτράχαλους δρόμους, σε μια τόσο μεγάλη απόσταση, ήταν μια μοναδική εμπειρία της ζωής του. Από μικρός ο Νίκος είχε άθελα του, ασκηθεί στην σκληρότητα της διαβίωσης, στις τραχιές συνθήκες ζωής , και στην αθέλητη ορειβασία βαδίζοντας τα μονοπάτια του ορεινού χωριού του. Στην Κρήτη όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα δρούσαν αντιστασιακές οργανώσεις όπως το «Ε.Α.Μ» και η «Ε.Ο.Κ» όπου μάχονταν με ανταρτοπόλεμο και σαμποτάζ εναντίον των κατακτητών. Οι Γερμανοί απαντούσαν με φοβερά αντίποινα. Εκείνη την ημέρα η Ευρυδίκη πήρε μήνυμα να κρυφτούν διότι¨ «έρχονται οι Γερμανοί.» Πριν έρθουν στο διπλανό χωριό από το δικό τους είχαν μάθει ότι είχαν πάει στο κεφαλοχώρι Κάνδανος, και το είχαν ισοπεδώσει. Εις ανάμνηση της καταστροφής άφησαν μια μαρμάρινη πινακίδα που έγραφε στα Γερμανικά «Εδώ κάποτε ήταν η Κάνδανος.» Τα γυναικόπαιδα με την ψυχή στο στόμα έτρεξαν για τις γνωστές κρυψώνες στις σπηλιές των κοντινών ορέων. Δεν πέρασε πολύ ώρα και είδαν καπνούς να βγαίνουν από το διπλανό χωριό. Οι κατακτητές έβαλαν φωτιά και λαμπάδιασαν το χωριό, προκαλώντας σωρούς ερειπίων. Έπιασαν 25 χωρικούς που βρήκαν κλεισμένους στα σπίτια τους, κι αφού τους υποχρέωσαν, κι έσκαψαν τους λάκκους τους, τους εκτέλεσαν εν ψυχρώ. Ο μόνος που την γλύτωσε ήταν ένας ηλικιωμένος φιλάσθενος χωρικός Ο ήσυχος σαν πρόβατο, κυρ Μανώλης. Οι γυναίκες του χωριού τον βοήθησαν ντύνοντας τον σαν γυναίκα, όπου και τον πήραν μαζί τους μέσα στην εκκλησία. Εκεί είδε τους Γερμανούς, μετά την συμφορά να εγκαταλείπουν το χωριό τους, ένα σωρό ερείπια. Δάκρυσε και μια βλαστήμια του ξέφυγε από τα χείλη του. «Γιατί να φανώ τόσο δειλός μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του. «Πως θα ζήσω τώρα το υπόλοιπο της ζωής μου ταπεινωμένος και ντροπιασμένος;»Μετά ένα χρόνο ήρθε από την Λειβαδιά Βοιωτίας ο πάτερ φαμίλιας , και πατέρας του Νίκου. Η οικογένεια δέχθηκε στις αγκάλες της τον άντρα του σπιτιού. Εντωμεταξύ από τότε δεν πέρασε πολύς καιρός, που ο άξονας ηττήθηκε από τους συμμάχους, και οι Γερμανοί αναχώρησαν από την Κρήτη. Η οικογένεια όμως έμεινε στο χωριό ακόμη για δέκα χρόνια. Παντού ήταν δύσκολες οι συνθήκες και προτίμησαν να μείνουν στο χωριό, όπου τους είχε παραχωρήσει η γιαγιά δύο δωμάτια και δεν πλήρωναν και ενοίκιο. Το διπλανό δωμάτιο η γιαγιά το ενοικίασε στη κυρά δασκάλα την Ζηνοβία. Ήταν η μόνη όπου ήταν δημόσιος υπάλληλος στο χωριό τους και είχε χρήματα. Ο Νίκος έβλεπε από το παράθυρο τους, την μακρινή θεία του, την δασκάλα, όπου πήγαινε στο καφενείο. Ο καφετζής, στο χωριό ήταν και μπακάλης και κρεοπώλης.. Η Ζηνοβία αγόραζε τακτικά κρέας από το μπακάλικο, και ψάρι από τον πλανόδιο ψαρά. Ο Νίκος θα ήταν τότε γύρω στα δεκατέσσερα. Είχε σηκώσει μπόι και ήταν ψηλός και αδύνατος. Είχε βγει η φήμη ότι η δασκάλα ήταν τσιγκούνα. Δεν έδινε λέγανε¨ «του αγγέλου της νερό.» Είχε πάντα ανοιχτή την πόρτα του δωματίου της το μεσημέρι για να εισέρχεται ο ήλιος. Ο Νίκος πάντα πεινασμένος εκείνη την εποχή, έβλεπε την κυρά δασκάλα και μακρινή του θεία, να τηγανίζει το φρέσκο λαχταριστό ψάρι, και τις φρέσκες χοιρινές μπριζόλες. Την παρακολουθούσε καθώς έβαζε τις μπουκιές στο στόμα της. Της μασούσε σιγά, ηδονικά. Τον έβλεπε και αυτή όπου ξερογλειφόταν, και ποτέ δεν τον κάλεσε να του δώσει ένα μεζέ. Την σκηνή αυτή την αποτύπωσε στην μνήμη του και την θυμόταν για χρόνια. Ήταν σημαντικό εκείνη την εποχή να είχες στο τραπέζι την καθημερινή σου τροφή. Η πολυμελής οικογένεια του Νίκου επέστρεψε στην πόλη. Ο Νίκος πια, ήταν παλικάρι 21 ετών. Το στρατιωτικό το γλύτωσε με εξαγορά «ως πρεσβύτερος υιός πολυτέκνου.» Δεν κάθισε βέβαια, ούτε μια στιγμή. Δούλευε ασταμάτητα χωρίς ωράριο. Να βοηθήσει τις ανάγκες του σπιτιού τους. Να στηρίξει τις ανύπαντρες αδελφές του, να βοηθήσει να γίνει η προίκα τους. Μέχρι να έλθει η ώρα να παντρευτούν με προξενιό. Δεν διάλεγε τις δουλειές. Αρκεί να είχε οποιαδήποτε δουλειά. Ο Νίκος ήταν ο κουβαλητής του σπιτιού. Πάντα τον έβλεπες να έρχεται φορτωμένος με τσάντες γεμάτες τρόφιμα. Ήταν και καλοφαγάς. Του άρεσε ο καλός μεζές. Ήταν όμως το σκαρί του τέτοιο, που δεν κρατούσε πάνω του καθόλου λίπος. Δούλευε και σαν το σκυλί. Είχαν ένα στρέμμα χωράφι, και το καλλιεργούσε μόνος του. Ήταν και κυνηγός. «Πως είσαι έτσι αδύνατος σαν στέκα μπιλιάρδου;» Τον πείραζε ο Βαγγέλης.» «Δεν κοιτάς την κοιλάρα σου χοντρέ.» Του απαντούσε ο Νίκος και έσκαγαν στα γέλια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου